Το τεστ, που χρησιμοποιεί μηχανήματα συμβατικής μαγνητικής απεικόνισης (MRI) και αποτελεί επίτευγμα της ομάδας του καθηγητή ψυχιατρικής Νίκολας Λάνγκε της Ιατρικής Σχολής του πανεπιστημίου Χάρβαρντ και του Εργαστηρίου Νευροστατιστικής του νοσοκομείου ΜακΛιν της Μασαχουσέτης, σε συνεργασία με ερευνητές του πανεπιστημίου της Γιούτα, παρουσιάστηκε στο εξειδικευμένο περιοδικό για θέματα αυτισμού «Autism Research».
Η νέα τεχνική επιτρέπει στους επιστήμονες να αναλύουν τον εγκέφαλο των νέων και να εντοπίζουν έγκαιρα νευρωνικά ίχνη που παραπέμπουν σε μελλοντικό αυτισμό.
Οι ερευνητές συνέκριναν τους εγκεφάλους 30 αυτιστικών και 30 υγιών ατόμων και μπόρεσαν να προσδιορίσουν ορισμένες κρίσιμες εγκεφαλικές διαφορές στα νευρωνικά κυκλώματα, κυρίως στις περιοχές που σχετίζονται με τη γλώσσα και τα συναισθήματα, πριν καν εκδηλωθούν με σαφήνεια τα συμπτώματα του αυτισμού στην εξωτερική συμπεριφορά.
Αν και τα ευρήματα θεωρούνται ακόμα προσωρινά και είναι νωρίς για να εφαρμοστεί το νέο τεστ σε κλινικό επίπεδο, όπως είπε ο Λάνγκε, αν επιβεβαιωθούν, από νέες μεγαλύτερες έρευνες, θα οδηγήσουν στην αντικατάσταση των τωρινών υποκειμενικής (μη βιολογικής) φύσης εξετάσεων διάγνωσης του αυτισμού με τη βοήθεια ερωτηματολογίων. Έτσι η διάγνωση του αυτισμού θα γίνει πλέον πιο επιστημονική και πιο έγκαιρη, πράγμα που παράλληλα θα επιτρέψει την θεραπευτική παρέμβαση σε πιο πρώιμο στάδιο, με αυξημένες πιθανότητες ωφέλειας για τον αυτιστικό.
«Η βάση του αυτισμού είναι πολύ βαθιά στον εγκέφαλο. Υπάρχουν ίσως πολύ λίγα πράγματα που μπορεί κανείς να αλλάξει στην περίπτωση ενός σοβαρού αυτισμού. Όμως, στα πρώτα στάδια, μπορεί κανείς να βοηθήσει στο πεδίο της γλώσσας, των κοινωνικών λειτουργιών, ακόμα και των συναισθηματικών προβλημάτων», δήλωσε ο Λάνγκε.
Ο αυτισμός πλήττει περίπου ένα στα 100 παιδιά, τα αγόρια τέσσερις φορές πιο συχνά από ό,τι τα κορίτσια. Οι αυτιστικοί χαρακτηρίζονται από δυσκολίες στις κοινωνικές σχέσεις και την επικοινωνία με άλλα άτομα, καθώς και αδυναμία κατανόησης των συναισθημάτων των άλλων.