Για πέντε χιλιοστά απίθανου βοσκότοπου, ο τρυφερός βλαστός της νεοελληνικής λεβεντουριάς φτάνει στο έγκλημα, σκοτώνει, ωστόσο ιδεολογικά διαρρηγνύει τα «πολυτελή» του ιμάτια για τον τοίχο του Έβρου. Το «δημόσιο» για τον Νεοέλληνα αποτελεί αφορμή αυθαιρεσίας, παραβατικότητας, απειθαρχίας. Κάθε τι που σχετίζεται με τον δημόσιο χαρακτήρα της χώρας τού γεννά αισθήματα άκρατης περιφρόνησης και ανεξέλεγκτης εχθρότητας. Ο Έλληνας καταπατά δημόσιους χώρους, οικοδομεί τις παραλίες, καίει τα δάση, μπαζώνει ρέματα και ποτάμια, καταστρέφει μανιωδώς ό,τι σχετίζεται με τη δημόσια περιουσία, ρυπαίνει ό,τι υπερβαίνει τα όρια της μεζονέτας του, κατασπαταλά με ειδεχθή αγριότητα κάθε δημόσιο πλούτο, ενώ ταυτόχρονα συγκινείται μέχρι δακρύων όταν ανακρούεται ο Εθνικός του Ύμνος. Αναδεικνύει σε εθνική υπόθεση την συμμέτοχη των α(η)δών στη Γιουροβίζιον, ενώ ταυτόχρονα συνηγορεί ενθέρμως υπέρ της κατάργησης των Αρχαίων, της Ιστορίας και ό,τι βολεύει το εκλεκτό του τέκνο τη στιγμή των εξετάσεων· μετά, αν το φέρουν οι περιστάσεις, αποκτά εθνική συνείδηση· αρκεί να τον βολεύουν οι συγκυρίες. Έτσι, καλό είναι να θυμηθούμε πριν καταργήσουν την Ιστορία μας – ήδη παιανίζουν το… ασυνεχές της – ποια ήταν η σχέση του δημόσιου και του ιδιωτικού στον αιώνα του Περικλή.
Η εθνική υπερηφάνεια έφτανε στα ύψη στη θέα των ναών της Ακρόπολης, των στοών και των δημοσίων κτισμάτων της Αγοράς που είχε οικοδομήσει ο Περικλής· γι’ αυτό δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία. Τα δημόσια κτίρια αποτελούσαν το καμάρι των πολιτών. Αντίθετα, σ’ εκείνη την κοινωνία, η ανέγερση πολυτελών κατοικιών για τους πολίτες έφτανε στα όρια της ιεροσυλίας. Το δελφικό ρητό «Μηδέν άγαν» (τίποτα το υπερβολικό) είχε τη σύμφωνη γνώμη όλων των πολιτών. Η ιδιωτική επίδειξη πλούτου ή χλιδής και οτιδήποτε ξέφευγε του μέτρου, αποτελούσε αντιαισθητικό φαινόμενο, σήμαινε ηθικό εκπεσμό και βρισκόταν αντιμέτωπο με τη γενική κοινωνική αποδοκιμασία. Ίσως οι τύραννοι του έκτου αιώνα να υπήρξαν περισσότερο απαιτητικοί για τους εαυτούς τους, αλλά στους επόμενους αιώνες που θεμελιώθηκε η Αθηναϊκή Δημοκρατία, όπου όλοι οι πολίτες ήταν ίσοι, η ιδιωτική πολυτέλεια αποτελούσε, το δίχως άλλο, μέγα σκάνδαλο. Να τι γράφει χαρακτηριστικά ο Δημοσθένης, έναν αιώνα πάνω - κάτω μετά την ολοκλήρωση του Παρθενώνα στον Γ’ Ολυνθιακό, 26 και 29.
«[Οι παλαιότεροι πολιτικοί] στην ιδιωτική τους ζωή ήταν τόσο μετρημένοι και τόσο πολύ πιστοί στα ήθη της πολιτείας, ώστε σήμερα, εάν κανείς από εσάς γνωρίζει το σπίτι του Αριστείδη ή του Μιλτιάδη ή κανενός άλλου σπουδαίου ανθρώπου της εποχής εκείνης, θα έχει διαπιστώσει πώς δεν είναι καλύτερο από του γείτονά τους. Γιατί δεν πολιτεύονταν για να πλουτίσουν, αλλά καθένας τους νόμιζε καθήκον του να βοηθήσει για το κοινό καλό. Τίμιοι απέναντι στους άλλους Έλληνες, ευσεβείς στους Θεούς και έχοντας σαν αρχή την ισότητα ανάμεσα στους πολίτες, απέκτησαν, καθώς ήταν φυσικό, μεγάλη ευτυχία… Σήμερα θα μου πει κανείς, οι εξωτερικές μας υποθέσεις δεν πάνε καλά, μα οι εσωτερικές μας πάνε καλύτερα από πριν. Μα τι έχουν να πουν (για να το αποδείξουν); Τις επάλξεις που ασβεστώνουμε, τους δρόμους και τις κρήνες που επισκευάζουμε και άλλα τιποτένια πράγματα; Δέστε λοιπόν τους πολιτικούς που ακολουθούν αυτή την πολιτική: από αυτούς, άλλοι που ήταν φτωχοί έγιναν πλούσιοι, άλλοι έγιναν διάσημοι ενώ ήταν άγνωστοι, μερικοί δε έφτιαξαν σπίτια πιο επιβλητικά από τα δημόσια κτίρια, κι όσο μίκραινε η περιουσία του κράτους, τόσο μεγάλωνε η δική τους».
Τα κείμενα αυτά, όπως και δεκάδες άλλων ελληνικών κείμενων, ανήκουν στη γλωσσική μας παράδοση και αποτελούν αδιάψευστα τεκμήρια της αδιάσπαστης Ιστορίας του Ελληνισμού.
Η γλώσσα, έτσι κι αλλιώς, είναι η πατρίδα μας, γιατί με αυτήν ερωτευόμαστε, ονειρευόμαστε και πράττουμε, γιατί αυτή είναι η μεγάλη μας συνείδηση. Αλλιώς εννοείς τη θάλασσα όταν την προφέρεις θάλασσα, και άλλα καταλαβαίνεις και αισθάνεσαι όταν την προφέρεις sea…
http://www.topontiki.gr/article/13803