Ο ελληνικός θρήνος για το «εάλω η πόλις», για την κατ’ εξοχήν πόλη του ελληνισµού, υπήρξε µακρός και βαθύς. Ήδη αρκετά χρόνια πριν από την πτώση της Κωνσταντινούπολης είχαν πέσει σε τουρκικά χέρια ελληνικές περιοχές, ελληνικοί τόποι µε προαιώνια ελληνική ιστορία. Ωστόσο, καµίας ελληνικής πόλης η πτώση δεν θρηνήθηκε µε τόση τραγικότητα από τη λόγια και λαϊκή παράδοση, όσο η πτώση της αυτοκρατορικής Κωνσταντινούπολης.
Η πτώση της Πόλης έπεσε πάνω στον ελληνισµό σαν µια θεϊκή συµφορά! Εύκολα κανείς µπορεί να έρθει σε επαφή µε τη λαϊκή συνείδηση, αυτή που βρίσκεται και διαµορφώνεται πίσω από την πολιτική, οικονοµική και πνευµατική ιστορία κάθε έθνους. Παρακολουθώντας τα ίχνη της λαϊκής µας παράδοσης, µας αποκαλύπτεται η σταθερή κοίτη της ζωής του έθνους µας.
Ο ελληνικός λαός µε βαθύτατες πολιτισµικές ρίζες στο παρελθόν βρέθηκε κατακτηµένος από έναν αλλόθρησκο πολιτισµό ασιατικής προελεύσεως, ο οποίος του στέρησε µε βιαιότητα την πολιτική και ατοµική του ελευθερία για τέσσερις συναπτές εκατονταετίες. Έτσι αναγκάστηκε να αγωνίζεται ψυχικά και υλικά στα όρια της ανθρώπινης αντοχής και να επινοεί ένα σωρό τεχνάσµατα προκειµένου να επιβιώσει αλλά και να διατηρήσει τη δική του ταυτότητα, τα εθνικά πολιτισµικά του χαρακτηριστικά µέσα σε απίστευτες συνθήκες βαρβαρότητας ενός κατακτητή που δεν έµεινε στην ιστορία για τις επιδόσεις του στον... πολιτισµό!
Μετά την επικράτηση των Οθωµανών, όταν το ελληνικό έθνος έχασε το µέγιστο αγαθό της ελευθερίας και την αυτονοµία του στον ιστορικό του χώρο, αυτό που του έµενε τελικά να περισώσει ήταν η εσωτερική του ελευθερία και συνοχή, η οµαδική και εθνική του συσπείρωση, πράγµατα που ξεκινούσαν από το κάθε ελληνικό σπίτι και εξαπλώνονταν στη συγγενική όσο και τοπική κοινωνία. Τα στοιχειώδη προνόµια που παραχωρήθηκαν στην ελληνική εθνότητα στη διάρκεια των δυο πρώτων αιώνων της τουρκοκρατίας εκµεταλλεύτηκαν κατά κύριο λόγο οι τοπικές κοινότητες και οι αστικές συντεχνίες.
Σηµειώνουµε εδώ ότι η Εκκλησία, έτσι κι αλλιώς, έχαιρε ιδιαίτερων προνοµίων. Μέσα από αυτούς λοιπόν τους θεσµούς έµελλε να διατηρηθεί η εθνική µας συνοχή, που βασίστηκε στους άγραφους νόµους και στα έθιµα που διαµόρφωσαν τη νέα εθνική µας συνείδηση αλλά και τον τρόπο που σκεφτόµαστε και δρούµε.
Θα παρακάµψουµε τον θεσµό της Εκκλησίας και θα επικεντρώσουµε το ενδιαφέρον µας στις κοινότητες, που αποτέλεσαν την κινητήριο δύναµη του ελληνισµού στα σκοτεινά χρόνια της σκλαβιάς.
Το θαύμα των κοινοτήτων
Η κοινοτική ζωή στα χρόνια της τουρκοκρατίας έχει σαν χαρακτηριστικό της την ανασφάλεια, κι αυτό αποτυπώνεται αρχιτεκτονικά στην περιχαράκωσή της σε κάστρα, πύργους, καταφύγια, σε λοξά καλντερίµια, ψηλόκτιστα σπίτια και βίγλες. Στη συνέχεια, µοιάζει να ξανοίγεται ως τα αλώνια που τα χρησιµοποιούσαν και για τους χορούς των πανηγυριών. Η δοµή των ελληνικών κοινοτήτων αντιγράφει την οικογενειακή ιεραρχία. Κατά το πρότυπο του πατέρα, που είναι ο αρχηγός της οικογένειας, η κοινότητα ορίζει και τους δικούς της αρχηγούς, τους προεστούς, τους πρωτόγερους, το γεροντειό, τους κοτζαµπάσηδες. Γύρω από αυτούς αρχίζουν συζητήσεις, και γεννιέται το δικαίωµα της γνώµης και του διαλόγου, που φτάνει στα όρια της δηµοκρατικής αντιπροσωπευτικής εκλογής. Έτσι, η κάθε ελληνική κοινότητα µετατρέπεται σε ένα ζωντανό κύτταρο της δηµοκρατίας, όπου κυριαρχεί το πνεύµα της αυτονοµίας και της αυτοδιοίκησης.
Αυτόν τον «τοπικισµό», αιώνες µετά, στα... χρόνια της νεωτερικότητας, δηλαδή στις µέρες µας, άνδρες... σοφοί θα τον χρησιµοποιήσουν ως επιχείρηµα για το ότι στην τουρκοκρατία αναπτύχτηκε το τοπικιστικό πνεύµα και όχι η εθνική συνείδηση· άρα υπάρχει «εθνική ασυνέχεια»... Εκείνη η δηµογεροντία έπαιξε καθοριστικό ρόλο στις δύσκολες, κατά περιόδους και περίσταση, στιγμές των κοινοτήτων που ήρθαν αντιμέτωπες με τις δυσβάστακτες φορολογίες, την πείνα, τις ομηρίες και τα παιδομαζώματα, όπως και τις επιδημίες.
Για την εύρυθμη λειτουργία της κοινότητας υπήρχαν μια σειρά επαγγέλματα όπως οι λογαριαστάδες, οι ντελάληδες, οι νεκροθάφτες, οι αγελαδάρηδες, οι νυχτοφύλακες, οι δραγάτες κ.ά. Η ζωή της κοινότητας μας γίνεται γνωστή μέσα από μια χαρακτηριστική ορολογία χρήσης:
Το «ψυχομέτρι» δηλώνει την απογραφή (το μέτρημα των ψυχών). Η «λόντζα» υποδηλώνει τη γενική συνέλευση και ό,τι συνεπάγεται μια τέτοια δραστηριότητα για τη ζωή της κοινότητας. Η «πανταχούσα» είναι η εγκύκλιος· η «μάννα» το κτηματολόγιο. Έχουμε επίσης και τα «στεφανιάτικα», που δεν είναι άλλα από τα «δικαιώματα» του επισκόπου και κάλλιστα θα μπορούσαν να ονομάζονται και «κερατιάτικα»!... Η Αγία Εκκλησία και οι ολιγαρκείς της εκπρόσωποι πάντα είχαν τον τρόπο να τα... παίρνουν από το ποίμνιο.
Επίσης υπάρχουν και τα «παπαδικά» για τον παπά, τα «δευτεριάτικα» για τον δάσκαλο κ.ά. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι κοινότητες των Ελλήνων διαβιούσαν επιδεικνύοντας αξιοσημείωτη κοινωνική αλληλεγγύη και αλληλοσεβασμό, που αποτελούν στοιχειώδεις προϋποθέσεις μιας αυτόνομης και αυτοδιοικούμενης κοινωνίας.
Μέσα σε συνθήκες σκλαβιάς, το κοινοτικό πνεύμα έγινε συνείδηση και εθνικό χαρακτηριστικό ως προς την αλληλοβοήθεια και τη συνεργασία, τόσο μεταξύ των ελληνικών οικογενειών όσο και στις αγροτικές κοινοτικές εργασίες. Γενικά, μέσα από το κοινοτικό πνεύμα αντιμετωπιζόταν κάθε περιστατικό. Η αλληλεγγύη και η συνεργασία προκύπτει από μια σειρά λέξεων της εποχής: ονόματα όπως η παρακαλιά, ξέλαση, ληλοβόηθο, αντιβόηθο, δανεικαριά, παρασπόρι, αγγαριά και άλλες, υποδηλούν ότι σε κάθε περίσταση, ο ένας προσέτρεχε τον άλλον, πράγμα εξάλλου που γίνεται φανερό και από τα κηρύγματα του παπά μετά τη λειτουργία, συνήθεια που έχει διατηρηθεί ως τις μέρες μας: να καλείται η κοινότητα να συνδράμει σε ιδιωτικές ή δημόσιες υποθέσεις των ενοριτών. Αυτή η συγκινητική συνθήκη ζωής που ζούσαν οι προπάτορές μας στα χρόνια της τουρκοκρατίας επισφραγιζόταν συνήθως από τις «κρασοφιλιές», όπου οι πιο φτωχοί, όλοι αυτοί που δέχτηκαν τη βοήθεια, έβαζαν το κρασί προς υγεία όλων εκείνων που βοήθησαν ως ηθική ανταμοιβή αλλά και ευκαιρία για γλέντι τρικούβερτο! Άλλες, πιο κλειστές εκδηλώσεις αλληλεγγύης ήταν τα περίφημα νυχτέρια ή αλλιώς αποσπερίδια σε διαφορά φιλικά ή συγγενικά σπίτια της κοινότητας, όπου μαζεύονταν προκειμένου να βοηθήσουν σε διάφορες σπιτικές δουλειές, από το σπάσιμο των αμυγδάλων ή την επεξεργασία των ελιών ως το ξάσιμο του μαλλιού και την ετοιμασία της προίκας των κοριτσιών. Το ρακί δεν έλειπε ούτε απ’ αυτές τις συνευρέσεις, όπου μάλιστα άφηναν (με τη σχετική επιτήρηση ασφαλείας) τους νέους παραδίπλα να πλέκουν και αυτοί τα ερωτικά τους ειδύλλια. Ενδεικτικά μάλιστα είναι τα ανάλαφρα τραγούδια του 15ου και του 16ου αιώνα με ερωτικό περιεχόμενο που σώθηκαν στη δημοτική μας παράδοση: «Αφόν εστήθη ο ουρανός και θεμελιώθη ο κόσμος και περιφράχθη η θάλασσα τριγύρω με τον άμμον εκ τότε, κόρη, σ’ αγαπώ κι ακόμα δεν σου το ’πα...»
http://topontiki.gr/article/14192