Στο βιβλίο ‘Γη και χωριό. Τα εξωκκλήσια της Τήνου παρουσιάζεται το νησί της Τήνου μέσα από μια ερμηνευτική προσέγγιση τόσο του τοπίου και των αρχιτεκτονημάτων του όσο και της δράσεως των ανθρώπων μέσα σ’ αυτό, και των παραδόσεων που ακολουθούνται.
Στο τοπίο της Τήνου συναντάμε άγρια φύση, χωράφια, κήπους και χωριά. Τα φυσικά όρια μεταξύ χωριών, βουνών και ακτογραμμής δημιουργούν μια αντίθεση μεταξύ φυσικού κόσμου και κατοικημένου χώρου. Τα χωριά εξελίχθηκαν σε κεντρικά σημεία στο τοπίο του νησιού και στη ζωή των κατοίκων του. Οι κάτοικοι του χωριού, σε συνεχή μετακίνηση μεταξύ χωριού και υπαίθρου, είτε καλλιεργώντας τη γη –μετακινούμενοι από το σπίτι στον αγρό, στο αλώνι και στους μύλους – είτε καθαγιάζοντάς την συμμετέχοντας σε θρησκευτικές πομπές, δημιούργησαν ένα χώρο, το χωριό με τα όρια του να προσδιορίζουν την έκταση του σε σχέση με τα υπόλοιπα χωριά και την άγονη γη του νησιού. Ο χώρος αυτός καθοριζόταν από την αλληλεπίδραση μεταξύ κατοικημένου χώρου και φύσης. Το συμπαγές σύνολο των σπιτιών, με τους κήπους και τα αγροκτήματα που τα περιβάλλουν, δημιούργησε μια περιοχή δράσης του ανθρώπου και, παράλληλα, καθιέρωσε ένα διαχωρισμό μεταξύ κοινού και ιδιωτικού, ιερού και εγκόσμιου, φυσικού και τεχνητού.
Παράλληλα σε μικρότερη κλίμακα παρουσιάζεται το σπίτι και η οικογενειακή μονάδα, τα οποία αποτελούν ένα μικρόκοσμο της αλληλεπίδρασης με τη φύση. Ο άνδρας είναι εκείνος που συνδέει το σπίτι με τον εξωτερικό κόσμο, ενώ η γυναίκα μένει στο σπίτι, συμβολίζοντας το σταθερό κέντρο της κίνησης του άνδρα. Η εκκλησία και τα πανηγύρια του χωριού αποτελούν εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής και της συλλογικής μνήμης, δημιουργώντας έτσι μία ταυτότητα για τον τόπο του χωριού, καθώς κι έναν τρόπο επικοινωνίας μεταξύ του ανθρώπινου και του Θείου κόσμου. Η αγροτική ζωή και η παραγωγή τροφής βοηθούν στην κατανόηση της υλικής διάστασης της δομής του χωριού, ενώ η θρησκευτική ζωή, μέσω της Εκκλησίας, της Λειτουργίας και των πανηγυριών, παρέχει μια συμβολική ερμηνεία της ζωής του χωριού.
Κατόπιν το τρίτο κεφάλαιο μελετά τα εξωκκλήσια, τον τρόπο που είναι τοποθετημένα στο φυσικό τοπίο, καθώς και τη σχέση τους με το χωριό και την κοινότητα.
Γενικότερα, τα εξωκκλήσια στεγάζουν την εικόνα ενός Αγίου και συνδέουν την έννοια της παρουσίας του Θεού με την ιδιοκτησία του ανθρώπου, αφού τα περισσότερα από αυτά είναι ιδιωτικά. Αποτελούν, επομένως, μια διαφορετική μορφή επικοινωνίας μεταξύ του ανθρώπου και του Θείου, και δημιουργούν επίσης βαθιές σχέσεις μεταξύ του σπιτικού και του χωριού. Ενδεικτικά, το μικρό ταξίδι της οικογένειας και των χωρικών προς το εξωκκλήσι, δηλαδή η μετάβαση προς αυτό με κάθε ευσέβεια, κατά τη διάρκεια των τοπικών εορταστικών εκδηλώσεων του Πάσχα, δημιουργεί μια τοπογραφία ιεροτελεστίας, μια αλληλεπίδραση μεταξύ του ανθρώπου με την κατοικία του και της περιοχής του χωριού του. Η μετακίνηση των χωρικών στο τοπίο γίνεται μεταξύ δύο κέντρων: ενός διαμορφωμένου από τον ίδιο τον άνθρωπο, εκεί όπου έχει επιβάλει την κυριαρχία του, δηλαδή του χώρου όπου κατοικεί, και ενός άλλου, δημιουργημένου μέσα στη φύση, μέσω της θρησκείας, δηλαδή του εξωκκλησιού και των πανηγυριών που γίνονται σε αυτό.
Τέλος, μέρος των συμπερασμάτων της μελέτης αυτής αποτελεί η συνειδητοποίηση της σπουδαιότητας αυτών των ναών ως συμβόλων αναγέννησης και σωτηρίας, στο ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο των συνεχών αλλαγών στο νησί. Τα εξωκκλήσια αντανακλούν μια συνέχεια της παράδοσης στον σύγχρονο κόσμο, παραδίδουν την ιστορία και τον πολιτισμό που εκφράζουν, ενώ παράλληλα τα πανηγύρια και οι τελετές ανανεώνουν αυτή την παράδοση. Επιπλέον, εξακολουθούν να μορφώνουν τη θεμελιώδη για τον άνθρωπο αίσθηση συνέχειας, που δημιουργήθηκε με το πέρασμα από τη ζωή και το θάνατο και την ελπίδα για ανανέωση.