Μιας και τα ξέρουμε όλα από τα γεννοφάσκια μας, οι Έλληνες αρνούμαστε στη μεγάλη μας πλειονότητα να ενηλικιωθούμε.
Πάνω σε αυτό υπάρχει μια πλούσια γκάμα επιχειρημάτων που καθιστά τον λαό μας εξαίρεση στα πάντα. Αυτός είναι ο λόγος που δεν μπορούμε να πειθαρχήσουμε: η γνώμη που έχουμε διαμορφωμένη κι ετοιμοπαράδοτη πριν ακούσουμε καν περί τίνος πρόκειται. Είτε στην πολιτική, είτε στην κοινωνική μας ζωή αλλά και σε όλες τις εκδηλώσεις του βίου μας το σύμπτωμα είναι ένα: αρνούμαστε να ακούσουμε… και βιαζόμαστε να απαντήσουμε. Κατά τη γνώμη μου – και δεν θα μασήσω τα λόγια μου – πρόκειται για βαρύ σύμπτωμα ηλιθιότητας. Διαπράττεται ένα έγκλημα πολιτικό ή αθλητικό, δεν έχει σημασία, οι αντιδράσεις παραπέμπουν στον ίδιο παρονομαστή. Κανένας δεν μιλά για το έγκλημα – αυτόματα το διαγράφει και από τη συνείδησή του (και αυτό είναι το χειρότερο) αρχίζοντας να καταμαρτυρεί περιπτώσεις του παρελθόντος ως άλλοθι, όχι ως παραδειγματισμό, να γίνει επιτέλους μια αρχή. Το παιχνίδι είναι στημένο έτσι ώστε το ΠΑΣΟΚ να επικαλείται τα κακά της Ν.Δ. κι η Ν.Δ. με τη σειρά της τα κακώς κείμενα του ΠΑΣΟΚ. Το αποτέλεσμα είναι να μην τιμωρείται ή να λογοδοτεί κανείς σε αυτό τον τόπο. Σε αυτή τη λογική κινείται όλο το πολιτικό μας σύστημα – δίχως εξαιρέσεις. Το ακλόνητο άλλοθι είναι: αφού έχουν διαπραχθεί εγκλήματα κατά το παρελθόν δίχως να εγκληθούν οι υπεύθυνοι, το έγκλημα είναι νόμιμο. Έτσι οικοδομήσαμε την πλέον χυδαία νοοτροπία ως λαός και ως κοινωνία, όπου το πλέον παράλογο άλλοθι περνά ως κοινή λογική.
Ένα επίσης βαρύ σύμπτωμα της κοινωνίας μας είναι ότι μέσα μας εμφιλοχωρεί ο εμφύλιος. Οι εσωτερικές διαμάχες, οι τοπικοί ανταγωνισμοί, εξιτάρουν τα ετοιμοπόλεμα πάθη μας. Στο πάθος, ωστόσο, αυτό που κυρίως απουσιάζει είναι η λογική. Και αυτή την επικίνδυνη ροπή μας, να μην χρησιμοποιούμε στοιχειωδώς τους απλούς μηχανισμούς της λογικής, την έχουμε θεωρητικοποιήσει. Ο Έλληνας είναι… «ανυπότακτος», «δεν χωρά σε καλούπια» κ.τ.λ. Πίσω από όλα αυτά κρύβεται η φιλοσοφία που φιλοτεχνεί το αποτρόπαιο πορτρέτο του Έλληνα τσαμπουκά.
Τα έκτροπα που διαδραματίστηκαν στο στάδιο «Καραϊσκάκη» έχουν αυτά τα βασικά χαρακτηριστικά. Ωστόσο δεν θα σταθούμε σε αυτά, αλλά στα χειρότερα… γιατί αυτά που δεν φαίνονται είναι πάντα χειρότερα. Οικοδομήσαμε μια κοινωνία η οποία δεν ζητά από τις ποδοσφαιρικές ομάδες που υποστηρίζει καλό ποδόσφαιρο, τίμιο πρωτάθλημα, δίκαιους αγώνες, αλλά πρόεδρο τσαμπουκά που να έχει τους διαιτητές τού χεριού του και γενικά να γαμά και να δέρνει. Αυτό είναι το όνειρο του στερημένου αλλά παθιασμένου μικροαστού μαλάκα: να γαμά και να δέρνει ατιμώρητα. Η αιφνιδίως προκύπτουσα πανάκεια του Μαρινακισμού απέδειξε το θλιβερό επίπεδο των θεσμών, της εκφοράς του δημόσιου λόγου και την αυτοκρατορική έλλειψη αξιοπρέπειας και αισθήματος δικαίου.
http://topontiki.gr/article/14130