Αυτές οι πορείες που δεν μπορείς να τις πορευτείς με την καρδιά στην καρδιά κι αναγκάζεσαι να τις πορευτείς με την ψυχή στα πόδια, είναι σαν «παραγγελιές» ζεϊμπέκικου.
Κι ενώ τις έχεις θέσει εγκαίρως υπόψη της ορχήστρας, ενώ έχεις κολλήσει τη «χαρτούρα» του θυμού σου στο κούτελο του τραγουδιστή, ενώ τις αναμένεις σαν κάτι το προσωπικά μεγαλειώδες…, μπαίνει στη μέση ένας άσχετος φιγουρατζής, σε σπρώχνει με το βλέμμα και το φλέγμα του και στις πατάει χάμω με το τακούνι του σκαρπινιού του. Φυσάει προσβλητικά τον καπνό του μες στο πρόσωπό σου, σβήνει το τσιγάρο του πάνω στα δικά σου τα πανάκριβα γαρίφαλα (που είναι αγορασμένα με το μισθό σου) και σε ματαιώνει.
Ο «φιγουρατζής» εχθές, έκανε το κομμάτι του σε διάφορες εκδοχές. Ήταν ο πανταχού παρών, ο λερναίος και υδραίος Ματατζής. Ήταν ο επίσης πανταχού παρών κουκουλοφόρος-ρίπτης μολότωφ του οποίου την ταυτότητα όλοι αγνοούμε (εκτός ίσως από το alter ego του, το Ματατζή). Μπήκαν κι οι δυο εκδοχές στη μέση και χόρεψαν το γνώριμο αντικριστό χορό τους, αντιμετώπισαν ο ένας τις προγραμματισμένες προκλήσεις του άλλου με υψηλό φρόνημα κι έριξαν μπουκάλια και χημικά στην πεθερά, για να τις αναπνεύσει η νύφη. Αποτέλεσμα; Αυτή η καημένη πολιτική «παραγγελιά» που σπανίως έχει την ευκαιρία να πηγάσει από την καρδιά του καταπιεσμένου, του μέσου, του ανώνυμου, του ντροπιάρη, του παρεξηγημένου, πάλι δε χορεύτηκε. Πάλι δεν πρόλαβε ο εντολοδόχος να την τελειώσει και να το ευχαριστηθεί. Η ηρωική, ειρηνική και πένθιμη διάθεσή του καταπνίγηκε στα γκουχ- γκουχ, στη στρεβλή μυρωδιά του φόβου, στον υπερβάλλοντα ζήλο της Διευθύνσεως του καταστήματος, της μεγάλης πίστας που έβαλε τα σκυλιά της να φυλάνε τα έρημά της. «Σπάστε την πορεία» ήταν το σύνθημα που δόθηκε στα ανδράποδα του νόμου και της τάξης. Φύσα, ρούφα, τράβα τονε, πάτα τόνε κι άναφτόνε… η αποστολή εξετελέσθη. Και να ήθελε ο Διογένης να στήσει το πιθάρι του κάπου στο Σύνταγμα και να αποκοιμηθεί εκεί μέσα σαν κρόκος διαμαρτυρόμενου αυγού, δε θα τον άφηναν οι φρουροί της Κωλοχανίας…
Το ακόμα χειρότερο είναι ότι σήμερα, μια μέρα μετά, η τρίτη εκδοχή προσβλητικού «φιγουρατζή» θα ακροβολιστεί στα δελτία ειδήσεων, θα προβάλει τους καπνούς και τις φωτιές και θα αγνοήσει επιδεικτικά την ανεσταλμένη «παραγγελιά» μας…
Έτσι, θα γεννηθεί ένας τέταρτος ψευδότυπος «φιγουρατζή», ο απογοητευμένος εαυτός μας… Την επόμενη φορά που θα φουντώσει μέσα μας η επιθυμία για έναν χορό, για ένα ορθωμένο παράστημα μέσα στα πόδια της Διοίκησης του καταστήματος, θα μπει στη μέση και θα μας το χαλάσει, αυτοϋπονομεύοντας την προοπτική.
Για τις χαλασμένες παραγγελιές κάποτε έβγαιναν μαχαίρια. Άλλοτε στρέφονταν στο «φιγουρατζή», τώρα, στον ίδιο τον εαυτό μας.
http://www.topontiki.gr/article/14185