Ίσως, η πιο οδυνηρή συζήτηση που μπορεί να κάνει κανείς αυτή την περίοδο, είναι με κάποιον από τους εν ενεργεία υπουργούς. Μαύρη θλίψη οι προβλέψεις τους για τη...
χώρα, ακόμη πιο μαύρη η μοναξιά τους μέσα στην κυβέρνηση. Γνωρίζω προσωπικά τους περισσότερους εδώ και πολλά χρόνια, αλλά το τελευταίο 17μηνο δυσκολεύομαι -ομολογώ- να τους αναγνωρίσω. Σα να έχουν γεράσει πριν από την ώρα τους. Καμιά σχέση με το «αραλίκι» και το «πουλ μουρ» των υπουργών του Σημίτη και του Καραμανλή.
Καθοριστικό ρόλο παίζει, ασφαλώς, το ιδιαίτερο βάρος των προβλημάτων. Περισσότερο, όμως, πιστεύω πως είναι η παγιούμενη αίσθηση της αδιέξοδης πορείας και ο φόβος που παράγει η ανυπαρξία ενδοκυβερνητικής αλληλεγγύης. Κανείς δεν πιστεύει σήμερα ότι το μνημόνιο μπορεί, από μόνο του, να βγάλει τη χώρα από την αβυσσαλέα κρίση χρέους -παρά τις ισοπεδωτικές επιπτώσεις στη ζωή των πολιτών.
Ο γερμανικός νεο-εθνικισμός δεν πρόκειται να μας συγχωρέσει ότι ζήσαμε 20 ευτυχισμένα χρόνια με δανεικά και, πιθανότατα, δεν πρόκειται να μας επιτρέψει να επαναγοράσουμε τμήμα -έστω- του χρέους μας. Η κυβέρνηση Μέρκελ δεν αντιλαμβάνεται ως «θυσίες» τις τεράστιες εισοδηματικές απώλειες των Ελλήνων, αλλά ως επιστροφή στις πραγματικές δυνατότητές τους. Τί σημαίνει αυτό; Ότι μας ράβει νέο, πολύ στενότερο, κοστούμι για την επόμενη 20ετία. Νέα μέτρα, κι άλλα κι άλλα μέτρα, πολύ πέραν του μνημονίου, έως ότου το επίπεδο της ζωής μας φτάσει εκεί που ήταν πριν από 20 χρόνια. Και βλέπουμε…
Ποιος από τους «καπεταναίους» του κυβερνητικού στρατεύματος μπορεί με ειλικρίνεια να μιλήσει γι’ αυτό δημοσίως; Ποιος μπορεί να πει ότι όσα ζούμε δεν είναι κρίση -και, άρα, δεν θα ξεπεραστεί μετά από δύο, τρία, πέντε χρόνια- αλλά μια νέα, πικρή πραγματικότητα, που θα διαρκέσει δύο δεκαετίες; Κανένας, νομίζω.
Αν αυτό είναι το ένα μεγάλο πρόβλημα, το άλλο είναι ότι η κυβέρνηση δείχνει, πλέον, «σκορποχώρι». Η σφοδρή σύγκρουση Βενιζέλου – Ραγκούση, απλώς δημοσιοποίησε στο πανελλήνιο κάτι ήδη γνωστό στο πολιτικό προσωπικό και τους δημοσιογράφους. Τα μεγάλα προβλήματα της χώρας δεν συζητώνται συντεταγμένα στα κυβερνητικά όργανα, με αποτέλεσμα κάθε υπουργός να χειρίζεται μόνος του τις κρίσεις που ξεσπούν στον τομέα ευθύνης του και, βεβαίως, μόνος του να «λούζεται» τα πιθανά αρνητικά αποτελέσματα.
Ο Βενιζέλος εξέφρασε δημοσίως την ανησυχία του για την τύχη των λαθρομεταναστών και σημείωσε ότι θα ασκήσει την επιρροή του στους αρμόδιους υπουργούς για να εξευρεθεί λύση- κίνηση άκομψη, για πολλούς. Σε ποιο κυβερνητικό όργανο θα μπορούσε, όμως, να διατυπώσει την άποψή του; Σε κανένα, προφανώς. Εδώ ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Θ. Πάγκαλος δήλωσε ότι αν ρωτούσαν τη γνώμη του (άρα, δεν τη ρώτησαν) θα έλεγε να τους βγάλουν αμέσως από την Υπατία -πράγμα που σημαίνει ότι δεν συμφωνεί με τους έως τώρα χειρισμούς. Όλα αυτά δε, δημοσίως, με τον πρωθυπουργό να παρακολουθεί!
Αυτό είναι το πιο πρόσφατο παράδειγμα του κυβερνητικού αλαλούμ και ήρθε να προστεθεί στις διαταραγμένες σχέσεις του Ραγκούση με Παπακωνσταντίνου και Παπουτσή, του Παπακωνσταντίνου με Κατσέλη, της Μπιρμπίλη και του Γερουλάνου με όλους, καθώς και στον αυτοπεριορισμό της Διαμαντοπούλου, του Λοβέρδου του Χρυσοχοΐδη και του Σκανδαλίδη, αυστηρά στα καθήκοντά τους (με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την κυβερνητική αποτελεσματικότητα)!
Από όποια γωνία και αν προσεγγίσεις το θέμα, είναι αδύνατον να καταλάβεις -και να δικαιολογήσεις- το γεγονός ότι εδώ και 17 μήνες, με τη χώρα υπό πτώχευση, οι «κεφαλές» της κυβερνώσας παράταξης δεν κουβεντιάζουν γύρω από ένα τραπέζι, δεν συναξιολογούν την κατάσταση και δεν αναζητούν από κοινού λύσεις. Τα πράγματα, όμως, έχουν φτάσει σε οριακό σημείο πια. Η κατάσταση δεν μπορεί να πάει μακριά έτσι. Το επόμενο διάστημα θα χρειαστεί να ληφθούν νέες επώδυνες αποφάσεις, που θα πυροδοτήσουν οξύτερες αντιδράσεις -σε ένα περιβάλλον εντεινόμενης κοινωνικής απαισιοδοξίας. Ή ο Γιώργος Παπανδρέου θα αποφασίσει να διευθύνει ο ίδιος το κυβερνητικό σχήμα (αλλάζοντας άρδην τις δομές του υπουργικού συμβουλίου) ή θα πάει σε εκλογές, όσο ακόμη μπορεί να ελπίζει ότι θα τις κερδίσει.
Ποιος θα πληρώσει, στο τέλος, τον λογαριασμό; Δυστυχώς όλοι μας. Έτσι κι αλλιώς…
Καθοριστικό ρόλο παίζει, ασφαλώς, το ιδιαίτερο βάρος των προβλημάτων. Περισσότερο, όμως, πιστεύω πως είναι η παγιούμενη αίσθηση της αδιέξοδης πορείας και ο φόβος που παράγει η ανυπαρξία ενδοκυβερνητικής αλληλεγγύης. Κανείς δεν πιστεύει σήμερα ότι το μνημόνιο μπορεί, από μόνο του, να βγάλει τη χώρα από την αβυσσαλέα κρίση χρέους -παρά τις ισοπεδωτικές επιπτώσεις στη ζωή των πολιτών.
Ο γερμανικός νεο-εθνικισμός δεν πρόκειται να μας συγχωρέσει ότι ζήσαμε 20 ευτυχισμένα χρόνια με δανεικά και, πιθανότατα, δεν πρόκειται να μας επιτρέψει να επαναγοράσουμε τμήμα -έστω- του χρέους μας. Η κυβέρνηση Μέρκελ δεν αντιλαμβάνεται ως «θυσίες» τις τεράστιες εισοδηματικές απώλειες των Ελλήνων, αλλά ως επιστροφή στις πραγματικές δυνατότητές τους. Τί σημαίνει αυτό; Ότι μας ράβει νέο, πολύ στενότερο, κοστούμι για την επόμενη 20ετία. Νέα μέτρα, κι άλλα κι άλλα μέτρα, πολύ πέραν του μνημονίου, έως ότου το επίπεδο της ζωής μας φτάσει εκεί που ήταν πριν από 20 χρόνια. Και βλέπουμε…
Ποιος από τους «καπεταναίους» του κυβερνητικού στρατεύματος μπορεί με ειλικρίνεια να μιλήσει γι’ αυτό δημοσίως; Ποιος μπορεί να πει ότι όσα ζούμε δεν είναι κρίση -και, άρα, δεν θα ξεπεραστεί μετά από δύο, τρία, πέντε χρόνια- αλλά μια νέα, πικρή πραγματικότητα, που θα διαρκέσει δύο δεκαετίες; Κανένας, νομίζω.
Αν αυτό είναι το ένα μεγάλο πρόβλημα, το άλλο είναι ότι η κυβέρνηση δείχνει, πλέον, «σκορποχώρι». Η σφοδρή σύγκρουση Βενιζέλου – Ραγκούση, απλώς δημοσιοποίησε στο πανελλήνιο κάτι ήδη γνωστό στο πολιτικό προσωπικό και τους δημοσιογράφους. Τα μεγάλα προβλήματα της χώρας δεν συζητώνται συντεταγμένα στα κυβερνητικά όργανα, με αποτέλεσμα κάθε υπουργός να χειρίζεται μόνος του τις κρίσεις που ξεσπούν στον τομέα ευθύνης του και, βεβαίως, μόνος του να «λούζεται» τα πιθανά αρνητικά αποτελέσματα.
Ο Βενιζέλος εξέφρασε δημοσίως την ανησυχία του για την τύχη των λαθρομεταναστών και σημείωσε ότι θα ασκήσει την επιρροή του στους αρμόδιους υπουργούς για να εξευρεθεί λύση- κίνηση άκομψη, για πολλούς. Σε ποιο κυβερνητικό όργανο θα μπορούσε, όμως, να διατυπώσει την άποψή του; Σε κανένα, προφανώς. Εδώ ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Θ. Πάγκαλος δήλωσε ότι αν ρωτούσαν τη γνώμη του (άρα, δεν τη ρώτησαν) θα έλεγε να τους βγάλουν αμέσως από την Υπατία -πράγμα που σημαίνει ότι δεν συμφωνεί με τους έως τώρα χειρισμούς. Όλα αυτά δε, δημοσίως, με τον πρωθυπουργό να παρακολουθεί!
Αυτό είναι το πιο πρόσφατο παράδειγμα του κυβερνητικού αλαλούμ και ήρθε να προστεθεί στις διαταραγμένες σχέσεις του Ραγκούση με Παπακωνσταντίνου και Παπουτσή, του Παπακωνσταντίνου με Κατσέλη, της Μπιρμπίλη και του Γερουλάνου με όλους, καθώς και στον αυτοπεριορισμό της Διαμαντοπούλου, του Λοβέρδου του Χρυσοχοΐδη και του Σκανδαλίδη, αυστηρά στα καθήκοντά τους (με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την κυβερνητική αποτελεσματικότητα)!
Από όποια γωνία και αν προσεγγίσεις το θέμα, είναι αδύνατον να καταλάβεις -και να δικαιολογήσεις- το γεγονός ότι εδώ και 17 μήνες, με τη χώρα υπό πτώχευση, οι «κεφαλές» της κυβερνώσας παράταξης δεν κουβεντιάζουν γύρω από ένα τραπέζι, δεν συναξιολογούν την κατάσταση και δεν αναζητούν από κοινού λύσεις. Τα πράγματα, όμως, έχουν φτάσει σε οριακό σημείο πια. Η κατάσταση δεν μπορεί να πάει μακριά έτσι. Το επόμενο διάστημα θα χρειαστεί να ληφθούν νέες επώδυνες αποφάσεις, που θα πυροδοτήσουν οξύτερες αντιδράσεις -σε ένα περιβάλλον εντεινόμενης κοινωνικής απαισιοδοξίας. Ή ο Γιώργος Παπανδρέου θα αποφασίσει να διευθύνει ο ίδιος το κυβερνητικό σχήμα (αλλάζοντας άρδην τις δομές του υπουργικού συμβουλίου) ή θα πάει σε εκλογές, όσο ακόμη μπορεί να ελπίζει ότι θα τις κερδίσει.
Ποιος θα πληρώσει, στο τέλος, τον λογαριασμό; Δυστυχώς όλοι μας. Έτσι κι αλλιώς…
aixmi.gr