Έφυγε από το χωριό του τα Φρατζεσκιανά Μετόχια Ρεθύμνου και κατέληξε να γίνει μόνιμος κάτοικος της… Σαχάρας δημιουργώντας έναν θρύλο γύρω από το...
όνομα του. Ο Αντρέας Κατζουράκης ήταν ο Κρητικός που λατρεύτηκε σαν θεός από τους Βεδουίνους και τις φυλές της ερήμου.
Ηταν ένας ζωντανός θρύλος που έγινε ο φόβος και ο τρόμος των Ιταλών κατακτητών κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η ζωή του έγινε ρεπορτάζ το 1951 στην εφημερίδα «Chicago Daily News» και βιβλίο από την Αγγλίδα συγγραφέα Μπάρμπαρα Τόι με τίτλο «The fool in the desert» («Ενας τρελός στην έρημο»). Μια ζωή σαν παραμύθι...
Αν κανείς ξεσκονίσει τους επιτελικούς βρετανικούς στρατιωτικούς χάρτες, στο κεφάλαιο «Σαχάρα» θα δει μια κουκκίδα με την επιγραφή «Μπάρα Αντρία», που στα ελληνικά μεταφράζεται το «Βουνό του Αντρέα». Ο λόγος για τον Ρεθυμνιώτη Αντρέα Κατζουράκη, ο οποίος στα δεκατέσσερα χρόνια του λόγω οικονομικών δυσχερειών έφυγε από το χωριό του, τα Φρατζεσκιανά Μετόχια, και το καλοκαίρι του 1930 ταξίδεψε στη Βεγγάζη αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Για δέκα ολόκληρα χρόνια, μέχρι να ξεσπάσει ο πόλεμος, δούλεψε σκληρά και δημιούργησε τις δικές του μικρές επιχειρήσεις (αγροτικές και κτηνοτροφικές), αποκτώντας παράλληλα ισχυρούς δεσμούς φιλίας με τον πληθυσμό της Λιβύης.
Η ιστορία της ζωής του, οι σημειώσεις από το προσωπικό του ημερολόγιο, η επιχειρηματική δράση του και τα ανδραγαθήματά του κατά την εισβολή των δυνάμεων του Αξονα στη Βόρειο Αφρική συγκεντρώθηκαν από τον γιο του Στέλιο Κατζουράκη στο βιβλίο με τον τίτλο «Ο Αντρία της Σαχάρας», το οποίο εξέδωσαν οι εκδόσεις Ακρίτας το 2006.
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, όταν οι Ιταλοί είχαν καταλάβει τη Λιβύη και προετοίμαζαν το έδαφος για το μέτωπο της Βορείου Αφρικής, τον βρήκε στην περιοχή της Κούφρας, στη μέση της ερήμου. Εκεί οι Ιταλοί διατηρούσαν φρούριο και μάλιστα η δύναμη της φρουράς ήταν καθαρόαιμα μέλη του φασιστικού κόμματος του Μουσολίνι. Ο Αντρέας έβαλε σε δεύτερη μοίρα τις δουλείες του και πολέμησε με τον δικό του τρόπο στο πλευρό των συμμάχων. Τα κατορθώματά του τον κατέστησαν πολύ γρήγορα ζωντανό θρύλο για τους Αγγλους και τους Λίβυους, ενώ στις δυνάμεις του Αξονα και κυρίως στους Ιταλούς προκαλούσε φόβο και τρόμο.
«Στη Λιβύη ήταν δύσκολο να βρεις φίλους» γράφει στο ημερολόγιό του ο Ανδρέας. «Ομως, όταν έκανες κάποιον φίλο, ήξερες ότι θα ήταν φίλος σου για πάντα. Οι Αραβες της Λιβύης και προπαντός εκείνοι της Ζουεντίνας μας φέρονταν φιλικά και μας αγαπούσαν. Ο αδερφός μου εφοδίαζε και εξυπηρετούσε συνέχεια τους αντάρτες στον αγώνα τους κατά των Ιταλών. Αλλες πάλι φορές και εγώ και ο αδερφός μου μπαίναμε στη μέση για να σταματήσουν οι αγριότητες των Ιταλών κατά των Αράβων. Η συμπεριφορά μας δημιούργησε ισχυρούς δεσμούς με τους ντόπιους».
Στις 9 Δεκεμβρίου του 1940 οι Ιταλοί τον συλλαμβάνουν και ανήμερα των Χριστουγέννων του ανακοινώνουν ότι θα εκτελεστεί στη Βεγγάζη. Ενδεικτικό του φόβου των Ιταλών είναι το γεγονός πως η μεταφορά του από την Κούφρα στη Βεγγάζη έγινε αεροπορικώς με τη συνοδεία εξήντα στρατιωτών, αφού υπήρχε έντονη ανησυχία ότι οι ντόπιοι Αραβες θα έστηναν ενέδρα σε οποιαδήποτε αυτοκινητοπομπή για να τον απελευθερώσουν.
ΑΦΟΠΛΙΣΕ 50 ΙΤΑΛΟΥΣ
Οπως ο ίδιος περιγράφει στο ημερολόγιό του, ανέλαβε δράση αμέσως. Ανοιξε τις αποθήκες του στρατοπέδου και μοίρασε τα όπλα στους αιχμαλώτους.
«Το τρίτο βράδυ ακούστηκαν δυνατά χτυπήματα σε μία από τις δύο πόρτες του στρατοπέδου. Ηταν περίπου πενήντα Ιταλοί στρατιώτες με έναν αξιωματικό, απομεινάρια της μάχης της Ζουεντίνα. Βγαίνω έξω από την πύλη μόνος μου. Φοράω ένα αγγλικό στρατιωτικό σορτσάκι και έναν μπερέ. Είμαι ντυμένος σαν Γκαρίτ (πληρώματα τεθωρακισμένων στη Βόρειο Αφρική).
...ΚΑΙ ΑΙΧΜΑΛΩΤΙΣΕ 7.000
Οι περιπέτειες του «τρελοκρητικού» δεν είχαν τελειωμό. Ακούγεται απίστευτο, όμως την επόμενη μέρα με τη δύναμη μόνο εκατό Ελλήνων ο Κατζουράκης αιχμαλώτισε επτά χιλιάδες Ιταλούς χωρίς να ανοίξει ούτε ρουθούνι! Το θάρρος και η ευστροφία του τον βοήθησαν όταν την επόμενη μέρα μέσα σε ένα σύννεφο άμμου πλησίασε στην περιοχή το 85ο Σύνταγμα Πεζικού των Ιταλών με δύναμη επτά χιλιάδες χιλιάδων ανδρών. Μέσα στο στρατόπεδο υπήρχαν, εκτός από τους πενήντα Ιταλούς αιχμαλώτους, άλλοι εκατόν ογδόντα Ελληνες, οι περισσότεροι από τους οποίους δεν ήξεραν πώς να πυροβολήσουν:
ΜΟΝΟΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ 11 ΓΕΡΜΑΝΩΝ
Αλλη μία απίστευτη περιπέτεια ο «τρελός της ερήμου» έζησε έξω από το Τομπρούκ, όταν τα γερμανικά τάγματα Αφρικα Κορπς κυνηγούσαν μια ομάδα εξήντα συμμάχων φαντάρων μέσα στην καυτή έρημο, οι οποίοι έπρεπε να φτάσουν το συντομότερο στις γραμμές των Αγγλων για να σωθούν. Ο Κατζουράκης δεν το σκέφτηκε πολύ:
Εδωσε το όνομά του σε βουνό και δρόμο
Η έρημος της Σαχάρας ήταν για τον Ανδρέα το δεύτερο σπίτι του. Περπατούσε πάνω της με κλειστά μάτια, την αφουγκραζόταν, της μιλούσε και εκείνη τον άκουγε. Ηξερε τα περάσματα και τις οάσεις σπιθαμή προς σπιθαμή, όπως οι νομάδες της ερήμου. Μόλις ο πόλεμος τελείωσε, ο «τρελός της ερήμου», όπως τον αποκαλούσαν συχνά οι Εγγλέζοι, παρέμεινε στη Λιβύη και μεγαλούργησε.
Ατυπος δικαστής
Ο Ανδρέας Κατζουράκης γνώριζε τις διαλέκτους, τα ήθη και τα έθιμα όλων των φυλών. Δεν ήταν λίγες οι φορές που τον καλούσαν στα χωριά τους για να επιλύσει εκείνος σαν ένας άτυπος δικαστής τις όποιες διαφορές τους. Ακόμη και ο βασιλιάς της Λιβύης, ο Ιντρίς Ελ Αλουάλ, του ανέθεσε τη μεταφορά των οστών του πατέρα του από την Κούρφα στη Βεγγάζη.
Η χάραξη δρόμου
Το 1972, με το νέο καθεστώς, ο υπουργός Εθνικής Αμυνας του Καντάφι, ο Μουμπάρακ Γιουνές, του ζήτησε εκ μέρους της «λαϊκής» κυβέρνησης να βοηθήσει στη χάραξη του δρόμου που θα συνέδεε τα παράλια της Λιβύης με τις οάσεις στην ενδοχώρα. Ο Αντρέας ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που γνώριζε τη διαδρομή που δεν σκεπάζεται ποτέ από άμμο, όταν φυσά δαιμονισμένα ο αναθεματισμένος άνεμος Κίμπλι.
Το τέλος της ζωής του
«Εκεί μας πήγαν σε ένα στρατόπεδο αιχμαλώτων. Βρήκα τον αδερφό μου αλλά και πολλούς άλλους Ελληνες. Κρητικούς και Δωδεκανήσιους. Σφιχταγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε και το ρίξαμε στο γλέντι. Οι Ιταλοί φρουροί απορούσαν πού βρίσκαμε το κουράγιο. Σε λίγες μέρες θα μας εκτελούσαν κι εμείς γλεντούσαμε. Εντελώς ξαφνικά, το σκηνικό ανατράπηκε. Είχε φτάσει ο Φλεβάρης του ’41 και ένα πρωινό οι Ιταλοί εγκατέλειψαν το στρατόπεδο. Οι Σύμμαχοι είχαν αποβιβαστεί στη Βόρειο Αφρική και προχωρούσαν προς τα μέρη μας. Το στρατόπεδο ήταν άδειο».
Με πλησιάζει ο αξιωματικός. Με ρωτάει τι κυβέρνηση έχουμε. Του λέω ότι δυστυχώς για εσάς έχουμε συμμαχική κυβέρνηση. Παραδοθείτε, δώστε μας τα όπλα σας και θα σας αφήσουμε να μπείτε μέσα να ξεκουραστείτε και να φάτε. Αιφνιδιάστηκαν και κοίταζαν ο ένας τον άλλον. Χωρίς να χάσω ευκαιρία φωνάζω μία διμοιρία δικών μας από το στρατόπεδο και με τα όπλα στο χέρι τους αφοπλίζουμε ήρεμα».
«Κάτι έπρεπε να κάνω προτού καταλάβουν οι Ιταλοί ότι ήμασταν άοπλοι και ακίνδυνοι. Βάζω ένα πιστόλι στη μέση και βγαίνω έξω από τις πύλες και περιμένω του Ιταλούς. Επικεφαλής τους είναι ο στρατηγός Μπόμπι. Δεν φορούσα γαλόνια, αλλά παρίστανα τον αξιωματικό. Αποφάσισα να τα παίξω όλα για όλα. Τζενεράλε, λέω στον Μπόμπι, έρχομαι εκ μέρους του αρχηγού του στρατοπέδου. Σας διαβεβαιώνω ότι μόλις γυρίσω την πλάτη μου θα σας θερίσουν με τα πολυβόλα. Το καθήκον σας το κάνατε. Η δύναμή μας είναι τεράστια. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Οι Ιταλοί πετούσαν στα πόδια μου τα όπλα τους. Η μπλόφα μου πέτυχε».
«Είχα μια ιταλική Μπερέτα. Πήδηξα κάτω από το τελευταίο φορτηγό και κρύφτηκα στο πλάι του δρόμου, στη μέση της ερήμου, πίσω από μια μικρή, πέτρινη κολόνα που χρησίμευε σαν χιλιομετροδείκτης. Πρόλαβα να μετρήσω έντεκα Γερμανούς μοτοσικλετιστές που προπορεύονταν. Τι είναι μια ζωή μπροστά σε εξήντα, σκέφτηκα. Αδειασα την πρώτη γεμιστήρα μου πάνω τους. Πέντε νεκροί. Τη στιγμή που άλλαζα γεμιστήρα, οι υπόλοιποι έξι έκαναν μεταβολή και γύρισαν να ειδοποιήσουν το υπόλοιπο σώμα ότι έπεσαν σε μεγάλη ενέδρα. Εβαλα φτερά στα πόδια μόλις έκαναν πίσω και έτρεξα στους δικούς μου που συνέχιζαν. Τους πρόλαβα μέσα από παράδρομους και έκοβα δρόμο μέσα από σημεία της ερήμου που γνώριζα πολύ καλά...».
Συνέχισε το εμπόριο χουρμάδων και δερμάτινων ειδών που είχε αφήσει στη μέση, ενώ οι Λίβυοι για να τον τιμήσουν έδωσαν το όνομά του σε βουνά και σε δρόμους. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο δρόμος 1.500 χιλιομέτρων από την Αγκεντάμπα ‘έως την Κούρφα, στη μέση της ερήμου, που ο ίδιος χάραξε, ονομάστηκε «Ταρίγκ Αντρία», που σημαίνει «ο δρόμος του Ανδρέα».
Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν και αποφασίζει να επιστρέψει στην Ελλάδα, είναι πια εξήντα επτά ετών. Ομως, δεν πρόλαβε να χαρεί τα πάτρια εδάφη. Μόλις δύο μήνες μετά την επιστροφή του στα Φρατζεσκιανά Μετόχια η καρδιά του τον πρόδωσε. Οπως λέει ο γιος του, ο Κρητίκαρος Ανδρέας Κατζουράκης υπάρχει έντονα στη σκέψη των ανθρώπων της ερήμου, οι οποίοι πιστεύουν με πάθος ότι είναι θαμμένος εκεί και τους προστατεύει
Ηταν ένας ζωντανός θρύλος που έγινε ο φόβος και ο τρόμος των Ιταλών κατακτητών κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η ζωή του έγινε ρεπορτάζ το 1951 στην εφημερίδα «Chicago Daily News» και βιβλίο από την Αγγλίδα συγγραφέα Μπάρμπαρα Τόι με τίτλο «The fool in the desert» («Ενας τρελός στην έρημο»). Μια ζωή σαν παραμύθι...
Αν κανείς ξεσκονίσει τους επιτελικούς βρετανικούς στρατιωτικούς χάρτες, στο κεφάλαιο «Σαχάρα» θα δει μια κουκκίδα με την επιγραφή «Μπάρα Αντρία», που στα ελληνικά μεταφράζεται το «Βουνό του Αντρέα». Ο λόγος για τον Ρεθυμνιώτη Αντρέα Κατζουράκη, ο οποίος στα δεκατέσσερα χρόνια του λόγω οικονομικών δυσχερειών έφυγε από το χωριό του, τα Φρατζεσκιανά Μετόχια, και το καλοκαίρι του 1930 ταξίδεψε στη Βεγγάζη αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Για δέκα ολόκληρα χρόνια, μέχρι να ξεσπάσει ο πόλεμος, δούλεψε σκληρά και δημιούργησε τις δικές του μικρές επιχειρήσεις (αγροτικές και κτηνοτροφικές), αποκτώντας παράλληλα ισχυρούς δεσμούς φιλίας με τον πληθυσμό της Λιβύης.
Η ιστορία της ζωής του, οι σημειώσεις από το προσωπικό του ημερολόγιο, η επιχειρηματική δράση του και τα ανδραγαθήματά του κατά την εισβολή των δυνάμεων του Αξονα στη Βόρειο Αφρική συγκεντρώθηκαν από τον γιο του Στέλιο Κατζουράκη στο βιβλίο με τον τίτλο «Ο Αντρία της Σαχάρας», το οποίο εξέδωσαν οι εκδόσεις Ακρίτας το 2006.
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, όταν οι Ιταλοί είχαν καταλάβει τη Λιβύη και προετοίμαζαν το έδαφος για το μέτωπο της Βορείου Αφρικής, τον βρήκε στην περιοχή της Κούφρας, στη μέση της ερήμου. Εκεί οι Ιταλοί διατηρούσαν φρούριο και μάλιστα η δύναμη της φρουράς ήταν καθαρόαιμα μέλη του φασιστικού κόμματος του Μουσολίνι. Ο Αντρέας έβαλε σε δεύτερη μοίρα τις δουλείες του και πολέμησε με τον δικό του τρόπο στο πλευρό των συμμάχων. Τα κατορθώματά του τον κατέστησαν πολύ γρήγορα ζωντανό θρύλο για τους Αγγλους και τους Λίβυους, ενώ στις δυνάμεις του Αξονα και κυρίως στους Ιταλούς προκαλούσε φόβο και τρόμο.
«Στη Λιβύη ήταν δύσκολο να βρεις φίλους» γράφει στο ημερολόγιό του ο Ανδρέας. «Ομως, όταν έκανες κάποιον φίλο, ήξερες ότι θα ήταν φίλος σου για πάντα. Οι Αραβες της Λιβύης και προπαντός εκείνοι της Ζουεντίνας μας φέρονταν φιλικά και μας αγαπούσαν. Ο αδερφός μου εφοδίαζε και εξυπηρετούσε συνέχεια τους αντάρτες στον αγώνα τους κατά των Ιταλών. Αλλες πάλι φορές και εγώ και ο αδερφός μου μπαίναμε στη μέση για να σταματήσουν οι αγριότητες των Ιταλών κατά των Αράβων. Η συμπεριφορά μας δημιούργησε ισχυρούς δεσμούς με τους ντόπιους».
Στις 9 Δεκεμβρίου του 1940 οι Ιταλοί τον συλλαμβάνουν και ανήμερα των Χριστουγέννων του ανακοινώνουν ότι θα εκτελεστεί στη Βεγγάζη. Ενδεικτικό του φόβου των Ιταλών είναι το γεγονός πως η μεταφορά του από την Κούφρα στη Βεγγάζη έγινε αεροπορικώς με τη συνοδεία εξήντα στρατιωτών, αφού υπήρχε έντονη ανησυχία ότι οι ντόπιοι Αραβες θα έστηναν ενέδρα σε οποιαδήποτε αυτοκινητοπομπή για να τον απελευθερώσουν.
ΑΦΟΠΛΙΣΕ 50 ΙΤΑΛΟΥΣ
Οπως ο ίδιος περιγράφει στο ημερολόγιό του, ανέλαβε δράση αμέσως. Ανοιξε τις αποθήκες του στρατοπέδου και μοίρασε τα όπλα στους αιχμαλώτους.
«Το τρίτο βράδυ ακούστηκαν δυνατά χτυπήματα σε μία από τις δύο πόρτες του στρατοπέδου. Ηταν περίπου πενήντα Ιταλοί στρατιώτες με έναν αξιωματικό, απομεινάρια της μάχης της Ζουεντίνα. Βγαίνω έξω από την πύλη μόνος μου. Φοράω ένα αγγλικό στρατιωτικό σορτσάκι και έναν μπερέ. Είμαι ντυμένος σαν Γκαρίτ (πληρώματα τεθωρακισμένων στη Βόρειο Αφρική).
...ΚΑΙ ΑΙΧΜΑΛΩΤΙΣΕ 7.000
Οι περιπέτειες του «τρελοκρητικού» δεν είχαν τελειωμό. Ακούγεται απίστευτο, όμως την επόμενη μέρα με τη δύναμη μόνο εκατό Ελλήνων ο Κατζουράκης αιχμαλώτισε επτά χιλιάδες Ιταλούς χωρίς να ανοίξει ούτε ρουθούνι! Το θάρρος και η ευστροφία του τον βοήθησαν όταν την επόμενη μέρα μέσα σε ένα σύννεφο άμμου πλησίασε στην περιοχή το 85ο Σύνταγμα Πεζικού των Ιταλών με δύναμη επτά χιλιάδες χιλιάδων ανδρών. Μέσα στο στρατόπεδο υπήρχαν, εκτός από τους πενήντα Ιταλούς αιχμαλώτους, άλλοι εκατόν ογδόντα Ελληνες, οι περισσότεροι από τους οποίους δεν ήξεραν πώς να πυροβολήσουν:
ΜΟΝΟΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ 11 ΓΕΡΜΑΝΩΝ
Αλλη μία απίστευτη περιπέτεια ο «τρελός της ερήμου» έζησε έξω από το Τομπρούκ, όταν τα γερμανικά τάγματα Αφρικα Κορπς κυνηγούσαν μια ομάδα εξήντα συμμάχων φαντάρων μέσα στην καυτή έρημο, οι οποίοι έπρεπε να φτάσουν το συντομότερο στις γραμμές των Αγγλων για να σωθούν. Ο Κατζουράκης δεν το σκέφτηκε πολύ:
Εδωσε το όνομά του σε βουνό και δρόμο
Η έρημος της Σαχάρας ήταν για τον Ανδρέα το δεύτερο σπίτι του. Περπατούσε πάνω της με κλειστά μάτια, την αφουγκραζόταν, της μιλούσε και εκείνη τον άκουγε. Ηξερε τα περάσματα και τις οάσεις σπιθαμή προς σπιθαμή, όπως οι νομάδες της ερήμου. Μόλις ο πόλεμος τελείωσε, ο «τρελός της ερήμου», όπως τον αποκαλούσαν συχνά οι Εγγλέζοι, παρέμεινε στη Λιβύη και μεγαλούργησε.
Ατυπος δικαστής
Ο Ανδρέας Κατζουράκης γνώριζε τις διαλέκτους, τα ήθη και τα έθιμα όλων των φυλών. Δεν ήταν λίγες οι φορές που τον καλούσαν στα χωριά τους για να επιλύσει εκείνος σαν ένας άτυπος δικαστής τις όποιες διαφορές τους. Ακόμη και ο βασιλιάς της Λιβύης, ο Ιντρίς Ελ Αλουάλ, του ανέθεσε τη μεταφορά των οστών του πατέρα του από την Κούρφα στη Βεγγάζη.
Η χάραξη δρόμου
Το 1972, με το νέο καθεστώς, ο υπουργός Εθνικής Αμυνας του Καντάφι, ο Μουμπάρακ Γιουνές, του ζήτησε εκ μέρους της «λαϊκής» κυβέρνησης να βοηθήσει στη χάραξη του δρόμου που θα συνέδεε τα παράλια της Λιβύης με τις οάσεις στην ενδοχώρα. Ο Αντρέας ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που γνώριζε τη διαδρομή που δεν σκεπάζεται ποτέ από άμμο, όταν φυσά δαιμονισμένα ο αναθεματισμένος άνεμος Κίμπλι.
Το τέλος της ζωής του
«Εκεί μας πήγαν σε ένα στρατόπεδο αιχμαλώτων. Βρήκα τον αδερφό μου αλλά και πολλούς άλλους Ελληνες. Κρητικούς και Δωδεκανήσιους. Σφιχταγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε και το ρίξαμε στο γλέντι. Οι Ιταλοί φρουροί απορούσαν πού βρίσκαμε το κουράγιο. Σε λίγες μέρες θα μας εκτελούσαν κι εμείς γλεντούσαμε. Εντελώς ξαφνικά, το σκηνικό ανατράπηκε. Είχε φτάσει ο Φλεβάρης του ’41 και ένα πρωινό οι Ιταλοί εγκατέλειψαν το στρατόπεδο. Οι Σύμμαχοι είχαν αποβιβαστεί στη Βόρειο Αφρική και προχωρούσαν προς τα μέρη μας. Το στρατόπεδο ήταν άδειο».
Με πλησιάζει ο αξιωματικός. Με ρωτάει τι κυβέρνηση έχουμε. Του λέω ότι δυστυχώς για εσάς έχουμε συμμαχική κυβέρνηση. Παραδοθείτε, δώστε μας τα όπλα σας και θα σας αφήσουμε να μπείτε μέσα να ξεκουραστείτε και να φάτε. Αιφνιδιάστηκαν και κοίταζαν ο ένας τον άλλον. Χωρίς να χάσω ευκαιρία φωνάζω μία διμοιρία δικών μας από το στρατόπεδο και με τα όπλα στο χέρι τους αφοπλίζουμε ήρεμα».
«Κάτι έπρεπε να κάνω προτού καταλάβουν οι Ιταλοί ότι ήμασταν άοπλοι και ακίνδυνοι. Βάζω ένα πιστόλι στη μέση και βγαίνω έξω από τις πύλες και περιμένω του Ιταλούς. Επικεφαλής τους είναι ο στρατηγός Μπόμπι. Δεν φορούσα γαλόνια, αλλά παρίστανα τον αξιωματικό. Αποφάσισα να τα παίξω όλα για όλα. Τζενεράλε, λέω στον Μπόμπι, έρχομαι εκ μέρους του αρχηγού του στρατοπέδου. Σας διαβεβαιώνω ότι μόλις γυρίσω την πλάτη μου θα σας θερίσουν με τα πολυβόλα. Το καθήκον σας το κάνατε. Η δύναμή μας είναι τεράστια. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Οι Ιταλοί πετούσαν στα πόδια μου τα όπλα τους. Η μπλόφα μου πέτυχε».
«Είχα μια ιταλική Μπερέτα. Πήδηξα κάτω από το τελευταίο φορτηγό και κρύφτηκα στο πλάι του δρόμου, στη μέση της ερήμου, πίσω από μια μικρή, πέτρινη κολόνα που χρησίμευε σαν χιλιομετροδείκτης. Πρόλαβα να μετρήσω έντεκα Γερμανούς μοτοσικλετιστές που προπορεύονταν. Τι είναι μια ζωή μπροστά σε εξήντα, σκέφτηκα. Αδειασα την πρώτη γεμιστήρα μου πάνω τους. Πέντε νεκροί. Τη στιγμή που άλλαζα γεμιστήρα, οι υπόλοιποι έξι έκαναν μεταβολή και γύρισαν να ειδοποιήσουν το υπόλοιπο σώμα ότι έπεσαν σε μεγάλη ενέδρα. Εβαλα φτερά στα πόδια μόλις έκαναν πίσω και έτρεξα στους δικούς μου που συνέχιζαν. Τους πρόλαβα μέσα από παράδρομους και έκοβα δρόμο μέσα από σημεία της ερήμου που γνώριζα πολύ καλά...».
Συνέχισε το εμπόριο χουρμάδων και δερμάτινων ειδών που είχε αφήσει στη μέση, ενώ οι Λίβυοι για να τον τιμήσουν έδωσαν το όνομά του σε βουνά και σε δρόμους. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο δρόμος 1.500 χιλιομέτρων από την Αγκεντάμπα ‘έως την Κούρφα, στη μέση της ερήμου, που ο ίδιος χάραξε, ονομάστηκε «Ταρίγκ Αντρία», που σημαίνει «ο δρόμος του Ανδρέα».
Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν και αποφασίζει να επιστρέψει στην Ελλάδα, είναι πια εξήντα επτά ετών. Ομως, δεν πρόλαβε να χαρεί τα πάτρια εδάφη. Μόλις δύο μήνες μετά την επιστροφή του στα Φρατζεσκιανά Μετόχια η καρδιά του τον πρόδωσε. Οπως λέει ο γιος του, ο Κρητίκαρος Ανδρέας Κατζουράκης υπάρχει έντονα στη σκέψη των ανθρώπων της ερήμου, οι οποίοι πιστεύουν με πάθος ότι είναι θαμμένος εκεί και τους προστατεύει
kritinea.gr