Του Θεολόγου Αλεξανδράτου
Όταν τον Σεπτέμβριο του 1997 η ΔΟΕ ανέθετε στην Ελλάδα την διοργάνωση
των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, η χώρα καταλήφθηκε από ντελίριο χαράς.Λίγες, απομονωμένες και –εν τέλει αδύναμες- φωνές απέμειναν να τονίζουν ότι δεν ήμασταν για τέτοια μεγαλεία. Ότι θα καταστρεφόμασταν οικονομικά χωρίς να αποκομίσει ο τόπος οφέλη.
Αυτές οι φωνές πνίγηκαν αφού η δύναμη των γνωστών τύπων που θα πλούτιζαν (κι άλλο) με τους αγώνες και τα συμπαραμαρτυρούντα ήταν μεγάλη. Η Ελλάδα ξόδεψε εκατομμύρια ευρώ σε άχρηστα συστήματα ασφαλείας, σε αθλητικές εγκαταστάσεις που έπηξαν κι άλλο την Αθήνα στο μπετόν και τώρα αραχνιάζουν, στο τραμ που ελάχιστα βοηθάει τους κατοίκους της πόλης και σε άλλα.
Εκτός όμως από την οικονομική, ήρθε και η αθλητική καταστροφή. Μέχρι τη δεκαετία του 1990, η Ελλάδα είχε σπάνιες και αληθινές επιτυχίες στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Το 1992 οι απρόσμενες εκπλήξεις από τον Πύρρο Δήμα και τη Βούλα Πατουλίδου αφύπνισαν τον κόσμο που πανηγύρισε με την ψυχή του τα δύο μετάλλια.
Δυστυχώς, αφυπνίστηκε και η πολιτεία. Ο (τότε) υφυπουργός Γιώργος Λιάνης κατηγορήθηκε για τη δημιουργία του περιβόητου σχεδίου «Κόροιβος» με εκτελεστή τον γνωστό και μη εξαιρετέο Χρήστο Τζέκο, ο (τότε) υπουργός Πολιτισμού Ευάγγελος Βενιζέλος ίδρυε ανύπαρκτα σωματεία (πχ. Σπάρτακος) για να διοχετεύονται κονδύλια προς τον Τζέκο και αυτός να κάνει τις δουλειές του.
Στο βωμό των μεταλλίων και της εφήμερης χαράς, το κράτος προσέφερε άρτο και θέαμα στον αφελή κόσμο, με σκοπό να δείξει την άνθηση (εδώ γελάμε) της χώρας μέσω του αθλητισμού.
Το 1996, στην Ατλάντα –και με την πρώτη απόπειρα διοργάνωσης των αγώνων να έχει αποτύχει-, ήρθε η αγωνιστική έκρηξη. Από το πουθενά η Ελλάδα γύρισε με 8 μετάλλια (!) στις αποσκευές της. Πριν από αυτό, και με εξαίρεση το 1896 και τους πρώτους σύγχρονους αγώνες όπου η πλειοψηφία των αθλητών ήταν Έλληνες και κέρδισαν 46 μετάλλια, η χώρα μας είχε πάρει 21 σε 22 διοργανώσεις. Ούτε ένα ανά συμμετοχή δηλαδή.
Στο Σίντνεϊ –και ενόψει 2004- η «μηχανή» δούλευε στο «φουλ». 13 μετάλλια, εκ των οποίων τα 4 χρυσά και η Ελλάδα ξαφνικά έγινε μεγάλη δύναμη. Όλοι πανηγύριζαν, όλοι καμάρωναν, όλοι έσπευδαν να βγουν φωτογραφία με τους «ήρωες». Κανείς δεν αναρωτιόταν πως νέες κοπέλες είχαν τριχοφυΐα σαν… άντρες στο πρόσωπο, πως άλλα κορίτσια είχαν προτεταμένα πηγούνια σαν τον… Γκμοχ, πως αθλητής εξαφανισμένος για χρόνια (Κεντέρης) κέρδιζε τους πάντες, πώς αθλήτρια (Χαλκιά) που είχε παρατήσει τον στίβο για να γίνει δημοσιογράφος επέστρεψε στα 24 της και σάρωνε τις αντιπάλους της.
Στην Αθήνα, η «άνοιξη» του ελληνικού αθλητισμού –και δη του στίβου- ήταν στο αποκορύφωμά της. Κανείς δεν ενοχλήθηκε με τη γελοιότητα της υπόθεσης Κεντέρη – Θάνου με το «τροχαίο» και την άρνησή τους να υποβληθούν σε έλεγχο ντόπινγκ. Για τη ΔΟΕ, αλλά και για οποιαδήποτε σοβαρή ομοσπονδία και κρατική αρχή- η άρνηση ισοδυναμεί με απόδειξη ενοχής. Όχι εδώ όμως. Εμείς αρκεστήκαμε να γιουχάρουμε τους ξένους αθλητές στον τελικό των 200 μέτρων (σε μια εξαιρετική επίδειξη νεοελληνικού φίλαθλου πνεύματος) ενώ στις ΗΠΑ π.χ., η Μάριον Τζόουνς εξευτελίστηκε (όπως της άξιζε), της αφαιρέθηκαν οι τίτλοι και τα μετάλλια και μπήκε στη φυλακή.
Το παρακάναμε όμως με τις «επιτυχίες» και δεν ήταν δυνατό η αλαζονεία να μείνει ατιμώρητη. Οι «ήρωες» των αρχών του νέου μιλένιουμ έγιναν γρήγορα αποδιοπομπαίοι τράγοι. Κεντέρης, Θάνου, Χαλκιά, Τζουμελέκα, Δεβετζή, ολόκληρη η εθνική ομάδα άρσης βαρών, είτε πιάστηκαν ντοπαρισμένοι είτε αρνήθηκαν να υποβληθούν σε έλεγχο ντόπινγκ. Δικαιολογίες θα βρουν πολλές. Το να βρουν κάποιον να τις πιστέψει, αμφίβολο.
Η κατάρρευση των ειδώλων έγινε εκκωφαντικά και βίαια. Έτσι ξαφνικά, όπως από το πουθενά βρέθηκαν στο βάθρο, έτσι γκρεμίστηκαν.
Οι ευθύνες των αθλητών είναι φυσικά τεράστιες και στο κάτω – κάτω καλά να πάθουν. Με τις ευθύνες των προπονητών, των ομοσπονδιών και των αρμοδίων του κράτους, τι γίνεται;
http://topontiki.gr/article/