Επέρασαν από τότε είκοσι χρόνια και θα μπορούσα να πιστέψω ότι μόλις τα δέκα έχω περάσει. Και όμως πόσες στιγμές, ημέρες, μήνες, χρόνια λύπης και απελπισίας, στεναγμών και δακρύων βρίσκονται μέσα σ' αυτήν την ζωή των 20 ετών. Κι' ακόμα πόσες φορές είμαι πολύ-πολύ περισσότερο από 20 ετών με τις νευρικές χειρονομίες μου, τις ρυτίδες του μετώπου μου, την μελαγχολική σιωπή μου!
Ο μήνας που μου έδωκε την ζωή και ο μήνας που όταν μπει μου παίρνει κάθε ίχνος ζωής! Μια μελαγχολία χωρίς όρια με πνίγει, μια πλήξη τρομερή με παραλύει, μια νευρικότης με πεθαίνει. Απρίλιε…Απρίλιε πόσο ευχάριστα μου ψάλλεις τη δυστυχία μου, μου θυμίζεις ότι μου λείπει…με απελπίζεις".
Oγδόντα εννιά χρόνια πέρασαν από τότε που γράφτηκαν αυτές οι γραμμές. 109 χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τότε που γεννήθηκε η κοπέλα που έγραψε αυτές τις γραμμές στο ημερολόγιο της.
Εκατόν εννιά χρόνια από τότε που γεννήθηκε το ρόδο ενός σύντομου Απρίλη. Όλη της η ζωή - η ζωή που τόσο αγάπησε - κλεισμένη μέσα σε ένα μήνα.
Αυτό το ρόδο της άνοιξης είναι η Μαρία Πολυδούρη και στο πρόσωπο της θα είναι αφιερωμένο αυτό το σύντομο σημείωμα.
Το σημαντικότερο στοιχείο της προσωπικότητας της Μαρίας Πολυδούρη είναι η προσωπική της στάση και ο αγώνας που έδωσε στην ζωή της. Συνήθως, το όνομά της σκιάζεται από την παρουσία στην ζωή της του Κώστα Καρυωτάκη, παρουσία ιδιαίτερα σημαντική, καταλυτική θα λέγαμε. Όμως αυτή η σκιά την αδικεί, όχι ποιητικά, αλλά ως στάση ζωής. Ο Καρυωτάκης με την ποίησή του και την αυτοκτονία του, ήταν το τέλος μιας εποχής. Η Μαρία Πολυδούρη με την στάση ζωής της και το έργο της που είναι στον προθάλαμο της ποίησης, γιατί η σύντομη ζωή της δεν της επέτρεψε να το ολοκληρώσει, σηματοδοτεί την αρχή μιας ρήξης.
Ως γυναίκα πάλεψε να σπάσει όλο το απίστευτο βάρος, κοινωνικών προκαταλήψεων, και κοινωνικών "καθηκόντων" αιώνων ολόκληρων, δίνοντας μάλιστα έναν αγώνα που δεν περιοριζόταν μόνο στην δεκαετία του '20, αλλά, υπό την έννοια της ουσιαστικής κοινωνικής απελευθέρωσης της γυναίκας φθάνει ως τα σήμερα.
Η Μαρία Πολυδούρη γεννήθηκε στην Καλαμάτα την 1η Απριλίου 1902. Γονείς της ήταν ο φιλόλογος καθηγητής Ευγένιος Πολυδούρης και η Κυριακή Μαρκάτου. Μετά το Γύθειο και τα Φιλιατρά, το 1916 η οικογένεια επιστρέφει στην Καλαμάτα. Η Μαρία είναι 14 ετών και θα δημοσιεύσει το πρώτο της ποίημα - ο "Πόνος της Μάνας" το 1915 στο περιοδικό "Οικογενειακός Αστήρ". Τα πρωτόλειά της τα συγκεντρώνει στην συλλογή "Μαργαρίτες" η οποία δεν κυκλοφόρησε ποτέ. Το 1918, τελειώνει το Γυμνάσιο και διορίζεται μετά από εξετάσεις στην Νομαρχία Μεσσηνίας. Ενδιαφέρεται για την Οκτωβριανή Επανάσταση στην Ρωσία, για το γυναικείο ζήτημα και την χειραφέτηση της γυναίκας.
Αποφασίζει να σπουδάσει Νομικά και όχι φιλολογία που είχε υποσχεθεί στον πατέρα της για να υπερασπιστεί όλες τις αδικημένες γυναίκες του κόσμου.
Το 1920 μέσα σε διάστημα 40 ημερών η Μαρία Πολυδούρη χάνει και τους δύο γονείς της. Τους γονείς της που είχαν ανάψει την φλόγα της αναζήτησης, και της κριτικής σκέψης σε όλα τους τα παιδιά. Η μητέρα της ασχολείτο και εκείνη με το γυναικείο ζήτημα, ενώ ο πατέρας της ήθελε τις κόρες του ελεύθερες. "Τι κάθεστε και κεντάτε, εγώ θέλω να γίνετε γυναίκες για να ανοίξετε τον δρόμο προς την χειραφέτηση. Εάν δεν τον ανοίξετε εσείς ποιός θα το κάνει στη θέση σας";
Ηταν η Μαρία Πολυδούρη μαζί με μερικές άλλες γυναίκες που έστειλαν τηλεγράφημα στον Πρόεδρο της Βουλής επί Ελευθερίου Βενιζέλου και ζητούσαν παροχή ψήφου στις γυναίκες.
Η "καλή κοινωνία" των Καλαμών θα αναστατωθεί και όχι μόνο οι άντρες, αλλά και οι γυναίκες θα τα βάλουν με την "περίεργη" που φέρνει αναστάτωση στα "σπιτικά".
Η ανήσυχη Μαρία δεν θα μείνει στην Καλαμάτα μετά τον θάνατο των γονιών της. Θα κάνει το πρώτο άλμα και θα έλθει στην Αθήνα του 1920. Το 1921 εγγράφεται στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου, ενώ το 1922 παίρνει μετάθεση για την Νομαρχία Αττικής
Κλείνει η παρένθεση και επιστροφή στην Μαρία Πολυδούρη, η οποία το 1921 εγγράφεται στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1922 μετατίθεται και εργάζεται στην Νομαρχία Αττικής με μισθό πείνας.
Η Μαρία Πολυδούρη κυκλοφορεί σε αυτήν "την πόλη με τους μακριούς δρόμους", είναι μια γυναίκα περιζήτητη, περιφρονεί τα ήθη των αστών και το Τμήμα Ηθών της αστυνομίας τους που κυνηγούσε τα βράδια τις δεσποινίδες που δεν συνοδεύονταν. Μια ανεξάρτητη νέα γυναίκα, στα μαύρα μάτια της οποίας καθρεφτιζόταν η περηφάνια της ύπαρξής της και η φωτιά του χαρακτήρα της που την ωθούσε να πίνει την ζωή ως την τελευταία σταγόνα.
"Μου λείπει μια καρδιά που να πονεί για μένα" θα σημειώσει η ίδια: Τον Ιανουάριο του 1922 η Μαρία Πολυδούρη συναντά τον Κώστα Καρυωτάκη, στην Νομαρχία Αθηνών όπου εκείνος είχε μετατεθεί από την Σύρο. Ο Καρυωτάκης είχε ήδη δημοσιεύσει τον "Πόνο των ανθρώπων και των πραγμάτων" και τα "Νηπενθή".
Η σχέση τους ξεκινά θερμά, όμως δεν επρόκειτο να κρατήσει πολύ. Τον Αύγουστο του 1922 ο Καρυωτάκης μαθαίνει ότι έχει προσβληθεί από σύφιλη, ασθένεια ανίατη, τότε, και πράγμα -εξίσου σημαντικό- και κοινωνικά στιγματισμένη.
Στο ποίημά του "Δέντρα μου, δέντρα ξέφυλλα" ο Καρυωτάκης θα αποκαλύψει στην Πολυδούρη το φοβερό μυστικό του. Οι καταγραφές στο δικό της ημερολόγιο είναι σπαρακτικές.
Η Πολυδούρη ξεπερνώντας κατά πολύ τα όρια της εποχής της, με μια πράξη ιδιαίτερα τολμηρή, αν λάβουμε υπόψη μας και την ηλικία της, προτείνει στον Καρυωτάκη να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά.
Ο Καρυωτάκης αρνήθηκε. Η ψυχολογική διάθεση της Μαρίας Πολυδούρη αποτυπώνεται στο ποίημα "Θα πεθάνω μιαν αυγούλα" του 1922.
Με ένα ποίημα του που δημοσιεύθηκε το 1923, με τον τίτλο "Τραγούδι παραφροσύνης", ο Κώστας Καρυωτάκης δίνει το τέλος του έρωτά του με την Μαρία Πολυδούρη.
Και πάντα εδαπανούσαμε τον έρωτα, την ήβη. έμοιαζε το Ενδεχόμενο σα μια μεθυστική/ άβυσσος, όταν έρημος διαβάτης όλο σκύβει μόνο για να φαντάζεται το πέσιμό του εκεί.
Αυτή ήταν η πρώτη στροφή του ποιήματος. Αργότερα, ο Καρυωτάκης παρέλειψε την στροφή αυτή και έδωσε στο ποίημα τον τίτλο "Ωχρά Σπειροχαίτη" - είναι το μικρόβιο της σύφιλης - και το συμπεριέλαβε στην συλλογή "Ελεγεία και Σάτιρες" του 1927.
Η Μαρία αδιαφορεί για την υγεία της και παθαίνει αδενοπάθεια. Αναρρώνει στο Μαρούσι - τόπος παραθερισμού το 1923 - όπου την επισκέπτεται ο Καρυωτάκης με τον οποίο διατήρησε φιλικές σχέσεις.
Το 1924 την ερωτεύθηκε ένας όμορφος, νέος και πλούσιος δικηγόρος, ο Αριστοτέλης Γεωργίου.
Ο Καρυωτάκης νιώθοντας την τρικυμία στην καρδιά της θα της δώσει το πεζό ποίημα "Η τελευταία". Η Πολυδούρη το εμπιστεύθηκε στην ποιήτρια Μυρτιώτισσα.
Η Μαρία αρραβωνιάστηκε με τον Αριστοτέλη Γεωργίου και το 1925 εγκαταλείπει το Πανεπιστήμιο χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές της. Την ίδια χρονιά κατέφυγε στην Φτέρη Αιγίου και το πικρό ερώτημα που ανακύπτει είναι αν στις στάχτες και στα αποκαΐδια στα οποία μετετράπη και το μαγευτικό ελατόδασος το 2007 έσβησαν και τα βήματα της Μαρίας Πολυδούρη. Εκεί έγραψε μια νουβέλα που δεν δημοσιεύθηκε ποτέ, ωστόσο με τον τίτλο "Μυθιστόρημα" περιλαμβάνεται στα "Απάντα" της που κυκλοφορούν από τις "Εκδόσεις Αστάρτη".
Το 1925 η Μαρία Πολυδούρη, φοιτά στην Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και αργότερα στην Σχολή Κουνελάκη. Το 1926 παίζει στο "Κουρέλι" του Νικοντέμι, ενώ την ίδια χρονιά ξαφνιάζοντας τους πάντες φεύγει για το Παρίσι, όπου φοίτησε στην σχολή υψηλής ραπτικής Εκόλ Πιζιέ, ενώ το πάθος της για την ζωή την έκανε να σπαταλά. Την 1η Φεβρουαρίου 1928 στα αρχεία του νοσοκομείου Σαριτέ, με τον αύξοντα αριθμό 1754 κατεγράφη η είσοδός της σε αυτό ως φυματική..
Το 1928 επιστρέφει στην Αθήνα και νοσηλεύεται στο νοσοκομείο "Σωτηρία". Την έβαλαν στη τρίτη θέση σε ένα δωματιάκι που προοριζόταν για τους κατάκοιτους. Εκεί θα μάθει για την αυτοκτονία του Καρυωτάκη και εκεί θα γνωριστεί με τον Γιάννη Ρίτσο, άρρωστος κι αυτός τότε, στον οποίο αφιέρωσε το ποίημα "Θυσία". Στην "Σωτηρία" θα της σταθεί ιδιαίτερα η αδελφή της Βιργινία που αφιέρωσε όλη της την ζωή στην Μαρία.
Το δωματιάκι όπου νοσηλευόταν το διακόσμησε με πορτραίτα ποιητών όπως ο Μπάιρον, ο Μποντλέρ, ενώ την φωτογραφία του Καρυωτάκη την είχε στο κομοδίνο της. Την επισκεπτόταν ο Φώτος Πολίτης, η Μαρίκα Κοτοπούλη, οι ποιητές Παπαδάκης, Ζώτος, Χονδρογιάννης. Της συμπαραστάθηκε με πολύ αγάπη η Μυρτιώτισσα.
Το 1928 η Μαρία Πολυδούρη εκδίδει την συλλογή της "Τρίλιες που σβήνουν" και το 1929 πάντα νοσηλευόμενη στην "Σωτηρία" εκδίδει την δεύτερη συλλογή της "Ηχώ στο Χάος"
Τον Φεβρουάριο του 1930, η Μαρία Πολυδούρη μεταφέρεται στην κλινική Χρηστομάνου στα Πατήσια με πρωτοβουλία του Άγγελου Σικελιανού και μερικών άλλων φίλων που δεν άντεχαν να την βλέπουν να αργοπεθαίνει πάμπτωχη σε άθλιες συνθήκες δημόσιου νοσοκομείου. Αρνείται τον έρανο που είχε ανοίξει το "Βήμα".
Έφυγε τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου 1930 με ενέσεις μορφίνης που ζήτησε να της "περάσει" ένας αφοσιωμένος θαυμαστής της ο Βασίλης Γεντέκος. Κηδεύτηκε την ίδια μέρα στο Α Νεκροταφείο Αθηνών. Ο τάφος της δεν υπάρχει. Η εκταφή των οστών της πραγματοποιήθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 1933 από την αδελφή της Βιργινία.
Σύντομο το πέρασμα της από τούτη την ζωή. Την ζωή που λάτρεψε, την ζωή που αγάπησε, την ζωή που ήθελε να ζήσει, την ζωή της που δεν χωρούσε σε πλαίσια. Το προαίσθημα πως η ζωή της θα είναι σύντομη, οδήγησε την γραφή της. Μια γραφή για όνειρα απραγματοποίητα, μια γραφή για έρωτες ανεκπλήρωτους, μια γραφή για αβάδιστους, ακόμα, δρόμους εντός μας, και μέσα στις πολύβουες πολιτείες, μια γραφή για νυχτερινούς διαβάτες που τα πιο ακριβά τους όνειρα τα πατούν οι αδιάφοροι περαστικοί.
«Εμείς οι νέοι, ολότελα ξένοι στην οικογένεια είχαμε το αίσθημα πως κηδεύουμε κάποιον που κρυφά ανήκει μόνο σε μας. Εμείς την ώρα που πορευόταν προς τον τάφο το λείψανο της Μαρίας Πολυδούρη, ακούγαμε σκοτεινά μέσα μας να ανακρούεται το επικό εμβατήριο μιας εποχής» έγραψε ο Άγγελος Τερζάκης στο κείμενό του "Ο ματωμένος λυρισμός" που δημοσιεύθηκε στο "Βήμα" στις 19 Απριλίου 1961,ενώ θα ολοκληρώσουμε αυτό το σημείωμα με ένα απόσπασμα από κείμενο της Μαρίας Πολυδούρη [διατηρώντας την ορθογραφία της εποχής] που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Νέα Εστία", τεύχος 1331 τα Χριστούγεννα του 1982..
«Ο πόνος είνε το φριχτό και το μεγάλο δώρο. Να τον δεχτής για να στραγγίσης τη ζωή ως την τελευταία σταγόνα. Να τον δεχτής για να παλαίψης, ο αγώνας είνε η ζωή. Η αντίδρασή σου σε κάθε χτύπημα είνε μια νίκη, όσο κι αν χάνεις λίγο λίγο έδαφος, γιατί βέβαια εσύ θα εξαντληθής όχι η ζωή. Μα αυτή η απεγνωσμένη προσπάθεια, το κατανάλωμα της ψυχής μας, της ζωής μας όλης, τι αφάνταστα φριχτό και τι σεμνά μεγαλειώδες! "Καθήκον" λέξις τριμμένη, σχεδόν χωρίς ουσία και μισητή. Τι ανύψωμα θάπρεπε να της δώσω, τι ντύσιμο να της κάνω -μάλλον τι ξεντύσιμο- για να τη δώσω στον αγώνα της ζωής! Ένα καθήκον ευγενείας. Είνε ευγένεια το δόσιμο στην καταστροφή της ζωής. Πόσες γωνιές της ψυχής σου θα φωτισθούν, τι εξαϋλωμα, εξαγίασις ο σπαραγμός, η συντριβή, η ταπεινωσύνη. Στο βάθος του πόνου ολοένα, που να τελειώνουν όλα μπρος στα μάτια σου, που να σου λείπει η πνοή, που να νιώθης κάθε στιγμή τη λόγχη στα σπλάχνα, έτσι πέρνεται η μεγάλη γαλήνη της μορφής και το φωτοστέφανο της Ζωής: ένας άξιος άνθρωπος! Έτσι μόνο θ' αξιωθής, όταν η μεγάλη στιγμή φτάση, να καταλάβεις βαθιά ότι έζησες, ότι τη Ζωή την πήρες όλη, ότι τόσο την εξάντλησες, ώστε αν κανείς σου πρότεινε ένα ξαναγύρισμα να αρνηθής με κάθε ειλικρίνεια και απλότητα».
Ενδεικτική Βιβλιογραφία.
Μαρία Πολυδούρη Ποιήματα - Εισαγωγή Έλλης Αλεξίου, Παρουσίαση Γιώργη Πικρού, εκδόσεις ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ.
Μαρία Πολυδούρη Άπαντα - Εισαγωγή, Επιμέλεια - Σχολιασμός Τάκης Μενδράκος, εκδόσεις ΑΣΤΑΡΤΗ.
Λιλή Ζωγράφου: Κώστας Καρυωτάκης/Μαρία Πολυδούρη και η αρχή της αμφισβήτησης.
Περιοδικό ΕΚΦΡΑΣΗ - Έκδοση της Ένωσης Φίλων Μουσικής Αρμονία Καλαμάτας, Τεύχος 13 του 1995 με αφιέρωμα στην Μαρία Πολυδούρη και τον Κώστα Καρυωτάκη.
Περιοδικό ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ - Τεύχος Νο 116 - Απρίλιος Ιούνιος 2002, το οποίο περιέχει αφιέρωμα στην Μαρία Πολυδούρη.
Άρθρο της Σοφίας Αδαμίδου στον "Ριζοσπάστη" της 4ης Μαΐου 2003 με αφορμή την συμπλήρωση 73 χρόνων από τον θάνατο της ποιήτριας.
Αφιέρωμα του ένθετου "Βιβλιοθήκη" της εφημερίδας "Ελευθεροτυπία" της 20ης Μαΐου 2005.
Η Ελληνική Ποίηση- Εκδόσεις Σοκόλη-Τόμος Γ
* Ποιήματα της Μαρίας Πολυδούρη έχουν μελοποιήσει οι Μιχάλης Κουμπιός, Νότης Μαυρουδής, Δημήτρης Παπαδημητρίου, Γιάννης Σπανός, Φώτης Λαζίδης, Σάββας Σάββα, Μιλτιάδης Σελιτσανιώτης, Μαρία Βουμβάκη και Δημήτρης Μαραμής.