Η ανθρώπινη ηθολογία προσπάθησε να απαντήσει, ξεκινώντας από το γεγονός ότι στο ζωικό βασίλειο ο πόλεμος σπανίζει. Μάλιστα, εκτός από κάποια είδη εντόμων, οι μόνοι που κάνουν πόλεμο φαίνεται να είναι οι χιμπατζήδες. Οι ανθρωπολόγοι εξηγούν ότι τα ξαδέλφια μας οι χιμπατζήδες είναι ικανοί να ασκήσουν ομαδική βία. Στην κοινωνία τους τόσο τα αρσενικά όσο και τα θηλυκά είναι επιθετικά σε ατομικό επίπεδο, αλλά μόνο τα αρσενικά ασκούν συλλογική βία. Αυτό συμβαίνει γιατί, ενώ τα ενήλικα θηλυκά μεταναστεύουν σε άλλες κοινότητες για να αποφύγουν τις αιμομικτικές σχέσεις, τα αρσενικά παραμένουν σχηματίζοντας συμμαχίες αδελφών και «φίλων». Τα αρσενικά έχουν λοιπόν την τάση να συμμαχούν για να προστατέψουν την περιοχή τους και μπορούν να επιτεθούν με συντονισμένο τρόπο σε ξένους προς την αποικία.
Ο πρώτος πόλεμος ανάμεσα σε πιθήκους που παρατηρήθηκε ποτέ ξέσπασε πριν από λίγα χρόνια στο εθνικό πάρκο του Γκόμπε στην Τανζανία. Μάρτυρας ήταν η Τζέιν Γκούνταλ, ηθολόγος που μελέτησε για σχεδόν σαράντα χρόνια τους χιμπατζήδες. Η ίδια αφηγείται ότι οι εχθροπραξίες συνέβησαν ανάμεσα στην κοινότητα των Κασακέλα και των γειτονικών Καχάμα, που αριθμούσε λιγότερα άτομα. Τα αρσενικά των δυο κοινοτήτων συχνά αντάλλαζαν απειλές, αλλά μια μέρα τα μέλη των Κασακέλα πέρασαν σε βιαιότητες και σκότωσαν ένα μέλος της άλλης ομάδας. Από τότε οι ενέδρες έγιναν όλο και συχνότερες, σκοτώθηκαν και άλλα αρσενικά των Καχάμα, ακόμη και κάποια θηλυκά. Οι επιθέσεις συνεχίστηκαν για περίπου 4 χρόνια, μέχρι που όλοι οι Καχάμα εξολοθρεύτηκαν συστηματικά.
Πρόκειται άραγε για μια ανησυχητική περίπτωση, που είναι παρ’ όλα αυτά μεμονωμένη; Η Τζέιν Γκούνταλ ισχυρίζεται πως δεν είναι μεμονωμένη και εξηγεί ότι μετά από λίγο καιρό κάποια άτομα από τη νικήτρια κοινότητα των Κασακέλα αποτέλεσαν στόχο επιθέσεων από αρσενικά μιας άλλης, ακόμη πιο πολυάριθμης ομάδας, αυτής των Καλέντε.
Παράδοση και οίκτος..
Αυτή η συμπεριφορά έρχεται σε αντίθεση με όσα έχουν παρατηρηθεί σε άλλα είδη. Σε γενικές γραμμές τα ζώα δε σκοτώνουν τους ομοίους τους, γιατί τα αμυνόμενα μέλη γνωρίζουν πώς να επιδεικνύουν συμπεριφορές που ενεργοποιούν την παύση της βίας του αντιπάλου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο λύκος, που επιδεικνύει στον εχθρό το λαιμό του ως σημάδι παράδοσης. Ένα σημάδι που είναι γενετικά προγραμματισμένο για να προκαλεί τον οίκτο. Ο Κόνραντ Λόρεντς, ο πρώτος που κατέγραψε αυτές τις αποτρεπτικές συμπεριφορές, πίστευε ότι και ο άνθρωπος έχει κληρονομήσει στα γονίδιά του, πέρα από την επιθετικότητα, τα απαραίτητα σημάδια που οδηγούν στην παύση της. Ο πραγματικός πόλεμος δεν είναι, σύμφωνα με τον ίδιο, εγγεγραμμένος στα γονίδιά μας.
Πόσο δίκιο είχε άραγε; Σύμφωνα με ανθρωπολόγους ο άνθρωπος-κυνηγός εδώ και εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια δεν είχε λόγους να κάνει πόλεμο. Οι εκτάσεις ήταν απεριόριστες και οι πληθυσμοί αριθμούσαν λίγα μέλη. Ωστόσο, στο Στάινχαϊμ και στο Έρινγκσντορφ της Γερμανίας βρέθηκαν ανθρώπινα σώματα, ηλικίας 200.000 ετών, με σημάδια που υποδεικνύουν ότι πέθαναν βίαια.
Σύμφωνα με τον Ιρενέους Άιμπλ-Άιμπεσφελντ, ιδρυτή της επιστήμης της ηθολογίας, οι παρατηρήσεις σε πληθυσμούς που ζουν ακόμη σε πρωτόγονες συνθήκες οδηγούν στην καταγραφή πολεμικών επεισοδίων, και αυτό μας κάνει να σκεφτούμε ότι υπάρχει μια προδιάθεση του ανθρώπου για ομαδική βία.
Πρόγονοι «αρνάκια»..
Η υπόθεση ότι οι σχέσεις ανάμεσα στις ανθρώπινες προϊστορικές κοινότητες ήταν σε γενικές γραμμές ειρηνικές φαίνεται να αποδεικνύεται από τις βραχογραφίες. Οι ειδικοί στην αφρικανική αρχαιολογία αναφέρουν ότι στη Σαχάρα, για παράδειγμα, εμφανίζονται συχνά στα βράχια σκηνές με σαμάνους, θηράματα, κυνηγούς. Μόνο σε παραστάσεις ηλικίας 6.000 ετών και μεταγενέστερες αρχίζουν να αναπαρίστανται οπλισμένοι άνθρωποι. Ακριβώς αυτή την περίοδο, εξάλλου, θεμελιώθηκε η καλλιέργεια της γης και η κτηνοτροφία, δυο σημαντικές καμπές στην οικονομία της προϊστορικής κοινωνίας που κατέστησαν δυνατή την αύξηση του πληθυσμού αλλά και, πιθανώς, την πρόκληση των πρώτων αντιδικιών.
Μέχρι τη στιγμή που οι άνθρωποι ήταν κυνηγοί και τροφοσυλλέκτες, ολιγάριθμοι σε αχανείς εκτάσεις, δεν υπήρχε πράγματι λόγος σύγκρουσης. Όμως με την έλευση της γεωργίας και της κτηνοτροφίας η συνείδηση της ιδιοκτησίας απέκτησε αποφασιστική σημασία. Οι κλοπές κοπαδιών και η λεηλασία των αγρών ήταν συχνά φαινόμενα. Γι’ αυτό χρειαζόταν η άμυνα και έτσι γεννήθηκε ο ρόλος του πολεμιστή.
Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια..
Οι πολιτισμικές διαδικασίες οι οποίες, σήμερα όπως και τότε, κάνουν τον άνθρωπο φιλοπόλεμο περνούν από διάφορα στάδια. Οι ηθολόγοι τις έχουν μελετήσει μέσα στις φυλετικές κοινωνίες. Σύμφωνα με τον Αυστριακό ηθολόγο Άιμπλ-Άιμπεσφελντ, μια κοινότητα τονίζει κατ’ αρχάς τις δικές της αξίες και έθιμα, σε σημείο που οι δυνητικοί εχθροί εμφανίζονται πρακτικά απάνθρωποι, με ελαττώματα τα οποία αγγίζουν τα όρια της εγκληματικής συμπεριφοράς. Στην αρχή της φιλονικίας οι αναστολές ως προς τη βία είναι ακόμη έντονες.
Για παράδειγμα, όταν οι Σεμπάγκα της Νέας Γουινέας κηρύττουν πόλεμο, δεν μπορούν πλέον να μιλούν σε φιλικά πρόσωπα που ανήκουν στην ανταγωνιστική φυλή. Υπάρχει επίσης η απαγόρευση της κατανάλωσης φαγητού από τις καλλιέργειές τους, ένα είδος οικονομικού εμπάργκο και συναισθηματικής αποστασιοποίησης. Ανακαλούν, αντίθετα, στη μνήμη τους τα μεμπτά επεισόδια που συνέβησαν στην άλλη κοινότητα, χάνουν την εκτίμηση στα άτομα, μεγαλοποιούν τις αδικίες που έχουν υποστεί.
Στις λεγόμενες πολιτισμένες κοινωνίες ο μηχανισμός δε διαφοροποιείται ιδιαίτερα. Από τη στιγμή που δαιμονοποιείται ο εχθρός, μπαίνει στο παιχνίδι το ένστικτο της συνεργασίας. Αυτό δημιουργείται από μια γενετική προδιάθεση που μας ωθεί να δείχνουμε αλληλεγγύη προς την οικογένεια. Το γεγονός είναι δηλαδή ότι η φυλή ή το έθνος προσπαθεί να δώσει την εικόνα μιας διευρυμένης οικογένειας, που έχει κοινό τόπο καταγωγής και κοινούς προγόνους. Ο Άιμπεσφελντ συνεχίζει λέγοντας ότι αυτό το σκηνικό τονίζεται από τους αρχηγούς σε περίπτωση σύγκρουσης, και με αυτό τον τρόπο το άτομο ως μονάδα αποκτά κίνητρο για τον πόλεμο, καλείται να επιδείξει αλληλεγγύη στους συντρόφους του, ακόμη και να διαπράξει ηρωικές πράξεις, επιστρατεύοντας το ένστικτο υπεράσπισης της οικογένειας.
Ελεγχόμενη βία..
Η παραπάνω μέθοδος λειτουργεί ακόμη και σε περιπτώσεις επιθετικού πολέμου. Ωστόσο, όταν ο πόλεμος είναι πρωτόγονος, πολλά έθνη προσπαθούν να αποφύγουν τους σκοτωμούς. Οι Αβορίγινες της βόρειας Αυστραλίας, πριν την κατάληψή τους από τους λευκούς, πρόσεχαν πάρα πολύ ώστε να αποφεύγουν το φαινόμενο των αντιποίνων. Ακόμη και όταν μια ομάδα θεωρούνταν υπεύθυνη για ανθρωποκτονία, χτυπούσαν τους δράστες με δόρατα στα πόδια, αποφεύγοντας να τους σκοτώσουν, έτσι ώστε να μην προκαλέσουν μετέπειτα βεντέτες. Σε άλλους πολέμους Αβορίγινων μάχονταν δύο ομάδες που συγκρούονταν σε ένα είδος οργανωμένων αγώνων με χτυπήματα μπούμερανγκ. Και όταν έπεφτε ένας εχθρός, περικυκλωνόταν αμέσως από τις γυναίκες της ομάδας του, ώστε να αποφευχθεί η διάπραξη αγριοτήτων εις βάρος του.
Χωρίς οίκτο..
Γιατί τότε διαπράττονται βαρβαρότητες στους σημερινούς πολέμους; Ένας από τους λόγους είναι ότι με τη χρήση αποτελεσματικότερων όπλων υψηλού βεληνεκούς, από το τόξο έως το κανόνι, και κυρίως με τα σημερινά τεχνολογικά όπλα δε βλέπουμε τον εχθρό από κοντά. Παρακάμπτονται έτσι οι έμφυτοι μηχανισμοί που ευνοούν το συναίσθημα του οίκτου. Επιπλέον, οι ηθολόγοι διαπίστωσαν ότι υπάρχει μια προδιάθεση υπακοής πολύ δυνατότερη απ’ ό,τι πιστεύαμε. Συχνά οι φρικαλεότητες διαπράττονται με τη χρήση ενός απενοχοποιητικού μηχανισμού.
Ένα παράδειγμα είναι κάποιο πείραμα που έγινε πριν από λίγα χρόνια στο Πανεπιστήμιο Γέιλ από τον Στάνλεϊ Μίλγκραμ σε μια ομάδα ατόμων διαφορετικής ηλικίας και κοινωνικής καταγωγής, στην οποία ζητήθηκε η συνεργασία της σε ένα –υποθετικό– τεστ γνώσεων. Καθένας από αυτούς, με την ιδιότητα του δασκάλου, έπρεπε να κάνει ηλεκτροσόκ σε ένα μαθητή (στην πραγματικότητα επρόκειτο για ηθοποιό) σε περίπτωση λανθασμένης απάντησης, έτσι ώστε να μελετηθούν -όπως έλεγαν στους ίδιους- τα αποτελέσματα της τιμωρίας στη μάθηση. Σε κάθε πλήκτρο είχαν σημειωθεί οι ενδείξεις για το διαφορετικό βαθμό του ηλεκτροσόκ, μέχρι το σημείο «πολύ δυνατό» και «επικίνδυνο».
Στην πρώτη φάση του πειράματος, το θύμα (ο μαθητής-ηθοποιός) ήταν πίσω από ένα τζάμι και δεν ακούγονταν οι διαμαρτυρίες του, αν και φαινόντουσαν οι εκφράσεις πόνου στο πρόσωπό του. Σε αυτές τις συνθήκες μόνο το 34% των δασκάλων αρνήθηκε να εκτελέσει τις εντολές του αρχηγού του πειράματος. Οι άλλοι, παρόλο που έτρεφαν ενδοιασμούς και αμφιβολίες, συνέχιζαν. Σε έναν επόμενο κύκλο, οι δάσκαλοι ήταν αντίθετα σε άμεση επαφή, σε απόσταση περίπου ενός μέτρου από το θύμα. Το αποτέλεσμα ήταν το 70% των συμμετεχόντων να μη συνεχίσει το τεστ. Ο λόγος ήταν ότι ήταν πολύ εκτεθειμένοι στα ερεθίσματα που μπλοκάρουν την επιθετικότητα.
FOCUS Magazin
PHOTO:banksy
http://friendshipiseverything.blogspot.com