Τον περασμένο Σεπτέμβριο, συμπληρώθηκαν 200 χρόνια από την πρώτη επίσκεψη του Λόρδου Μπάιρον στην Ελλάδα...
κι ένας μικρός όμιλος διανοουμένων, ο «Σύνδεσμος Μπάιρον για τον Φιλελληνισμό και τον Πολιτισμό», έχει ήδη καταθέσει στη Βουλή των Ελλήνων, την πρόταση να ανακηρυχθεί επισήμως η χρονιά που διανύουμε, «έτος Μπάιρον».
Στη μέση μιας οξύτατης οικονομικής κρίσης, το λιγότερο που θα μπορούσε να απασχολεί το Κοινοβούλιο και την ελληνική κοινωνία, είναι η απόδοση τιμής σε ένα πρόσωπο που αγάπησε την Ελλάδα περισσότερο κι από τους Έλληνες της εποχής του, μα που η ποίησή του μοιάζει παρωχημένη, ο ρομαντισμός του ξεπερασμένος, το αγκομαχητό του σύμπτωμα άξιο θεραπείας κι ο ξοδεμένος βίος του παράδειγμα προς αποφυγή.
Πολύ δε περισσότερο που το πρώτο ταξίδι του 21χρονου βαρόνου στην Ελλάδα, δεν είχε τίποτε το ηρωικό: Οι μετακινήσεις του ήσαν ασφαλείς και στις περισσότερες των περιπτώσεων, η υποδοχή που του επεφύλασσαν οι οθωμανικές αρχές, υποδειγματική. Κι όταν στην Κόρινθο του την αρνήθηκαν επανειλημμένα, ο νεαρός ευγενής, δεν παρέλειψε να τιμωρήσει τον τοπικό μπέη, διαμαρτυρόμενος στην πρεσβεία της χώρας του για την έλλειψη φιλοξενίας. Και, όμως, όπως γράφει ο ίδιος στην μητέρα του σε μιαν άλλη περίσταση, «δεν απογοητεύτηκα, ούτε ένοιωσα αποστροφή, έζησα με τους τρανότερους και τους ταπεινότερους, έμεινα μέρες στο παλάτι ενός πασά και πέρασα πολλές νύχτες σε στάβλο…» (Κωνσταντινούπολη 28/6/1810).
Να ένα στέναγμα γι' αυτούς που μ' αγαπάνε
Κι ένα χαμόγελο γι' αυτούς που με μισούν
Κι όποιος κι αν είναι ο ουρανός, ετοιμασμένη
Για κάθε μοίρα την καρδιά μου θε να βρουν. («Στον Τόμας Μουρ»)
Ήλιε των ακοίμητων! Μελαγχολίας αστέρι!
Που η δακρυσμένη δέσμη σου τρεμοφεγγάει μακριά
Που δείχνει την σκοτεινιά αυτή που δεν θα διασκορπίσεις,
Πόσο όμοιος είσαι με καλά ενθυμούμενη χαρά!
Έτσι φωτάει το παρελθόν, λάμψη άλλων ημερών,
Που λάμπουν μα δεν θάλπουνε, οι ισχνές του οι αχτίδες
Μια Θλίψη φεγγαρόνυχτη σκιρτάει για να φανεί
Καθάρια μα κι απόμακρη, ψυχρή - τόσο ψυχρή! («Ήλιε των Ακοίμητων!» από τις «Εβραϊκές Μελωδίες»)
Ο Μπάιρον πατάει το πόδι του στην Πρέβεζα στις 29 Σεπτεμβρίου του 1809. Θα ανεβεί στα Γιάννενα κι από κει στο Τεπελένι για να συναντήσει τον Αλί Πασά, του οποίου ο θρύλος είχε ήδη περάσει τα σύνορα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Κάπου κοντά, θα έρθει σε επαφή με τον νεοελληνικό μας Διαφωτισμό στο πρόσωπο του Δασκάλου του Γένους, Αθανάσιου Ψαλίδα, αλλά θα βιώσει και την υποδούλωση των Ελλήνων, αντικρίζοντας το πτώμα του τιμωρημένου απ' τον Αλί, Θύμιου Βλαχάβα, να κρέμεται από ένα δένδρο.
Με αλβανική συνοδεία θα κατηφορίσει για την Πρέβεζα κι από κει θα βρεθεί για λίγο στο Μεσολόγγι, στην Πάτρα και στο Αίγιο, όπου θα φιλοξενηθεί στην οικία του Ανδρέα Λόντου, ενός απ' τους κατοπινούς πρωτεπαναστάτες προύχοντες του Μωρηά.
Στο σπίτι του Λόντου, ο Μπάιρον θα ακούσει το νεαρό οικοδεσπότη του να τραγουδά το επαναστατικό παιάνα «Δεύτε παίδες των Ελλήνων», αποδιδόμενο τότε στο Ρήγα Φεραίο - και θα το μεταφράσει αργότερα, o ίδιος στα αγγλικά : "Sons of the Greeks arise!".
Από το Αίγιο θα πάει την Άμφισσα και στους Δελφούς, στη Θήβα, για να καταλήξει στην Αθήνα, όπου θα φιλοξενηθεί για δέκα εβδομάδες στην οικία της Ταρσής Μακρή, χήρας του υποπρόξενου της Βρετανίας, Προκόπη Μακρή. Γράφει σχετικά σε μια επιστολή του ο ποιητής, για τις μικρές της κόρες:
«Πεθαίνω από έρωτα για τρεις Ελληνοπούλες στην Αθήνα, αδελφές, δύο από τις οποίες υποσχέθηκαν να με συνοδέψουν στην Αγγλία. Έμεινα στο ίδιο σπίτι. Τερέζα, Μαριάννα και Κατίνκα είναι τα ονόματα αυτών των θεαινών που είναι όλες τους κάτω από τα δεκαπέντε». (Προς τον Henry Drury - Δαρδανέλια 3/5/1810). Ο έρωτας του Μπάιρον για τη μικρή Τερέζα, θα απαθανατιστεί στο ποίημά του «Κόρη των Αθηνών», ένα από τα διασημότερα της λυρικής του δημιουργίας.
Μα εκείνα τα ασυμμάζευτα κρεμάμενα πλεξούδια
Που στα κλωθοσγουραίνουνε του Αιγαίου όλ' οι ανέμοι,
Το μαύρο σου ματόκλαδο, κρόσο χυτό που τρέμει,
Και του απαλού σου μάγουλου φιλάει τ' ανθολουλούδια,
Και μα το αλαφροκοίταγμα στο μάτι σου το αγριωπό
Ζωή μου σ' αγαπώ… («Κόρη των Αθηνών» - Μετ. Στέλιος Σεφεριάδης)
Το ειδύλλιο θα λήξει μάλλον άδοξα, μέσα στη χυδαιότητα αγοραπωλησίας, συνηθισμένης στο πλαίσιο της εποχής, που ο ποιητής όμως αρνήθηκε: Ο Μπάιρον σεβάστηκε την παρθενιά της κόρης κι ας είχε αυτή επιστρατευτεί για το αντίθετο. Γλιτώνοντας και 30.000 ιταλικές πιάστρες - όσα ανέμενε η μάνα για το χέρι της Τερέζας.
Ός αγαπά παραμιλά - είναι της νιότης η φρενίτις, μα η γιατρειά
πικρότερη ακόμα, μάγια τα μάγια μας τα λέει
τα είδωλα μας τα στερεί, για να 'ρθει η ώρα
να δούμε βέβαιοι, πώς μήτε αξία μηδέ ομορφιά
έξω απ' του νου, το σχήμα το ιδεώδες κατοικούνε.
Μοιραίο το ξόρκι ακόμα μας κρατά και ξεκινούμε
θύελλες να θερίσουμε απ' άνεμων σπορά.
Ώ πεισματάρικη καρδιά, η αλχημεία του άπαξ ξεκινήσει
θαρρείς στο στόχο πάντα είσαι κοντά και πλουσιότερη αν το βέλος ξεστρατίσει. («Τσάιλντ Χάρολντ» - Άσμα Τέταρτο, CXXIII)
Μέσα στους πέντε πρώτους μήνες της παραμονής του στην Ελλάδα, ο Μπάιρον θα συγγράψει τα δύο πρώτα άσματα του αριστουργηματικού του έργου «Τσάιλντ Χάρολντ». Είναι το πόνημα, πού θεμελιώνει το πρότυπο του «βυρωνικού ήρωα», σκοτεινού, απόμακρου μα ευαίσθητου, με μια κρυφή εσωτερική αντάρα που τον οδηγεί σε ένα μεγάλο, ατέλειωτο ταξίδι - πρότυπο που θα απορροφήσει ως και την ίδια την εικόνα του ποιητή μέχρι τις μέρες μας.
Το βλέμμα του Χάρολντ αφυπνίζεται στην ελληνική φύση. Οι πρώτες λέξεις του ποιητή απευθύνονται στην ελληνίδα Μούσα του Παρνασσού. Το έργο όμως, δεν αναμασά τα κλασσικιστικά πρότυπα της εποχής και τις στείρες αναφορές στην αρχαιότητα. Η γραφή του αγκαλιάζει την «Κυρά της Σαραγόσας», την ισπανίδα γυναίκα στις επάλξεις κατά της τυραννίας του Ναπολέοντα - μα και σπαράζει για τη σιωπή των Ελλήνων.
Αρχαία συ των ημερών! Θεά σεβάσμια! Πού ναι
Οι τρανοί σου άντρες; Πού οι μεγαλόψυχοί σου;
Πάνε - Σε παρελθόντος όνειρα μισοσβησμένοι ζούνε
Πρώτοι στο δρόμο με σκοπό τη Δόξα τη δική σου,
Νικήσανε και πέθαναν - μόνον αυτό; Λογίσου! (Άσμα Δεύτερο, ΙΙ - Μετ. Μ. Β. Ραΐζης)
Στον «Τσάιλντ Χάρολντ», ο ποιητής θα στιγματίσει με δριμύτητα την κακοποίηση του Παρθενώνα από τον Έλγιν - κάτι που θα επαναλάβει και στην περίφημη «Κατάρα της Αθηνάς». Το σχετικό του σημείωμα, μοιάζει να απαντά, δύο αιώνες πίσω, στα επιχειρήματα που επιστρατεύουν, όσοι ακόμα προσπαθούν να δικαιολογήσουν τον αδίσταχτο Βρετανό, που βεβήλωσε το ελληνικό ιερό για να κερδοσκοπήσει:
«Όταν φορτώνουν και παίρνουν τρεις και τέσσερις καραβιές από τα πολυτιμότερα και ακεραιότερα λείψανα που άφησαν ο χρόνος και η βαρβαρότητα στην πιο κακόπαθη και την πιο ονομαστή πόλη, όταν ρημάζουν στην προσπάθεια να τα ξηλώσουν, αυτά τα έργα που στάθηκαν ο θαυμασμός των αιώνων, δεν γνωρίζω κίνητρο που μπορεί να δικαιολογήσει, ούτε όνομα που μπορεί να χαρακτηρίσει όσους διαπράττουν αυτή την ποταπή δήωση», γράφει σε σημείωση που συνοδεύει το δεύτερο άσμα του Τσάιλντ Χάρολντ.
Ακόμα πιο συνταρακτικοί ωστόσο, είν' οι στίχοι του:
Κρύα είν' η καρδιά, ωραία Ελλάδα! Αυτή που σ' αντικρίζει
και δεν ριγά σαν εραστής στου σύντροφου τη σκόνη.
Αργό είναι το μάτι αυτό, που δάκρυ δεν βουρκώνει
μπροστά στους ρημαγμένους σου ναούς, που διαγουμίζει
χέρι ανόσιο Βρετανών, που πιότερο οφείλουν
φύλακες να 'ν των ιερών, που δεν θα επανορθωθούν
καταραμένη ειν' η ώρα αυτή, που απ' το νησί τους φεύγουν
και πάλινε το δύσμοιρο τον κόρφο σου κουρσεύουν
και τους πεσμένους σου θεούς, στα άθλια βόρεια σκότη τους τραβούν!» ( Άσμα Πρώτο, XV)
Ο ποιητής θα αναχωρήσει για την Κωνσταντινούπολη, περνώντας πρώτα απ' τη Σμύρνη και μετά απ' την Έφεσο. Στα Δαρδανέλια, θα μιμηθεί με επιτυχία τον Λέανδρο, που κάθε βράδυ διέσχιζε κολυμπώντας τον Ελλήσποντο για να επισκεφθεί την αγαπημένη του την Ηρώ, στην άλλη άκρη των στενών. Θα επισκεφτεί την Πόλη, θα γνωρίσει τον Σουλτάνο, θα περιηγηθεί την πεδιάδα της Τροίας.
Επιστρέφοντας στην Αθήνα, θα εγκατασταθεί στο Μοναστήρι των Καπουτσίνων, πλάι στο Μνημείο του Λυσικράτους. Είναι η ώρα των «άνανδρων παθών», όπως θα τα χαρακτηρίσει αργότερα - σχέσεων εξορισμένων εκ των πραγμάτων, ακόμα και από την αλληλογραφία του: Ακόμα οι βιογράφοι αναρωτιούνται για τη φύση των επαφών του με τον Νικολό Ζιρό, ένα νεαρό καλόγερο που ακολούθησε τον Μπάιρον ως τη Μάλτα, ή με μία Τουρκάλα, που καταδίκασαν οι αρχές σε θάνατο επί μοιχεία και που ο ποιητής προσπάθησε με κάθε τρόπο να γλυτώσει.
Στο Μοναστήρι, θα συνεχίσει ωστόσο και την ποιητική δημιουργία. Είναι η σειρά των «Υπαινιγμών απ' τον Οράτιο», ηλιόλουστων και εύθυμων σαν τη ζωή του στην Αθήνα, των λυρικών ποιημάτων σαν εκείνο «Για τον χωρισμό» που μελοποίησε ο Μπετόβεν, μα και της προφητικής «Κατάρας της Αθηνάς» - όπου η Αγγλία απειλείται για την αποικιοκρατία της, με το ανάθεμα της Θεάς:
Κοίταξε στην Ανατολή, όπου του Γάγγη η γέννα
Θε να τραντάξει τα σκληρά αυτοκρατορικά θεμέλια
Εκεί η εξέγερση δεινή την κεφαλή σηκώνει
Και των νεκρών ιθαγενών τη Νέμεση αξιώνει
Ώσπου ο Ινδός, πορφύρινη πλημμύρα να κυλήσει
Και σ' αίμα βόρειο τα παλιά τα χρέη να ξοφλήσει.
Γιατί η Παλλάδα, σ' όποιονε λεύτερη γέννα δώσει
Με το χαμό τον απειλεί, τους άλλους αν σκλαβώσει
Τέλος για δες το σπίτι σου - δεν θέλεις να κοιτάς;
Στο αγέλαστο χαμόγελο στενής απελπισιάς
Η πόλη σας πώς θλίβεται: Το Γλέντι κι αν οργιάζει,
Εδώ ο Λιμός λιποθυμά κι εκεί η Αρπάγη αρπάζει.
Είναι ίσως το πρώτο πολιτικό έργο του ποιητή, με αναφορές για την κοινωνική κατάσταση στην πατρίδα του - μια κατάσταση που θα αντιμετωπίσει και ο ίδιος αργότερα στη Βουλή των Λόρδων, ταγμένος στο πλευρό των κατατρεγμένων - των άγγλων εργατών, των ιρλανδών ρωμαιοκαθολικών, του δημοκράτη αγωνιστή ταγματάρχη Τζων Κάρτράιτ, ταλαιπωρούμενου απ' την αστυνομία για την διεκδίκηση της καθολικής ψήφου και της μυστικής ψηφοφορίας. Και δεν είναι διόλου τυχαίο, πως ο παλαίμαχος στρατιωτικός που υπερασπίστηκε ο Μπάιρον, θα εκδώσει το 1821, τις «Νύξεις προς τους Έλληνες», με το ψευδώνυμο «Νέστωρ Λογχοφόρος», προτείνοντας συγκεκριμένες πρακτικές και ελιγμούς απέναντι σε οργανωμένο τακτικό στρατό - ενώ και λίγο πριν πεθάνει, θα εγχειρήσει στους έλληνες διαπραγματευτές του ελληνικού δανείου, μία σειρά προτάσεων για την εφαρμογή ενός γνήσια δημοκρατικού πολιτεύματος.
Πίσω στα 1810, οι ανέμοι δεν παιάνιζαν Θούριους. Οι Κλέφτες είχαν εγκαταλείψει το Μωρηά, διωγμένοι απ' τα δικά τους λάθη και τα Ορλωφικά στοιχειώνανε ακόμα τις ψυχές. Το Φανάρι, τηρούσε στάση κατευνασμού κι όσοι είχανε πιστέψει τις υποσχέσεις του Καποδίστρια στη Λευκάδα, είδανε τη Ρωσία να υπογράφει συνθήκη με τους Τούρκους στο Τιλσίτ. Το πτώμα του Βλαχάβα, οι παιάνες του Λόντου, δεν ήσανε παρά υπαινιγμοί - γραφικότητες άνευ σημασίας, για αφ' υψηλού συζητήσεις των ξένων περιηγητών που συμφωνούσαν πως στους Έλληνες δεν πρέπει καλύτερη μοίρα. Ο Μπάιρον θα διαφοροποιηθεί.
Πνεύμα εσύ της Λευτεριάς! Σαν στης Φυλής το φρύδι
στοίχειωσες τον Θρασύβουλο κι αυτή τη συντροφιά του,
μπορούσες άραγε να ιδείς, την ώρα τη στεναχτική
που σκιάζει σου την καλλονή της αττικής πεδιάς σου;
Δεν είναι τριάντα οι τύραννοι που μ' άλυσσες σε δένουν
μα ο κάθε βάρβαρος μπορεί τη γη σου ν' αφεντεύει
ούτε οι γιοί σου εγείρονται, βογγάνε ματαιωμένοι
τρέμουν το κνούτο της Τουρκιάς, έχοντας σκλάβοι γεννηθεί
κι ως τη στερνή τους την πνοή, σε λόγο και σε έργα απανδρειωμένοι.
Στα πάντα εκτός απ' την μορφή, πόσο αλλαγμένη! Κι όμως
ποιός θα προσέξει τη φωτιά που σιγοκαίει ακόμα
στους οφθαλμούς, τα μάγουλα ποιος θα τα δει ν' ανάβουν
στην άσβεστη τη φλόγα σου, Ελευθερία χαμένη!
Κι όμως πολλοί ονειρεύονται μια ώρα που κοντεύει
να φέρει αυτή προγονική τη δόξα, κληρονομική
γιατί τα όπλα που ζητούν, του ξένου η άφαντη αρωγή
μπροστά στην όργητα του εχθρού, μόνα δεν θα τολμήσουν
Ούτε απ' τη βίβλο της Σκλαβιάς, το λερωμένο σου το όνομα θα σκίσουν.
Δεσμώτες κληρονομικοί! Δεν ξέρετε πως όσοι
Να ζούνε θέλουν λεύτεροι, πρέπει οι ίδιοι να ματώσουν;
Πως με το χέρι το δεξί η κατάκτηση κερδιέται
κι ο Γάλλος ή Μόσχοβος δεν θα σας απολυτρώσουν;
Κι αν ίσως τους περήφανους δεσπότες ταπεινώσουν,
για σας δεν θε να ανάψουν οι βωμοί της Λευτεριάς.
Σκιές Ειλώτων! Τα σπαθιά σας οι εχθροί σας ας τα νοιώσουν!
Άλλαξε αφέντη Ελλάδα! Ίδια μοίρα σε προσμένει
Φεύγει η ώρα σου της δόξας, μα η ντροπή σου παραμένει. («Τσάιλντ Χάρολντ» - Άσμα Δεύτερο, LXXIV-LXXVI)
Ο Τσάιλντ Χάρολντ θα τυπωθεί λίγους μήνες μετά απ' την επιστροφή του Μπάιρον στην Αγγλία, για να εξαντληθεί μέσα σε τρεις μέρες. «Ξύπνησα ένα πρωί και βρήκα τον εαυτό μου διάσημο», θα αναφέρει αυτοσαρκαζόμενος. Ο σπόρος θα πέσει στο εύφορο το χώμα, του στίχου η φλόγα θα κορώσει στα στήθη των φιλελεύθερων και των ριζοσπαστών όλου του κόσμου. Με την ποίηση του Μπάιρον στην τσέπη, θα ανέβει στο ικρίωμα ο επικεφαλής των ρώσων συντρόφων του Αλέξανδρου Υψηλάντη, Κοντράτ Ριλέγιεφ. Και με το θάνατο του ποιητή στο Μεσολόγγι, καταμεσής του Αγώνα, μία κατακραυγή σε όλη την Ευρώπη, θα γίνει χείμαρρος που θα σαρώσει την ανόσια «Ιερά Συμμαχία», βουλιάζοντάς την πλάι στο στόλο των Αιγυπτίων, στο Ναβαρίνο.