Οι έμποροι από νωρίς είχαν “κατασκηνώσει” και ετοίμαζαν τα εμπορεύματά τους.
Τους παρατηρούσε καθώς προσπαθούσαν να τακτοποιήσουν φρούτα και λαχανικά με τέτοιο τρόπο λες και ζωγράφιζαν πίνακες.....Λες και ο κόσμος βλέποντας τις “συνθέσεις” θα ψώνιζε πιο εύκολα.
Άραγε οι τσέπες πόσα ευρώ να μπορούσαν να “ξεφορτωθούν” ;
Μία τηλεόραση έπαιζε δυνατά από το απέναντι διαμέρισμα. Ήταν της κυρά Μαρίας , μία γυναίκα μόνη της που είχε χάσει τον άνδρα της πριν από 3 χρόνια - το στήριγμά της όπως έλεγε – και ζούσε με την λιγοστή σύνταξη που της είχε βγει. Τα παιδιά της ήταν μακριά...πάρα πολύ μακριά. Είχαν φύγει για τα “ξένα” αφού προκοπή στην Ελλάδα δεν μπορούσαν να κάνουν.
Αυτά έλεγε η κυρά Μαρία στις φίλες της αλλά και στον «Αυτιά». Τον έβλεπε κάθε μέρα στην τηλεόραση και του μιλούσε....μιλούσε αυτός απαντούσε αυτή.
“Σε λίγο κυρίες και κύριοι θα συνδεθούμε με τον Νέο Κόσμο όπου γίνεται η λαϊκή της Δευτέρας. Να μιλήσουμε με τον κόσμο , αν ψωνίζει , αν μπορεί να ανταπεξέλθει στις νέες αυξήσεις τιμών...”
“Πες τα Γιώργο μου , πες τα παληκάρι μου...” ανταπαντούσε η κυρά Μαρία. Τον είχε θεό τον Αυτιά , ότι έλεγε ήταν νόμος.
“Αφού το είπε ο Γιώργος ...ξέρω εγώ.... τον άκουσα χτες στην τηλεόραση” .
Ο Παναγιώτης εκνευριζόταν όποτε καθόταν σπίτι τα πρωινά. Δεν άντεχε . Την φασαρία της τηλεόρασης , την φωνή του Αυτιά , την κυρά Μαρία και να έχει και τον θόρυβο της λαϊκής μέσα σε όλα...
Την ώρα που ετοιμαζόταν να κλειστεί μέσα για να απαλλαγεί , άκουσε μία φωνή από το δρόμο :
“ Αμάν πια με όλους εσάς του αλλοδαπούς. ΄Οπου σταθώ και όπου βρεθώ όλο μπροστά μου σας βλέπω. Να πάτε πίσω στην πατρίδα σας και να μας αδιάσετε την γωνιά...”
'Ηταν μία κυρία καλοβαλμένη που μόλις είχε κατέβει από το αυτοκίνητό της. Ο αλλοδαπός που μάλλον πρέπει να ήταν Πακιστανός – όχι ότι τους αναγνώριζε ο Παναγιώτης , όλοι ίδιοι του έμοιαζαν- καθόταν στην άκρη του πεζοδρομίου και μάλλον ενοχλούσε την πρόσβαση προς το χώρο της λαϊκής. Ο κακόμοιρος την κοιτούσε και δεν αποκρινόταν παρά μόνο πάλευε να καθαρίσει ένα πορτοκάλι.
Γύρω από την κυρία, άρχισε να μαζεύεται κόσμος . Για κάποιο λόγο -ανεξήγητο για τον Παναγιώτη- άρχισαν όλοι με την σειρά τους να τα “χώνουν” στον αλλοδαπό. Λες και ξαφνικά αυτός έφταιγε για όλα.
“ Ακριβώς εξαιτίας σας δεν έχουν δουλειά τα παιδιά μας...” είπε ένας κύριος από την ομάδα που είχε συγκεντρωθεί .
“Μας βρομίζετε και δεν μας σέβεστε που σας συντηρούμε...” πετάχτηκε μία κύρια με μία πορτοκαλί ζακέτα.
“Τι να σεβαστούν μωρέ. Που νομίζουν πως ήρθαν στην γη της επαγγελίας , οι άχρηστοι...” ανταπάντησε μία άλλη που κρατούσε ένα μωρό στην αγκαλιά και μόλις είχε προστεθεί στην παρέα.
Ο Παναγιώτης κοιτούσε και σκεφτόταν τι να κάνει. Να μπει μέσα ή να κάτσει να ακούσει την συνέχεια – όχι ότι ήταν κουτσομπόλης – αλλά τον έτρωγε λίγο η περιέργεια.
Πριν προλάβει να ολοκληρώσει την σκέψη του, ακούει την κυρά Μαρία να φωνάζει από το μπαλκόνι :
“ Καλά του τα λέτε. Εμένα τα παιδάκια μου ξενιτεύτηκαν , επειδή δεν είχαν δουλειά εδώ και θα στογγυλοκάθεται ο καθένας από αυτούς, όπου βρει. Απαράδεκτο. Άλλωστε πολλές φορές το έχει πει και ο Αυτιάς πως......”
Η φωνή της ήταν αρκετή για να του δώσει την απάντηση που ήθελε. Τον εκνεύριζε αυτή η γυναίκα.
“Αμάν πια κυρά Μαρία. Βούλωσέ το επιτέλους. Ο Αυτιάς και ο Αυτιάς. Μας έπρηξες. Γλώσσα δεν βάζεις μέσα σου. Γιαυτό έφυγαν τα παιδιά σου – να γλυτώσουν από την μουρμούρα σου – και όχι επειδή δεν θα έκαναν προκοπή εδώ. Αν αγαπούσαν τον τόπο που γεννήθηκαν θα προσπαθούσαν να τον φτιάξουν και όχι να τον παρατήσουν στα δύσκολα....αλλά τους το έμαθες εσύ ; Που να βρεις χρόνο αφού το μυαλό σου είναι στην τηλεόραση και στον Αυτιά.”...ο Παναγιώτης δεν πίστευε ότι ξεστόμισε αυτά τα λόγια.
Η κυρά Μαρία τον κοίταξε λες και τον έβλεπε για πρώτη φορά στην ζωή της. Δεν τον είχε ξαναδεί έτσι έξαλλο.
“Μα καλά τι κάνει τώρα αυτός εδώ και δεν είναι στην δουλειά του...” αναρωτήθηκε.
Ο Παναγιώτης αφού αγριοκοίταξε την κυρά Μαρία , κοίταξε στην παρέα που βρισκόταν στον δρόμο.
“ Και εσείς δεν ντρέπεστε. Μεγάλοι άνθρωποι τα βάζετε όλοι με έναν ταλαίπωρο”
Μπήκε μέσα στο σπίτι, πήρε τα κλειδιά του και βγήκε έξω από το διαμέρισμα. Δεν μπορούσε να περιμένει το ανσασέρ. Κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες από τον τρίτο όροφο.
Μέχρι να βγεί έξω στο δρόμο η παρέα είχε διαλυθεί.
Ο Πακιστανός καθόταν εκεί. Δεν είχε ματακινηθεί καθόλου. Τον περιεργάστηκε. Φορούσε καθαρά ρούχα αλλά βρόμικα παππούτσια. Καθόταν στο πεζοδρόμιο και εμπόδιζε την διέλευση.
“Από που είσαι, μιλάς ελληνικά , καταλαβαίνει ;”...τον ρώτησε.
“Λίγκο πολύ...εγώ πακιστάν...” απάντησε με φόβο στο βλέμμα.
....χμ...το ήξερα...αφού τους αναγνωρίζω εύκολα τους ανθρώπους εγώ...σκέφτηκε ο Παναγιώτης. Αλλά ποιος με ακούει ;
“ Να σου πω πάρε 5 ευρώ και πήγαινε αν θες λίγο πιο πέρα. Εδώ που κάθεσαι εμποδίζεις το πέρασμα...κάθισε αν θες εκεί στην είσοδο της πολυκατοικίας. Αν σου πει κανένας να φύγεις, να τους πεις πως σου το είπα εγώ... είμαι ο διαχειριστής. Κατάλαβες ; ”
Ο πακιστανός τον κοιτούσε με ορθάνοιχτα μάτια.
“ Εγκώ φάει πρώτα ; ”...και του έδειξε το πορτοκάλι που επιτέλους είχε κατορθώσει να καθαρίσει.
Η ιστορία αυτή μου την διηγήθηκε ο φίλος μου Παναγιώτης. Σε ευχαριστώ που μου επέτρεψες να την δημοσιεύσω.
http://giannakouli.blogspot.com/2011/03/blog-post_22.html#more