της Εύης ΠαπαθανασίουΤη Δευτέρα 14 Μαρτίου δόθηκε στη δημοσιότητα η απόφαση του Υπουργείου Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων...
, για τις συγχωνεύσεις-καταργήσεις σχολικών μονάδων και τις συμπτύξεις τμημάτων. Η απόφαση αυτή ορίζει ότι από τη νέα σχολική χρονιά, σε σύνολο περίπου 11.500 σχολικών μονάδων Πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, συνενώνονται οι 1.523 μονάδες και γίνονται 672. Επιπλέον, όσον αφορά τη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση, σε σύνολο 3.116 σχολικών μονάδων συνενώνονται οι 410 μονάδες και γίνονται 205. Οι σχολικές μονάδες με μικρή οργανικότητα, όπως μονοθέσια, διθέσια και τριθέσια νηπιαγωγεία, καθώς και εξαθέσια δημοτικά σχολεία είναι οι πρώτοι στόχοι της εν λογω απόφασης.
Το Υπουργείο προωθεί αυτό το νέο εκπαιδευτικό καθεστώς στην προσπάθειά του να μειώσει τις δαπάνες για την παιδεία προκειμένου να εξοικονομήσει χρήματα για την αποπληρωμή του χρέους, όπως το ίδιο ισχυρίζεται. Κι αυτό, ενώ οι δαπάνες βρίσκονται ήδη στο χαμηλότερο επίπεδο της Μεταπολίτευσης, στο 2,75% του προϋπολογισμού, η δε χρηματοδότηση για τα λειτουργικά έξοδα είναι στο 40% του μέσου όρου της τελευταίας δεκαετίας. Σ΄ αυτό το πλαίσιο, το υπουργείο προβάλλει ως στόχους την παροχή εκπαίδευσης καλύτερης ποιότητας και την ευκολότερη πρόσβαση αυτών στις σχολικές μονάδες… Τα κριτήρια που θέσπισε το υπουργείο για να προχωρήσει στο έργο του ήταν ο αριθμός των μαθητών ανά τμήμα και η ενοικίαση των σχολικών κτιρίων σε ιδιώτες ή εταιρείες.
Όλα τα παραπάνω έχουν ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων, όχι μόνο από το σύνολο της εκπαιδευτικής κοινότητας αλλά από το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας. Και όχι άδικα, αν αναλογιστούμε ότι οι πραγματικοί λόγοι των συγχωνεύσεων ουδεμία σχέση έχουν με παιδαγωγικά κριτήρια. Αντίθετα, με τις συγχωνεύσεις των σχολικών μονάδων αυξάνεται ο αριθμός των μαθητών ανά τμήμα και σε ορισμένες περιπτώσεις αυξάνεται ο αριθμός των τμημάτων ανά σχολείο. Η συνέπεια αυτού του εγχειρήματος είναι η δημιουργία σχολείων-μεγαθήριων, τύπου Γκράβας, στα οποία ενισχύονται οι απρόσωπες σχέσεις και παύει να ισχύει το ανεδαφικό επιχείρημα του Υπουργείου για ανάπτυξη των κοινωνικών δεξιοτήτων των μαθητών. Σε αυτά τα νέου τύπου σχολεία παύει να ισχύει η παιδαγωγική σχέση μεταξύ μαθητή και δασκάλου, παρακωλύεται η εκπαιδευτική πράξη, ενώ, όπως είναι αναμενόμενο, υποβαθμίζεται εντελώς ο παιδαγωγικός χαρακτήρας της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Ακόμα, οι μετακινήσεις των μαθητών από και προς τις νέες και γενικά άγνωστες σχολικές τους μονάδες, θα μοιάζουν με καθημερινό αγώνα δρόμου, ειδικά στην επαρχία που πολλές φορές χωριά αποκλείονται για μέρες λόγω καιρικών συνθηκών, καθώς θα πρέπει να προσέρχονται σε αυτές με μισθωμένα αυτοκίνητα ή λεωφορεία, των οποίων τα έξοδα θα επιβαρύνουν και θα επωμίζονται οι ίδιοι οι γονείς των παιδιών σε μια ήδη δύσκολη οικονομικά συγκυρία, καθώς το ίδιο το Υπουργείο δεν έχει προβλέψει άλλη σχετική ρύθμιση, δεδομένων και των νέων Καλλικρατικών Δήμων που ως επι το πλείστον είναι ήδη αρκετά χρεωμένοι για να δεχτούν και άλλες δαπάνες που τα Υπουργεία δεν είναι σε θέση να καλύψουν. Οι μαθητές, λοιπόν, θα αναγκαστούν να αντιμετωπίσουν, εκτός των άλλων, ένα καινούριο και απρόσωπο σχολικό περιβάλλον και μέσα σε αυτό να εξοικειωθούν, ακόμα και αν είναι υποχρεωμένα να κάνουν μισάωρες ή και παραπάνω διαδρομές φτάνοντας στο σχολείο ήδη κουρασμένα -ιδίως τα μικρότερα σε ηλικία παιδιά- και με την απαίτηση να ανταπεξέλθουν στις σχολικές τους υποχρεώσεις, πράγμα καθόλου εύκολο αν λάβουμε υπόψη και το συναισθηματικό αλλά και ψυχολογικό κόσμο των παιδιών ηλικίας 5 έως 18 ετών.
Η νέα αυτή πραγματικότητα, όμως, όπως προαναφέρθηκε, δεν επηρεάζει μόνο το μαθητικό δυναμικό αλλά και το εκπαιδευτικό προσωπικό. Σε κάθε συγχώνευση σχολικής μονάδας χάνεται περίπου το 20% των οργανικών θέσεων των εκπαιδευτικών, κάτι το οποίο υποχρεώνει μια πληθώρα εκπαιδευτικών, καθηγητών και δασκάλων να μετακινηθούν από τη σχολική μονάδα στην οποία βρίσκονται και υπηρετούν σε μία άλλη, η οποία πιθανότατα να βρίσκεται εκτός νομού ή ακόμα χειρότερα και εκτός περιφέρειας. Οδηγούνται, λοιπόν, σε εργασιακή περιπλάνηση και ταυτόχρονα ανοίγει ο δρόμος για μαζικές απολύσεις στον εκπαιδευτικό κλάδο, εντείνοντας με αυτόν τον τρόπο την εργασιακή επισφάλεια ειδικότερα των νέων εργαζομένων. Επιπλέον, περιορίζονται οι υπηρεσιακές μεταβολές, εφόσον πλέον δεν θα γίνονται δεκτές από γραφεία και διευθύνσεις εκπαίδευσης οι αιτήσεις μεταθέσεων, αποσπάσεων και μετατάξεων, διότι τα οργανικά κενά θα έχουν ήδη καλυφθεί. Παρατείνεται, τέλος, το φαινόμενο της αδιοριστίας, καθώς το Υπουργείο βοηθά να μετατραπεί σε άπιαστο όνειρο η αγωνία και η ελπίδα των αναπληρωτών εκπαιδευτικών για διορισμό.
Για όλα τα παραπάνω, λοιπόν, εκτιμάται ότι το καλά οργανωμένο σχέδιο αυτό δεν είναι παρά μόνο η αρχή μιας πορείας που οδηγεί στη ριζική υποβάθμιση του Δημόσιου Σχολείου. Με εκπαιδευτικούς αποξενωμένους πλήρως από την ίδια τους την εργασία και το περιεχόμενό της εξαιτίας της κυβερνητικής πολιτικής, με εκπαιδευτικούς-αναπληρωτές απλήρωτους και ελαστικά εργαζόμενους από προγράμματα ΕΣΠΑ τα οποία το 2013 ολοκληρώνονται, χωρίς εργασιακή ασφάλεια και με πλήρη εξάρτηση από τους υπερχρεωμένους δήμους αναπτύσσεται ένας νέος τύπος σχολείου, φθηνού και ευέλικτου σχολείου του μνημονίου και της αγοράς, του οποίου η χρηματοδότηση θα γίνεται με βάση την αποτελεσματικότητα της κάθε σχολικής μονάδας.
Επειδή το μαθητικό δυναμικό και το εκπαιδευτικό προσωπικό δεν έχουν να κάνουν με αριθμούς και προσθαφαιρέσεις, αλλά με ανθρώπινες ψυχές, τους πολίτες του σήμερα και του αύριο, το τελικό αποτέλεσμα αυτής της μάχης, που θα εξαρτηθεί από το συνολικό συσχετισμό δύναμης, μας αφορά όλους. Αντιδράσεις ήδη έχουν αρχίσει να εκδηλώνονται σε συλλόγους τόσο Διδασκόντων όσο και Γονέων και Κηδεμόνων, με τα συνδικαλιστικά όργανα να καλούν σε στάσεις εργασίας. Η μάχη είναι κρίσιμη -κι αυτό που κρίνεται ακόμα κρισιμότερο.
http://e-parembasis.blogspot.com/2011/03/blog-post_9335.html