είναι απίθανο να πυροδοτήσουν άλλους μεγάλους σεισμούς σε μακρινές περιοχές του κόσμου. Η νέα μελέτη αντικρούει την θεωρία ότι ένας ασυνήθιστα ισχυρός σεισμός σε μια ήπειρο μπορεί στη συνέχεια να προκαλέσει σεισμό σε μια άλλη ήπειρο.
Οι ερευνητές Τομ Πάρσονς της Αμερικανικής Γεωλογικής Υπηρεσίας και Άαρον Βελάσκο του τμήματος γεωλογικών επιστημών του πανεπιστημίου του Τέξας, που δημοσίευσαν τη σχετική μελέτη στο περιοδικό γεωεπιστημών "Nature Geoscience", σύμφωνα με το Γαλλικό Πρακτορείο, μελέτησαν στοιχεία σεισμών σε βάθος χρόνου 30 ετών, αναλύοντας όλους τους σεισμούς άνω των 7 επτά βαθμών, που συνέβησαν παντού στον κόσμο και ακολουθήθηκαν από σεισμούς μεγαλύτερους των 5 βαθμών.
Οι αμερικανοί γεωλόγοι βρήκαν 205 μεγάλους σεισμούς και περίπου 25.200 υποθετικούς δευτερεύοντες μικρότερους σεισμούς μεταξύ πέντε και επτά βαθμών. Παράλληλα, έλεγξαν αν υπήρξε, με χρονική υστέρηση μιας ημέρας, πυροδότηση άλλων μακρινών σεισμών. Όπως αναφέρουν, αυτό που διαπιστώνεται, είναι μεν μια σημαντική αύξηση στη σεισμική δραστηριότητα μετά από ένα μεγα-σεισμό, αλλά μόνο στις γειτονικές περιοχές του ρήγματος και όχι σε μακρινές περιοχές της Γης.
Αναλυτικότερα, συμπέραναν ότι, μετά από ένα μεγα-σεισμό, υπάρχει αύξηση μικρότερων σεισμών σε απόσταση το πολύ έως 1.000 χιλιομέτρων, ενώ στη συντριπτική πλειονότητα η επίπτωση δεν ξεπερνά την απόσταση των 600 χιλιομέτρων. Σε πιο μακρινές αποστάσεις -μετά τα 1.000 χιλιόμετρα από το επίκεντρο του μεγα-σεισμού- δεν αυξάνεται η συχνότητα των σεισμών, σε σχέση με το φυσιολογικό διαχρονικό επίπεδό τους. Κάθε χρόνο, σημειώνονται κατά μέσο όρο περίπου επτά σεισμοί των επτά βαθμών και άνω.
Αυτή η διαπίστωση ενισχύει την πεποίθηση, των περισσότερων επιστημόνων, ότι ένας μεγάλος σεισμός ασκεί πιέσεις σε γειτονικά τμήματα του ίδιου ρήγματος, όπως τα κουμπιά ενός πουκαμίσου που σκίζονται το ένα μετά το άλλο. Όμως πέρα από αυτό το τοπικό και περιφερειακό φαινόμενο, δεν φαίνεται να υπάρχει αύξηση του σεισμικού κινδύνου σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η θεωρία ότι μπορεί να πυροδοτηθούν σεισμοί σε μακρινές αποστάσεις, που παρουσιάστηκε το 2009, ισχυρίστηκε ότι μετά τον σεισμό των 9,1 βαθμών στη Σουμάτρα το 2004 παρατηρήθηκε μεγάλη αλλαγή στις πιέσεις που ασκούνται στο ρήγμα του Αγία Ανδρέα στην Καλιφόρνια, σε απόσταση περίπου 8.000 χιλιομέτρων.
Ο Πάρσονς παραδέχτηκε ότι μετά από ένα πολύ μεγάλο σεισμό όλος ο πλανήτης επηρεάζεται από το σοκ και έχει διαπιστωθεί ότι η σεισμική ενέργεια αυξάνεται ακόμα και σε μη σεισμογενείς περιοχές όπως η Αυστραλία, καθώς επιφανειακά σεισμικά κύματα μεταδίδονται μέσω του λεπτού φλοιού της Γης. Όμως, πρόσθεσε πως δεν υπάρχουν στοιχεία ότι αυτή η επίδραση έχει ως συνέπεια μακρινά ρήγματα να ενεργοποιούνται και να προκαλούν κι αυτά σεισμό.
Ο Αμερικανός επιστήμονας τόνισε ότι παρακολούθησε στενά τον πρόσφατο μεγα-σεισμό της Ιαπωνίας, στις 11 Μαρτίου, και δεν ανακάλυψε κάποιο στοιχείο που να δείχνει ότι ενεργοποιήθηκε κάποιο μακρινό ρήγμα, πέρα από την ανατολική Ασία. Ακόμα κι ένας ισχυρός σεισμός 6,8 βαθμών που έπληξε την Μιανμάρ, στις 24 Μαρτίου, πιθανότατα οφειλόταν σε σύμπτωση και μάλλον δεν μπορεί να συσχετιστεί με την Ιαπωνία.