Ο επιτυχημένος σκηνοθέτης και ηθοποιός Σαμ Βούτας μας μίλησε για το πώς κατάφερε να καταξιωθεί στην Κίνα...
για την ελληνική καταγωγή του και τη σχέση του με την Ασία. Η τελευταία του
για την ελληνική καταγωγή του και τη σχέση του με την Ασία. Η τελευταία του
Έχοντας το μικρόβιου του ταξιδιού από την οικογένειά του, δε θεωρεί την Κίνα τελικό προορισμό απλώς μέρος της περιπέτειάς του. Όσον αφορά τον πολιτισμό που τον επηρέασε περισσότερο, τα ταξίδια που έκανε στην Ελλάδα σε μικρή ηλικία ήταν μια σημαντική επιρροή για τον Σαμ, αλλά και η μεγάλη προσπάθειά του να μάθει κινέζικα τον έφερε εξίσου κοντά με την Κίνα. Η υποκριτική του άρεσε από παιδί, ενώ στο πανεπιστήμιο άρχισε να συμμετέχει σε ακροάσεις για φοιτητικές ταινίες μικρού μήκους.
Οι ταινίες όμως αυτές και οι ρόλοι δεν τον ικανοποιούσαν καθόλου κι έτσι αποφάσισε να ασχοληθεί ο ίδιος με τη σκηνοθεσία, χωρίς όμως να εγκαταλείψει ποτέ την αγάπη του για την υποκριτική. Αυτό που του αρέσει πολύ σε αυτήν την περίπτωση είναι η συγκέντρωση που χρειάζεται για να πετύχει κανείς το επιθυμητό αποτέλεσμα, ωστόσο η αναμονή ενός τηλεφωνήματος που θα του προσφέρει έναν ρόλο τον κουράζει πολύ. Τότε είναι που καταπιάνεται με τη σκηνοθεσία, η οποία του δίνει την ευκαιρία να παραμένει δημιουργικός μέχρι τον επόμενο ρόλο του.
Η πρώτη εντύπωση φτάνοντας στην Κίνα ήταν αρκετή θετική, παρ’ όλο που εκεί η παρουσία κάποιου από τη Δύση δεν ήταν καθόλου συνηθισμένη στα μέσα της δεκαετίας του ’80 και προκαλούσε την περιέργεια του κόσμου. Όπως μας είπε, ο κινέζικος κινηματογράφος αποτελείται από τους ανεξάρτητους δημιουργούς κι από εκείνους που εγκρίνονται από το κράτος.
Μερικές φορές υπάρχουν κι αυτοί που μεταπηδούν από την πρώτη κατηγορία στη δεύτερη. Η ιδέα για το «Red Light Revolution» προέκυψε στον ίδιο από την παρατήρηση στους δρόμους και τις αλλαγές που σημειώνονταν στις γειτονιές με το πέρασμα των χρόνων.
Η ιστορία είναι για έναν άνδρα, ο οποίος προκειμένου να επιβιώσει ανοίγει ένα sex shop. Οι δύσκολοι καιροί τον αναγκάζουν να κάνει μια δουλειά την οποία η κοινωνία θεωρεί ντροπιαστική, ωστόσο τελικά βρίσκει ανταπόκριση στους γείτονές του που κρυφά επισκέπτονται το μαγαζί του. Πρόκειται για την παρουσίαση της αντίφασης στις αντιλήψεις της κοινωνίας περί ηθικής.
Μέχρι στιγμής η ανταπόκριση του κόσμου στην ταινία είναι θετική, αλλά θα ήθελε να τη δουν ακόμα περισσότεροι. Η πρώτη διεθνής προβολή της ταινίας έγινε στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σάο Πάολο, στα τέλη του 2010, όπου η ταινία γνώρισε μεγάλη επιτυχία και στη συνέχεια παρουσιάστηκε στη Σάντα Μπάρμπαρα, ενώ πρόκειται να παρουσιαστεί και σε άλλα Φεστιβάλ.
Η μεγαλύτερη ομοιότητα που βρίσκει μεταξύ Ελλήνων και Κινέζων ως προς τον τρόπο σκέψης είναι η σημασία που δίνουν και οι δύο λαοί στην οικογένεια και τη φιλία. Όταν πρόκειται για δουλειά επιδιώκουν την προσωπική επαφή με εκείνους που συνεργάζονται και πολλές φορές καταλήγουν να κάνουν πολύ καλούς φίλους. Στην ερώτηση αν θα έκανε κάποια ταινία στην Ελλάδα, απάντησε ότι θα ήθελε πάρα πολύ να κάνει κάτι τέτοιο, ενώ ανέφερε ότι είχε ήδη μιλήσει στο παρελθόν με Έλληνες παραγωγούς για συνεργασία.
Επίσης, όπως μας εξομολογήθηκε, όνειρό του είναι να μεταφέρει κάποιο αρχαίο ελληνικό θεατρικό έργο στη μεγάλη οθόνη με Κινέζους ηθοποιούς και το αντίστροφο. Πιστεύει ότι η πολύ σημαντική παράδοση και των δύο χωρών στο θέατρο θα μπορούσε να συνδυαστεί πολύ δημιουργικά.