...στην οποία τυπικά βρίσκεται από τις αρχές του 2010, και που ουσιαστικά...
υπάρχει εδώ και καιρό. Ακόμα και αν γίνει κάποιο θαύμα και διορθωθούν τα ελλείμματα και τα χρέη της, θα χρειαστούν να περάσουν πολλά χρόνια, και να γίνουν πράγματα που σήμερα μας φαίνονται ακατόρθωτα, ώστε να αλλάξει εξ ολοκλήρου το πρόσωπό της, και να πάρει άλλη πορεία, πολύ καλύτερη, πολύ πιο ποιοτική και ουσιαστική, η ζωή των ανθρώπων της.
Όσο αυτή η προοπτική εξαρτάται από εμάς, τους σύγχρονους Έλληνες, πολίτες και πολιτικούς, (αλληλένδετοι είμαστε, κακά τα ψέματα), δεν βλέπω να επιτυγχάνεται αυτός ο στόχος. Ίσως το καταφέρουν οι επόμενοι, ή οι μεθεπόμενοι, εάν τους έχουμε αφήσει κάτι που να τους κάνει να πιστέψουν ότι αυτόν τον τόπο αξίζει κάποιοι να προσπαθήσουν να τον κρατήσουν ζωντανό, να τον σώσουν, και να τον αλλάξουν.
Δεν είμαστε έτοιμοι για ριζικές και επώδυνες αλλαγές. Δεν τις θέλουμε. Τις φοβόμαστε. Τη λάθος ζωή μας την έχουμε εξιδανικεύσει, και θέλουμε να τη διατηρήσουμε με τις μικρότερες δυνατόν απώλειες. Όπως και στο ποδόσφαιρο, θέλουμε η ομάδα μας να κερδίζει ακόμα κι αν δεν παίζει καλά, και ευχαριστιόμαστε πολύ περισσότερο εάν αυτό γίνει και με τη βοήθεια του διαιτητή, εις βάρος της άλλης ομάδος,
Το «έτσι είμαστ’ εμείς οι Έλληνες», το έχω ακούσει χιλιάδες φορές τους τελευταίους μήνες. Τι σημαίνει «έτσι», ρωτάω; Ψάχνω, αλλά δεν βρίσω ποτέ πειστικές απαντήσεις.
Θα θέλαμε, φερ ειπείν, να είχαμε τις αμοιβές των γερμανών, αλλά με τους δικούς μας όρους εργασίας. Να παίρνουμε, ας πούμε, επίδομα έγκαιρης προσέλευσης στη δουλειά μας. Να απέχουμε μισή μέρα από την εργασία για να πάμε (αν πάμε) σε γενική συνέλευση του συνδικαλιστικού μας οργάνου. Να βρισκόμαστε διαρκώς οι εργαζόμενοι σε πολεμική σύρραξη με τον εργοδότη μας, και εκείνος σε σχέση «αποικιοκρατικής σύμβασης» μαζί μας. Πώς να δουλέψει έτσι μια επιχείρηση ή ένας οργανισμός, όταν όλοι είναι αντίπαλοι, όχι συνεργάτες;
Ανησυχούμε ότι θα διαβρωθεί όλο το «είναι μας» εάν μάθουμε να εργαζόμαστε και να ζούμε διαφορετικά. Το μεγάλο δυστύχημα, όμως, είναι πως ούτε αυτό το «είναι μας» δεν το ξέρουμε καλά.
Αθροιζόμενες, χρόνο με το χρόνο, όλες αυτές οι στρεβλώσεις, έχουν δημιουργήσει ένα όν με το οποίο, εάν δεν είσαι στο ίδιο μήκος κύματος, δυσκολεύεσαι να συνεννοηθείς μαζί του. Άλλη γλώσσα μιλάει αυτό, άλλη εσύ. Αγκαούγκα, όπως έλεγε κάποτε ο Χάρι Κλύν. Πόσο μάλλον να συνυπάρξεις, και να συνεργαστείς.
Ακούς διάφορους συνδικαλιστές να παπαγαλίζουν τσιτάτα και ψευτοεπαναστατικά κατεβατά στην τηλεόραση, και λες μέσα σου, με απόλυτη βεβαιότητα, ότι εάν δεν αλλάξει αυτή η φάτσα, εάν δεν αλλάξει αυτός ο λόγος, εάν δεν αλλάξει όλη αυτή η αισθητική, δεν θα φύγει με τίποτα, ποτέ, η κρίση από τον τόπο μας.
Μα ποιος είναι όμως, αυτός ο απεχθής συνδικαλιστής; Ο άνθρωπός μας βέβαια! Ο κομματικός που μας παρέπεμψε πιο πάνω. Ο πολιτικός που μας διόρισε. Ο άγγελος που μας προστάτευσε. Ο προσωπικός μας νταβατζής, δηλαδή! Περνάει κάθε μήνα, και παίρνει τα οφειλόμενά του. Τι νομίζατε, τζάμπα μας διόρισαν; Και πείτε μου, αλήθεια, σε ποια άλλη πολιτισμένη χώρα του κόσμου, ως και τα περίπτερα έχουν πια τους δικούς τους «προστάτες»;
Κι όμως εδώ, όλο το σύστημα, γύρω από αυτό ακριβώς το πράγμα είναι κτισμένο και δουλεύει. Γεμίσαμε, δηλαδή, φύλακες-άγγελους, αλλά με όψη και κόψη γορίλλα!
Δεν θα την ξεπεράσουμε την κρίση. Μπορεί απλώς να την περάσουμε. Αλλά εδώ θα μείνουμε. Φτωχότεροι, ίσως, αλλά σοφότεροι δεν νομίζω. Η ποιότητα της ζωής μας θα μετριέται πάλι από τα ζεστά Θεσσαλονικιώτικα κολούρια που θα τρώμε τα ξημερώματα βγαίνοντας από τα νυχτερινά κέντρα και κλάμπ, τίγκα στο πιοτό, τραγουδώντας «αχ, Ελλάδα σ’ αγαπώ». Θα λείπουν μερικές εκατοντάδες ευρώ από τις τσέπες και τις κάρτες μας, αλλά πάλι θα βρίζουμε, επάνω στο κέφι, τους ξενέρωτους της Ευρώπης που τέτοια ώρα κοιμούνται. Ή που μάλλον ετοιμάζονται να πάνε δουλειά
Όσο αυτή η προοπτική εξαρτάται από εμάς, τους σύγχρονους Έλληνες, πολίτες και πολιτικούς, (αλληλένδετοι είμαστε, κακά τα ψέματα), δεν βλέπω να επιτυγχάνεται αυτός ο στόχος. Ίσως το καταφέρουν οι επόμενοι, ή οι μεθεπόμενοι, εάν τους έχουμε αφήσει κάτι που να τους κάνει να πιστέψουν ότι αυτόν τον τόπο αξίζει κάποιοι να προσπαθήσουν να τον κρατήσουν ζωντανό, να τον σώσουν, και να τον αλλάξουν.
Δεν είμαστε έτοιμοι για ριζικές και επώδυνες αλλαγές. Δεν τις θέλουμε. Τις φοβόμαστε. Τη λάθος ζωή μας την έχουμε εξιδανικεύσει, και θέλουμε να τη διατηρήσουμε με τις μικρότερες δυνατόν απώλειες. Όπως και στο ποδόσφαιρο, θέλουμε η ομάδα μας να κερδίζει ακόμα κι αν δεν παίζει καλά, και ευχαριστιόμαστε πολύ περισσότερο εάν αυτό γίνει και με τη βοήθεια του διαιτητή, εις βάρος της άλλης ομάδος,
Το «έτσι είμαστ’ εμείς οι Έλληνες», το έχω ακούσει χιλιάδες φορές τους τελευταίους μήνες. Τι σημαίνει «έτσι», ρωτάω; Ψάχνω, αλλά δεν βρίσω ποτέ πειστικές απαντήσεις.
Θα θέλαμε, φερ ειπείν, να είχαμε τις αμοιβές των γερμανών, αλλά με τους δικούς μας όρους εργασίας. Να παίρνουμε, ας πούμε, επίδομα έγκαιρης προσέλευσης στη δουλειά μας. Να απέχουμε μισή μέρα από την εργασία για να πάμε (αν πάμε) σε γενική συνέλευση του συνδικαλιστικού μας οργάνου. Να βρισκόμαστε διαρκώς οι εργαζόμενοι σε πολεμική σύρραξη με τον εργοδότη μας, και εκείνος σε σχέση «αποικιοκρατικής σύμβασης» μαζί μας. Πώς να δουλέψει έτσι μια επιχείρηση ή ένας οργανισμός, όταν όλοι είναι αντίπαλοι, όχι συνεργάτες;
Ανησυχούμε ότι θα διαβρωθεί όλο το «είναι μας» εάν μάθουμε να εργαζόμαστε και να ζούμε διαφορετικά. Το μεγάλο δυστύχημα, όμως, είναι πως ούτε αυτό το «είναι μας» δεν το ξέρουμε καλά.
Αθροιζόμενες, χρόνο με το χρόνο, όλες αυτές οι στρεβλώσεις, έχουν δημιουργήσει ένα όν με το οποίο, εάν δεν είσαι στο ίδιο μήκος κύματος, δυσκολεύεσαι να συνεννοηθείς μαζί του. Άλλη γλώσσα μιλάει αυτό, άλλη εσύ. Αγκαούγκα, όπως έλεγε κάποτε ο Χάρι Κλύν. Πόσο μάλλον να συνυπάρξεις, και να συνεργαστείς.
Ακούς διάφορους συνδικαλιστές να παπαγαλίζουν τσιτάτα και ψευτοεπαναστατικά κατεβατά στην τηλεόραση, και λες μέσα σου, με απόλυτη βεβαιότητα, ότι εάν δεν αλλάξει αυτή η φάτσα, εάν δεν αλλάξει αυτός ο λόγος, εάν δεν αλλάξει όλη αυτή η αισθητική, δεν θα φύγει με τίποτα, ποτέ, η κρίση από τον τόπο μας.
Μα ποιος είναι όμως, αυτός ο απεχθής συνδικαλιστής; Ο άνθρωπός μας βέβαια! Ο κομματικός που μας παρέπεμψε πιο πάνω. Ο πολιτικός που μας διόρισε. Ο άγγελος που μας προστάτευσε. Ο προσωπικός μας νταβατζής, δηλαδή! Περνάει κάθε μήνα, και παίρνει τα οφειλόμενά του. Τι νομίζατε, τζάμπα μας διόρισαν; Και πείτε μου, αλήθεια, σε ποια άλλη πολιτισμένη χώρα του κόσμου, ως και τα περίπτερα έχουν πια τους δικούς τους «προστάτες»;
Κι όμως εδώ, όλο το σύστημα, γύρω από αυτό ακριβώς το πράγμα είναι κτισμένο και δουλεύει. Γεμίσαμε, δηλαδή, φύλακες-άγγελους, αλλά με όψη και κόψη γορίλλα!
Δεν θα την ξεπεράσουμε την κρίση. Μπορεί απλώς να την περάσουμε. Αλλά εδώ θα μείνουμε. Φτωχότεροι, ίσως, αλλά σοφότεροι δεν νομίζω. Η ποιότητα της ζωής μας θα μετριέται πάλι από τα ζεστά Θεσσαλονικιώτικα κολούρια που θα τρώμε τα ξημερώματα βγαίνοντας από τα νυχτερινά κέντρα και κλάμπ, τίγκα στο πιοτό, τραγουδώντας «αχ, Ελλάδα σ’ αγαπώ». Θα λείπουν μερικές εκατοντάδες ευρώ από τις τσέπες και τις κάρτες μας, αλλά πάλι θα βρίζουμε, επάνω στο κέφι, τους ξενέρωτους της Ευρώπης που τέτοια ώρα κοιμούνται. Ή που μάλλον ετοιμάζονται να πάνε δουλειά
aixmi.gr