πέθανε στην "ψάθα" ζητιανεύοντας στα σοκάκια του Πειραιά.
Η αρμόδια αρχή, η οποία χορηγούσε τις θέσεις στους επαίτες, είχε ορίσει για τον ήρωα- επαίτη μια θέση κοντά στο σημείο, όπου βρίσκεται σήμερα η εκκλησία της Ευαγγελίστριας και του επέτρεπε να επαιτεί κάθε Παρασκευή!
Ήταν τόση η φτώχεια του σχεδόν τυφλού πλέον στρατηγού -η πολιτεία δεν του είχε δώσει σύνταξη- ώστε δεν είχε χρήματα ούτε για να αγοράσει ψωμί για την άρρωστη γυναίκα του. Εκείνος, βλέπεις, μπορούσε να αντέξει την...πείνα περισσότερο.
Η περιπέτεια του ήρωα στρατηγού έφθασε στα αυτιά πρέσβη Μεγάλης Δύναμης, (Μ. Βρεττανίας), ο οποίος ενημέρωσε σχετικά την κυβέρνησή του. Έτσι κάποια στιγμή απεσταλμένος της πρεσβείας βρέθηκε στη θέση που ζητιάνευε ο στρατηγός. Μόλις ο Νικηταράς τον αντιλήφθηκε μάζεψε αμέσως το απλωμένο του χέρι!
-Τι κάνετε στρατηγέ μου; Ρώτησε ο απεσταλμένος.
-Απολαμβάνω την ελεύθερη πατρίδα! Απάντησε περήφανα ο ήρωας.
-Μα εδώ την απολαμβάνετε καθισμένος στο δρόμο;
-Η πατρίδα μου έχει χορηγήσει σύνταξη για να ζω καλά, αλλά εγώ έρχομαι εδώ για να παίρνω μια ιδέα πώς περνάει ο κόσμος. αντέτεινε ο περήφανος Νικηταράς.
Είδε και απόειδε ο ξένος και γύρισε να φύγει χαιρετώντας ευγενικά.
Φεύγοντας όμως, άφησε να του πέσει ένα πουγγί με χρυσές λίρες ώστε να μην προσβάλει τον πάμφτωχο στρατηγό.
Ο Νικηταράς άκουσε τον ήχο, έπιασε το πουγγί, το ψηλάφισε, και φώναξε στον ξένο. -Σου έπεσε το πουγγί σου. Πάρ το για να μην το πάρει κανείς και το χάσεις!
Τα ακούσατε λαμόγια της σημερινής, αλλά και χθεσινής πολιτικής σκηνής της Πατρίδος μας;
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ