Και ποιος νοιάζεται στο τέλος – τέλος για τη δική μου ή για τη δική σου διάσπαση, όταν ο καθένας έχει το δικό του σαράκι; Μήπως αυτό το σαράκι κατάντησε να είναι η μικρή μας και αναπόδραστη ευτυχία; Ας μη φανεί παράξενο. Γιατί πώς αλλιώς να ερμηνευτεί η θεληματική μας προσαρμογή στο ρυθμό της προδοσίας, που πάντα έρχεται φτιασιδωμένη με νέο πρόσωπο.
Άντε και προδόθηκε η γενιά του ’40, του ’50, του ’60. οι άλλες γενιές του ’70, του ’80, του ’90, γιατί νιώθουν προδομένες κι από ποιον; Υπάρχει κάθε φορά ένας κάποιος που μας προδίδει, κατά το «λαέ μου ευκολόπιστε και πάντα προδομένε;».
Μήπως τελικά κατασκευάζουμε οι ίδιοι τα πλαίσια, τους ρυθμούς και ζητείται… λυτρωτής που θα μας προδώσει; Μήπως πασχίζουμε να μετουσιώσουμε την εντύπωση από το αδρό γεγονός, για να τη στριμώξουμε μέσα στα ασφυκτικά σύνορα της φαντασίας μας; Εξάλλου, αν εξαιρέσουμε ορισμένα πρόσωπα της χούντας, ποιους άλλους το έθνος κατηγόρησε και ενήγαγε για προδοσία; Εδώ, η προδοσία δε στέκεται στη στενή έννοια των εδαφικών υποθέσεων ή μυστικών, αλλά στην ευρύτερη έννοια της καταλήστεψης των ονείρων, των προσδοκιών και της ισοπέδωσης της ψυχολογίας και της νόησης ενός λαού. Τελικά τείνω να πιστέψω πως ο λαός μας έχασε το αίσθημα της ζωής: τον ενθουσιασμό, το θρίαμβο, τη δημιουργία, την ανάσα του νέου που φτιάχνεται με το μυαλό, με τα χέρια και την καρδιά. Συνηθίσαμε στην επίπεδο ζωή. Στο πρόβλημα χωρίς προβληματισμό και να απολαμβάνουμε την κατάστασή μας, όπως οι αρρωστομανείς την αρρώστια τους.
Ευτυχώς που κάνουν λάθη ολέθρια και οι πολιτικοί, για να σιγουρευόμαστε για τα άλλοθί μας. Πόσοι μελετάνε τους καιρούς; Πόσοι δουλεύουν με την έννοια του δημιουργικού μόχθου; Πόσοι αγανακτούν με τον εαυτό τους; Όσοι το κάνουν είναι και πετυχημένοι κατά κανόνα. Οι άλλοι οι 9.999 στους 10.000 αγκάλιασαν τη μιζέρια του πνεύματός τους και αποχαυνωμένοι περιμένουν τα πάντα και το τίποτα. Είναι φοβερό το πώς βολεύτηκε αυτός ο λαός στην ανούσια ζωή του. Σε κατοχικές περιόδους έχουμε το όνειρο της «λευτεριάς». Τώρα πια, δεν έχουμε όνειρα. Φοβάμαι πως δε μας τα σκότωσαν. Θα είχαμε λόγους να πολεμάμε. Απλώς, τα ξεφορτωθήκαμε για να ξενοιάσουμε και απ’ αυτά. Ο Ντέμης Ρούσσος σε τηλεοπτική του συνέντευξη είχε πει: «Δε με νοιάζει παρά η μπριζόλα». Πόσοι Έλληνες νοιάζονται για κάτι παραπάνω και διαφορετικό; Όλος ο καβγάς γίνεται για τη μερίδα και μόνο. Δεν πάει το όνειρο πέρα από τα σφαγεία. Αντιγράφω τη συγκλονιστική ομολογία του Μίκη Θεοδωράκη, πριν από μερικά χρόνια. Είναι από τους «δρόμους του Αρχάγγελου». Είπε ο Θεοδωράκης: «Η γενιά μου πιάστηκε κορόιδο, περισσότερο απ’ όλους η αφεντιά μου. Τώρα αισθάνομαι δυνατός και ελεύθερος. Χρειάστηκαν δέκα ολόκληρα χρόνια για να το πάρω απόφαση»…
Αισθάνεται, λέει, δυνατός και ελεύθερος. Ασφαλώς επειδή τα παράτησε όλα, λύθηκε από σχοινιά δεκαετιών, δρασκέλισε τα πτώματα των κομμάτων, των ιδεολογιών, των όποιων ονείρων χωρίς επαύριο του λαού και γύρισε στην τέχνη του. Τολμηρό και όμορφο να δημιουργήσει πέρα από την αυταπάτη.
Πόσοι, όμως, έχουν την παρηγοριά της δημιουργίας, αυτή την πρώτη και τελευταία ελευθερία; Οι πολλοί βυθισμένοι στο σαδομαζοχισμό του τίποτα κρατάμε ουρά στις ταβέρνες με τα κοψίδια. Αν κλείσουν, εγκυμονεί ο κίνδυνος να φαγωθούμε μεταξύ μας. Κανένας δεν ονειρεύεται τίποτα. Ανάμεσα σε κουτσοπόρεψη και καλοπόρεψη ξοδεύουμε τις μέρες μας, χωρίς σκοπό. Ο ένας αρπάζεται από τα όνειρα του διπλανού. Ο ένας νεκρός πάνω στον άλλο νεκρό. Γλώσσα, πατρίδα, ιδανικά, στόχοι, έγιναν κουρέλια στον άνεμο. Κι επειδή ανεμίζουν, τα λέμε και σύμβολα. Αυτή είναι η μεγάλη αιχμαλωσία.
Ο σημερινός Έλληνας σκέφτεται όλο και λιγότερο, πολιτικολογεί όλο και περισσότερο, βλέπει όλο και κοντύτερα και βυθίζεται στην ανάγκη όλο και πιο πολύ. Αυτό το πλέγμα της ζωής του Έλληνα και νοοτροπίας, που δεν καθορίζει καμιά συγκεκριμένη στάση, εκμεταλλεύεται άριστα η ασκούμενη πολιτική. Έμμεσα, αλλά καταλυτικά αυξομειώνει αυτές τις τάσεις και εντάσεις, πετυχαίνοντας για την ίδια το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα: Την πολιτική παράλυση και τον ανεγκεφαλισμό. Εκείνη δε η φοβερή εφεύρεση του δεύτερου συνθετικού – ποίηση – με την ανάλογη προσθήκη ενός πρώτου συνθετικού, απαλλάσσει τον πολίτη από κάθε έννοια προβληματισμού, βυθίζοντάς τον ταυτόχρονα στην ασάφεια, που είναι ισχυρότερη της αμάθειας. Του λέει: Πολιτικοποίηση, κοινωνικοποίηση. Και, δυστυχώς, αυτή η Οργουελική πολυσημία έχει περάσει παντού. Δεν πολιτικοποιείται, ούτε κοινωνικοποιείται ο άνθρωπος, γιατί είναι από τη φύση του πολιτικό και κοινωνικό ον. Το αντικείμενο πολιτικοποιείται και κοινωνικοποιείται. Από τη φύση του ο άνθρωπος είναι συνυπαρκτικό πλάσμα. Έχει, δηλαδή, την πολιτική συνείδηση. Γι’ αυτό οργανώθηκε σε κοινωνίες.
Η πολιτική δεν ασχολείται επί της ουσίας με τον πολίτη, αλλά με το συγκυριακό συμφέρον. Κι αυτό, οδήγησε κατά περιόδους στον άκρατο κομματισμό, στην ξεθωριασμένη ιδεολογία και σε τελευταία ανάλυση στην πολιτική μωρία, με κατακλείδα την εθνική δυσπραγία.
Πολλοί πολιτικοί έχουν το απύθμενο θράσος και ανενδοίαστα, σε τούτα τα χρόνια της γνώσης και της σκέψης, να λειτουργούν με βάση τα συμπλέοντα συμφέροντα. Η μεθοδολογία που ακολουθούν είναι απλή. Επιστρατεύονται «μνήμες» εθνικές, παραταξιακές, κάθε φορά σερβιρισμένες κατά το μενού των αναγκών… Έτσι, με αμνήμονες μνήμες και αλλοιώσεις, ο Έλληνας γίνεται κυκλοθυμικός, πολιορκημένος και παραδομένος στην Κίρκη της εξουσίας, νομίζοντας ότι συλλογίζεται. Έτσι, δημιουργούνται τα πλήθη, που αλαλάζουν για τη συμφορά κατά των αντιπάλων.
Αυτός ο μακάριος αντίπαλος είναι ο τελευταίος σταθμός στην πολιτική μας άβυσσο. Και το φοβερότερο είναι ότι η πολιτική έχει πείσει τους κατερχόμενους ότι είναι προοδευτικοί. Προοδευτικοί είναι ως προς την ταχύτητα της κατολίσθησης. Ενώ οι ανερχόμενοι και συλλογιζόμενοι βαφτίζονται συντηρητικοί… Και φθάνουμε στα στημένα διλήμματα: Προοδευτικός ή συντηρητικός. Κατά το παλιό «ψωμί και ελιά και Κώτσο βασιλιά». Και στο πρόσφατο: «Αλλάζουμε ή βουλιάζουμε» του Γιώργου Παπανδρέου.
Είναι θέμα ομοιοκαταληξίας ή πολιτικής αβελτηρίας; Μήπως φοβόμαστε πως συλλογιζόμενοι θα πάψουμε να είμαστε προοδευτικοί; Έτσι, βγάλαμε διαβατήριο και εισιτήριο προς τον πολιτικό μαζοχισμό με εκμαυλισμένες συνειδήσεις. Στον «άνθρωπο που γελά» του Ουγκώ, η τυφλή αγαπούσε (τυφλά) ένα τέρας, που την είχε ευεργετήσει. Όταν ανέβλεψε, ένιωσε φοβερή αποστροφή προς τον ευεργέτη της. Εμείς ποιους αγαπάμε τυφλά και κάνουμε τους ανοιχτομάτηδες;
Οι Έλληνες πρέπει να επιστρέψουμε στον προβληματισμό, στην αποστασιοποίηση. Πρέπει να δεχόμαστε στις αργές ιστορικές και βαθιές αλληλεπιδράσεις. Να δεχόμαστε τις διαπιδύσεις. Αλλά όχι τις εκβιασμένες μίξεις… Πρέπει να μπούμε κάτω από τη φλούδα των φαινομένων και να αντιληφθούμε τις πολλαπλές συναρτήσεις του γίγνεσθαι. Πρέπει να αποκτήσουμε μια ώριμη εποπτεία και καθολική θεώρηση των πραγμάτων, όπου αδογμάτιστα ερμηνεύεται το σύνθετο φαινόμενο της ζωής. Πρέπει να γίνουμε στρατιώτες στην επιδίωξη κάποιου βάθους και κάποιου ορίζοντος, απ’ όπου ανασύρονται ή προβάλλονται αλήθειες. Η επιδίωξη της αλήθειας είναι πράξη επαναστατική και απελευθερωτική. Όλη αυτή η προσπάθεια αίρει και καθαίρει.
Πρέπει να υιοθετήσουμε όλα αυτά τα «πρέπει», αλλιώς με τόσες σαρκοβόρες σειρήνες πάμε χαμένοι. Μήπως πρέπει να το σκεφτούμε;…
Μήπως πρέπει να σκεφτούμε με πληθωρική βουλητικότητα τη μοίρα του τόπου, του έθνους, που προσδοκά το ρωμαλέο χέρι για να τη χειραγωγήσει; Όχι με προσπάθεια γαλήνης. Η γαλήνη ευνουχίζει την ένταση της θέλησης, χαλαρώνει το πάθος. Να σκεφτούμε το πνεύμα και το ρόλο του πνεύματος με τη γόνιμη ταραχή της συνείδησης.
http://www.statesmen.gr/26235/politiki/%CE%BC%CE%AE%CF%80%CF%89%CF%82-%CF%80%CF%81%CE%AD%CF%80%CE%B5%CE%B9-%CE%BD%CE%B1-%CF%84%CE%BF-%CF%83%CE%BA%CE%B5%CF%86%CF%84%CE%BF%CF%8D%CE%BC%CE%B5_13-04-2011.html