Ξένοι κι εγχώριοι επιχειρηματικοί όμιλοι ετοιμάζονται για τη μάχη της Μεγαβατώρας, οι συνδικαλιστές έχουν δηλώσει την πρόθεσή τους για μακρόχρονους αγώνες, ώστε να αποτρέψουν την παράδοση των κρατικών επιχειρήσεων σε ιδιώτες, και ο μέσος καταναλωτής παρακολουθεί τις εξελίξεις χωρίς να γνωρίζει την έκβαση της σύγκρουσης. Το μόνο βέβαιο γι’ αυτόν είναι πως σε κάθε περίπτωση θα κληθεί να πληρώνει ακριβότερα την κάθε κιλοβατώρα που καταναλώνει!
Ωστόσο, το ενδιαφέρον στρέφεται πλέον στους συσχετισμούς δυνάμεων, με βάση τους οποίους οι μονομάχοι θα κατέβουν στον στίβο, για να έχουν τη μεγαλύτερη δυνατή πιθανότητα επιτυχίας στη διεκδίκηση των ενεργειακών επιχειρήσεων.
Σύμμαχό τους έχουν την τακτική της απαξίωσης, που προσπαθούν να περάσουν διάφορα κέντρα, ούτως ώστε να αποδυναμώσουν το «μέτωπο» των αντιδράσεων και των αντιστάσεων στο ξεπούλημα. Τρανό παράδειγμα η μεθοδευμένη και συνεχής προσπάθεια να πληγεί η αξιοπιστία της ΓΕΝΟΠ, η οποία εξ αρχής είχε δηλώσει πως δεν θα αποδεχθεί τη μείωση του ποσοστού που κατέχει το δημόσιο στη ΔΕΗ, από το 51% που είναι σήμερα.
Επικοινωνιακά τρικ
Όσα κέντρα εξουσίας θέλουν να μειώσουν ή και να εξαλείψουν την αντίσταση των συνδικαλιστών της επιχείρησης άρχισαν να δίνουν στη δημοσιότητα διάφορα στοιχεία, για περίεργες υποθέσεις, που δημιουργούσαν την εντύπωση ότι όσοι τάχθηκαν να υπηρετήσουν τα συμφέροντα των συναδέλφων τους είναι ιδιοτελείς και βουτηγμένοι στα σκάνδαλα.
Έτσι, η όποια αντίδραση στο ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας θα είχε και τη ρετσινιά των «βρόμικων» συνδικαλιστών.
Η ενορχηστρωμένη επίθεση, ωστόσο, δεν έχει καταφέρει και πολλά, καθώς η κοινή γνώμη είναι θυμωμένη με την αντιλαϊκή πολιτική της κυβέρνησης και δεν περνούν πλέον επικοινωνιακά τρικ.
Έπειτα από αυτά, λοιπόν, μπαίνει σε ισχύ το επόμενο σχέδιο, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για την υλοποίηση της πολιτικής που μας επιβάλλουν οι δανειστές μας μέσω της τρόικας: τώρα πιάνουν δουλειά τα λόμπι των πολυεθνικών.
Με τον γνωστό και δοκιμασμένο σε άλλες χώρες τρόπο, οι μεγάλες δυνάμεις του κλάδου, που θέλουν να αποκτήσουν τα ενεργειακά πάγια της χώρας μας για ένα κομμάτι ψωμί, βάζουν τους δικούς τους ανθρώπους να προετοιμάζουν το έδαφος, ώστε να διαμορφώσουν την αντίληψη πως το ξεπούλημα των κρατικών ενεργειακών επιχειρήσεων είναι σχεδόν αναπόφευκτο κι ό,τι είναι να γίνει ας γίνει γρήγορα.
Στις αρχές της εβδομάδας πολύ γνωστός παράγων του εγχώριου ενεργειακού συστήματος, που στο παρελθόν διατηρούσε και θεσμικό ρόλο, προσπαθούσε να πείσει τους συνομιλητές του πως μόνο ένας ξένος επενδυτής θα σώσει τη ΔΕΗ από την καταστροφή και επιπλέον θα μπορέσει να υλοποιήσει τις μεγάλες επενδύσεις σε δίκτυα κι άλλες υποδομές που έχει ανάγκη η χώρα.
Το επιχείρημα του συγκεκριμένου ανθρώπου ήταν απλό και λογικοφανές στην επιφάνειά του: σήμερα η ΔΕΗ δεν μπορεί να βρει κεφάλαια για να δανειστεί, καθώς ακολουθεί την αξιολόγηση του ελληνικού Δημοσίου, με αποτέλεσμα τα επιτόκια που της προσφέρουν να είναι τουλάχιστον απαγορευτικά.
Σε περίπτωση που πουληθεί ένα σημαντικό ποσοστό μετοχών της επιχείρησης ηλεκτρισμού σε ξένο ενεργειακό όμιλο, τότε ο τελευταίος θα μπορεί να εξασφαλίσει χρηματοδότηση με τους όρους της δικής του χώρας, για παράδειγμα της Γερμανίας ή της Γαλλίας.
Γενικά, η παρατήρηση είναι σωστή, ωστόσο κανείς δεν εγγυάται πως ο στρατηγικός επενδυτής που θα μπει στη ΔΕΗ θα προχωρήσει και σε επενδύσεις για την ενίσχυση της παραγωγής και των δικτύων, καθώς το πρώτο που θα τον ενδιαφέρει είναι πώς η επιχείρηση θα εμφανίσει μεγάλα κέρδη, ώστε με τα μερίσματα να αποσβέσει τα κεφάλαια που διέθεσε. Τρανό παράδειγμα η τακτική που ακολούθησαν οι Γερμανοί στον ΟΤΕ τα τελευταία χρόνια... Το ίδιο λόμπι υποστηρίζει μάλιστα πως στους ξένους θα πρέπει να πουληθούν και τα δίκτυα μεταφοράς ενέργειας καθώς κι άλλες υποδομές κρίσιμης σημασίας, για να αποτελέσουν το κίνητρο, ώστε οι μεγάλοι ενεργειακοί όμιλοι να επιδείξουν ενδιαφέρον.
Όλοι αυτοί που υποστηρίζουν τη συγκεκριμένη θεωρία κάνουν σαν να τους τσίμπησε καρφίτσα όταν κάποιος τους αντιτείνει πως όλα αυτά τα επιβάλλει το μνημόνιο και επιμένουν πως μόνον έτσι θα σωθεί η χώρα.
Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, αποφεύγουν να απαντήσουν στο τι θα γίνει την επόμενη ημέρα. Πώς, δηλαδή, η οποιαδήποτε κυβέρνηση θα ασκήσει ενεργειακή πολιτική όταν όλα θα έχουν ξεπουληθεί και θα δουλεύουν με βάση τα συμφέροντα των γιγαντιαίων ξένων ομίλων, οι οποίοι δεν θα έχουν την παραμικρή ευαισθησία για να εξυπηρετήσουν τα εθνικά συμφέροντα…
Η κυβέρνηση ανακοίνωσε πως ετοιμάζει την πώληση του 17% της ΔΕΗ και του 34% της ΔΕΠΑ, χωρίς να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες για τον τρόπο και τον χρόνο ιδιωτικοποίησης των μεγαλύτερων επιχειρήσεων στους τομείς της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου.
Τα σενάρια, λοιπόν, δίνουν και παίρνουν, με πιο πιθανά αυτά που έχει καταγράψει το «Π» τις τελευταίες εβδομάδες.
Η περίπτωση της νέας μετοχοποίησης (δηλ. διάθεση του ποσοστού μέσω του Χρηματιστηρίου) της ΔΕΗ απομακρύνεται, καθώς οι τρέχουσες χρηματιστηριακές τιμές μπορούν να στοιχειοθετήσουν κατηγορίες για ξεπούλημα. Αντιθέτως, ένας στρατηγικός επενδυτής θα μπορούσε να δώσει επιπλέον τίμημα (premium) στην τελική προσφορά του.
Για τη ΔΕΠΑ, όπως έχουμε ξαναπεί, σημαντικό ρόλο θα παίξει η άποψη του ομίλου Λάτση, καθώς μέσω των ΕΛ.ΠΕ. ελέγχει το 35% της επιχείρησης και θεωρητικά έχει λόγο στην επιλογή του συνεταίρου. Πολύ περισσότερο που είναι σχεδόν βέβαιο πως και ο ίδιος ο μεγαλοεπιχειρηματίας επιθυμεί να ενισχύσει το ποσοστό του, εφόσον συνοδεύεται και με την ανάληψη της διοίκησης.
Στην περίπτωση της ΔΕΠΑ, πάντως, είναι πιο ισχυρό το ενδεχόμενο εισαγωγής στο Χρηματιστήριο, εφόσον διαπιστωθεί πως δεν υπάρχει τόσο ισχυρό ενδιαφέρον για στρατηγική συνεργασία. Ωστόσο, η επιχείρηση δεν είναι ίδια με εκείνη του 2003, όταν έγινε ανάλογη προσπάθεια και έφτασαν μέχρι την τελική ευθεία οι Ισπανοί της Gas Natural . Από τότε, η ΔΕΠΑ συμμετέχει σε τουλάχιστον τρία σχέδια κατασκευής αγωγών (Τουρκία - Ελλάδα - Ιταλία, Ελλάδα - Βουλγαρία, South Stream ), ενώ σχεδιάζει την κατασκευή και νέων υποδομών φυσικού αερίου (αποθήκη στην Καβάλα) για την ασφάλεια τροφοδοσίας της εγχώριας αγοράς, αλλά και για εξαγωγές σε γειτονικές χώρες.
Μέσα στο ενεργειακό πακέτο ιδιωτικοποιήσεων περιλαμβάνεται και η μεταλλευτική Λάρκο, περισσότερο γιατί είναι ένας από τους μεγαλύτερους καταναλωτές. Στην περίπτωση αυτή, τη «μάχη» θα δώσουν εγχώριοι όμιλοι (Μυτιληναίος, Βαρδινογιάννης) και ξένοι επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται στον εξορυκτικό τομέα και οι οποίοι είχαν ενδιαφερθεί και στο παρελθόν για τη συγκεκριμένη επιχείρηση.
http://www.topontiki.gr/article/16054