Πριν από μερικά χρόνια, όταν ακόμη ζούσε ο πατέρας μου, μου είχε πει: «Μην αναπολείς ένα παρελθόν που σε καμιά περίπτωση δεν...
είναι καλύτερο από το σήμερα». Αφορμή γι’ αυτή την κουβέντα, που, όπως αποδείχτηκε, ήταν μια από τις τελευταίες συγκροτημένες συζητήσεις που είχα κάνει με το μακαρίτη τον γέρο μου, πριν τα αλλεπάλληλα εγκεφαλικά του στερήσουν για πάντα τη δυνατότητα να μπορεί να συνδιαλέγεται, έδωσε ένα φευγαλέο απόσπασμα – σφήνα από μια ασπρόμαυρη ελληνική ταινία, το οποίο πρόβαλε τυχαία εκείνη την ώρα η τηλεόραση.
Μια αθηναϊκή γειτονιά, κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ‘60, με όλα τα…συμπαρομαρτούντα της εποχής: Γαληνεμένο απομεσήμερο, ελάχιστα έως καθόλου αυτοκίνητα, καλοσυνάτοι γείτονες, δίπατα σπίτια με εσωτερικές αυλές και μια δυό (το πολύ) πολυκατοικίες, ένα καφενείο, ένα μπακάλικο και μια ΕΒΓΑ με τηλέφωνο «δια το κοινόν». Μια αύρα εξιδανικευμένης αρμονίας που αναδυόταν από το κινηματογραφικό πλάνο και ακούμπαγε τις πρώτες παιδικές μου αναμνήσεις, προκαλώντας στιγμιαία νοσταλγία για μια εποχή, την οποία όμως ουσιαστικά είχα γνωρίσει από το σινεμά.
-«Όμορφη ήταν η Αθήνα τότε μπαμπά» του είπα, προσπαθώντας περισσότερο να αρχίσω μια κουβέντα, που θα τον έβγαζε από τις βαθύτερες μελαγχολικές του σκέψεις, στις οποίες βυθιζόταν κάθε τόσο από την εποχή που είχε χάσει τη σύντροφο της ζωής του και μάνα μου.
- «Λες μαλακίες» μου απάντησε κοφτά και με κάποια δόση ειρωνείας, και συνέχισε να κοιτάζει αδιάφορα προς την τηλεόραση..
- «Γιατί ρε μπαμπά; Είναι καλύτερα τα πράγματα τώρα; Είναι ωραία δηλαδή αυτή η άθλια Αθήνα που ζούμε σήμερα;» επέμεινα.
Γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος μου, ξεκρέμασε από την άκρη της μύτης του τα γυαλιά του και χαμογέλασε ελαφρά, όπως συνήθως χαμογελούν οι γονείς όταν τα παιδιά τους ρωτάνε πράγματα που οι ίδιοι – ως μεγάλοι – θεωρούν αφελή.
-«Αγόρι μου» είπε. «Δεν θα ‘θελες να ‘χες γνωρίσει το τότε. Και δεν μιλάω μόνο για τη φτώχεια που βίωνε ο περισσότερος κόσμος. Ούτε για τη μια χέστρα που μοιράζονταν πέντε οικογένειες, ούτε για την ολίγη από γιουβέτσι που ήταν το φαΐ μιας ολόκληρης ημέρας για έναν εργένη δημόσιο υπάλληλο, ούτε για τα καραβάνια των απελπισμένων που έφευγαν με τρύπιο σώβρακο και μια βαλίτσα στο χέρι για το Βέλγιο και τη Γερμανία. Γιατί ακόμη κι εκεί που υπήρχαν φράγκα, τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα, αφού παντού και στα πάντα βασίλευε ο φόβος, η ανασφάλεια και η προκατάληψη που γεννούσε ο πολιτικός, και κυρίως, ο κοινωνικός διχασμός δεκαετιών. Ούτε και με χρήμα στην τσέπη δεν ένοιωθες ασφαλής. Και μόλις έπιανες δυο δραχμές παραπάνω έτρεχες να τις κάνεις χρυσές λίρες γιατί ποτέ δεν ήξερες τι θα σου ξημερώσει. Άθλιες, σιχαμερές καταστάσεις…», μουρμούρισε κι άναψε τσιγάρο…
-«Είσαι τυχερός», συνέχισε ξεφυσώντας σαν ανακουφισμένος από κάτι τον καπνό, «που δεν τα έζησες και δεν θα τα ζήσεις όλα αυτά. Αλλά κι εγώ» πρόσθεσε, «τυχερός νοιώθω που κλείνω τον κύκλο της ζωής μου σε μια κοινωνία που δεν πρόκειται να ξαναζήσει ούτε την οικονομική ανέχεια, ούτε να δει το πρόσωπο της πραγματικής σύγκρουσης. Αυτής της απόλυτης σύγκρουσης που δεν έχει ιδεολογικά κίνητρα, αλλά ξεκινάει από την απελπισία εκείνου που του έχουν ξεφτιλίσει εντελώς την αξιοπρέπεια, εκείνου που δεν έχει δουλειά, ή ακόμη χειρότερα εκείνου που δεν έχει ούτε να φάει.
Γι’ αυτό, μην παραμυθιάζεσαι και μη νοσταλγείς ένα παρελθόν που σε καμιά περίπτωση δεν ήταν καλύτερο από το σήμερα. Ούτε γι’ αστείο. Σήμερα τα πράγματα είναι καλύτερα απ΄ όσο ποτέ άλλοτε. Και θα γίνονται όλο και καλύτερα…»
Το… βούλωσα, δεν είπα τίποτα. Αισθάνθηκα ότι δεν είχα και κάποιο ισχυρό αντεπιχείρημα για να συνεχίσω την κουβέντα. Άσε που ένοιωσα ότι με τη συζήτηση που άνοιξα αν και εκνευρισμένο, τον είχα βγάλει έστω και για λίγο από τον λαβύρινθο των ατελείωτων μελαγχολικών σκέψεων του. Βγήκα στο μπαλκόνι.
Ήταν ένα ευχάριστα ζεστό και φωτεινό απόγευμα, στις αρχές καλοκαιριού του 2004. Η Εθνική Ελλάδας βρισκόταν στα ημιτελικά του Euro, η Παπαρίζου είχε θριαμβεύσει ήδη στην Eurovision και στην Καλογρέζα όλα ήταν έτοιμα για να αρχίσει η συναρμολόγηση του στεγάστρου του Καλατράβα που θα προστάτευε από τα ενδεχόμενα καπρίτσια της φύσης τους θεατές των πιο «πετυχημένων ολυμπιακών αγώνων της σύγχρονης ιστορίας». Ένα χρόνο νωρίτερα, ο νόμος Γιαννίτση για το ασφαλιστικό δεν είχε φτάσει ποτέ στη Βουλή γιατί ένα εκατομμύριο κόσμος είχε κατέβει στο δρόμο και τον είχε πάρει «με τις πέτρες», υπερασπιζόμενος τα κεκτημένα της γενιάς του πατέρα μου. Και, όπως, τότε υπέθετα, και τα κεκτημένα της δικής μου γενιάς.
Ο πατέρας μου δεν πρόλαβε το Μνημόνιο. Πέθανε το καλοκαίρι του 2007
Μια αθηναϊκή γειτονιά, κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ‘60, με όλα τα…συμπαρομαρτούντα της εποχής: Γαληνεμένο απομεσήμερο, ελάχιστα έως καθόλου αυτοκίνητα, καλοσυνάτοι γείτονες, δίπατα σπίτια με εσωτερικές αυλές και μια δυό (το πολύ) πολυκατοικίες, ένα καφενείο, ένα μπακάλικο και μια ΕΒΓΑ με τηλέφωνο «δια το κοινόν». Μια αύρα εξιδανικευμένης αρμονίας που αναδυόταν από το κινηματογραφικό πλάνο και ακούμπαγε τις πρώτες παιδικές μου αναμνήσεις, προκαλώντας στιγμιαία νοσταλγία για μια εποχή, την οποία όμως ουσιαστικά είχα γνωρίσει από το σινεμά.
-«Όμορφη ήταν η Αθήνα τότε μπαμπά» του είπα, προσπαθώντας περισσότερο να αρχίσω μια κουβέντα, που θα τον έβγαζε από τις βαθύτερες μελαγχολικές του σκέψεις, στις οποίες βυθιζόταν κάθε τόσο από την εποχή που είχε χάσει τη σύντροφο της ζωής του και μάνα μου.
- «Λες μαλακίες» μου απάντησε κοφτά και με κάποια δόση ειρωνείας, και συνέχισε να κοιτάζει αδιάφορα προς την τηλεόραση..
- «Γιατί ρε μπαμπά; Είναι καλύτερα τα πράγματα τώρα; Είναι ωραία δηλαδή αυτή η άθλια Αθήνα που ζούμε σήμερα;» επέμεινα.
Γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος μου, ξεκρέμασε από την άκρη της μύτης του τα γυαλιά του και χαμογέλασε ελαφρά, όπως συνήθως χαμογελούν οι γονείς όταν τα παιδιά τους ρωτάνε πράγματα που οι ίδιοι – ως μεγάλοι – θεωρούν αφελή.
-«Αγόρι μου» είπε. «Δεν θα ‘θελες να ‘χες γνωρίσει το τότε. Και δεν μιλάω μόνο για τη φτώχεια που βίωνε ο περισσότερος κόσμος. Ούτε για τη μια χέστρα που μοιράζονταν πέντε οικογένειες, ούτε για την ολίγη από γιουβέτσι που ήταν το φαΐ μιας ολόκληρης ημέρας για έναν εργένη δημόσιο υπάλληλο, ούτε για τα καραβάνια των απελπισμένων που έφευγαν με τρύπιο σώβρακο και μια βαλίτσα στο χέρι για το Βέλγιο και τη Γερμανία. Γιατί ακόμη κι εκεί που υπήρχαν φράγκα, τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα, αφού παντού και στα πάντα βασίλευε ο φόβος, η ανασφάλεια και η προκατάληψη που γεννούσε ο πολιτικός, και κυρίως, ο κοινωνικός διχασμός δεκαετιών. Ούτε και με χρήμα στην τσέπη δεν ένοιωθες ασφαλής. Και μόλις έπιανες δυο δραχμές παραπάνω έτρεχες να τις κάνεις χρυσές λίρες γιατί ποτέ δεν ήξερες τι θα σου ξημερώσει. Άθλιες, σιχαμερές καταστάσεις…», μουρμούρισε κι άναψε τσιγάρο…
-«Είσαι τυχερός», συνέχισε ξεφυσώντας σαν ανακουφισμένος από κάτι τον καπνό, «που δεν τα έζησες και δεν θα τα ζήσεις όλα αυτά. Αλλά κι εγώ» πρόσθεσε, «τυχερός νοιώθω που κλείνω τον κύκλο της ζωής μου σε μια κοινωνία που δεν πρόκειται να ξαναζήσει ούτε την οικονομική ανέχεια, ούτε να δει το πρόσωπο της πραγματικής σύγκρουσης. Αυτής της απόλυτης σύγκρουσης που δεν έχει ιδεολογικά κίνητρα, αλλά ξεκινάει από την απελπισία εκείνου που του έχουν ξεφτιλίσει εντελώς την αξιοπρέπεια, εκείνου που δεν έχει δουλειά, ή ακόμη χειρότερα εκείνου που δεν έχει ούτε να φάει.
Γι’ αυτό, μην παραμυθιάζεσαι και μη νοσταλγείς ένα παρελθόν που σε καμιά περίπτωση δεν ήταν καλύτερο από το σήμερα. Ούτε γι’ αστείο. Σήμερα τα πράγματα είναι καλύτερα απ΄ όσο ποτέ άλλοτε. Και θα γίνονται όλο και καλύτερα…»
Το… βούλωσα, δεν είπα τίποτα. Αισθάνθηκα ότι δεν είχα και κάποιο ισχυρό αντεπιχείρημα για να συνεχίσω την κουβέντα. Άσε που ένοιωσα ότι με τη συζήτηση που άνοιξα αν και εκνευρισμένο, τον είχα βγάλει έστω και για λίγο από τον λαβύρινθο των ατελείωτων μελαγχολικών σκέψεων του. Βγήκα στο μπαλκόνι.
Ήταν ένα ευχάριστα ζεστό και φωτεινό απόγευμα, στις αρχές καλοκαιριού του 2004. Η Εθνική Ελλάδας βρισκόταν στα ημιτελικά του Euro, η Παπαρίζου είχε θριαμβεύσει ήδη στην Eurovision και στην Καλογρέζα όλα ήταν έτοιμα για να αρχίσει η συναρμολόγηση του στεγάστρου του Καλατράβα που θα προστάτευε από τα ενδεχόμενα καπρίτσια της φύσης τους θεατές των πιο «πετυχημένων ολυμπιακών αγώνων της σύγχρονης ιστορίας». Ένα χρόνο νωρίτερα, ο νόμος Γιαννίτση για το ασφαλιστικό δεν είχε φτάσει ποτέ στη Βουλή γιατί ένα εκατομμύριο κόσμος είχε κατέβει στο δρόμο και τον είχε πάρει «με τις πέτρες», υπερασπιζόμενος τα κεκτημένα της γενιάς του πατέρα μου. Και, όπως, τότε υπέθετα, και τα κεκτημένα της δικής μου γενιάς.
Ο πατέρας μου δεν πρόλαβε το Μνημόνιο. Πέθανε το καλοκαίρι του 2007
Σταμάτης Γιαννίσης
aixmi.gr