Τα κόμματα, εκμεταλλευόμενα την ανάγκη των ανθρώπων για εργασία, αξιοποιούν την εξουσία προκειμένου να δημιουργήσουν δεσμούς πατρωνίας και πελατειακές σχέσεις με όσους θέλουν να εξασφαλίσουν το εργασιακό τους μέλλον.
Έγινε μια πολύ αξιόλογη νομοθετική προσπάθεια το 1994, με το νόμο Πεπονή, να μπει ένα φρένο στο θλιβερό παιχνίδι των κομματικών διορισμών που αλλοιώνει και το πολιτικό παιχνίδι για την κατάκτηση της εξουσίας. Δυστυχώς, ο νόμος Πεπονή, στη συνέχεια και απ΄ όλες τις κυβερνήσεις που ακολούθησαν, έγινε διάτρητος, με τις εξαιρέσεις και τα παράθυρα τα οποία, είτε υπήρχαν, είτε δημιουργήθηκαν, ακριβώς για να συνεχιστεί η ίδια πρακτική απ’ όλες τις κυβερνήσεις.
Η επόμενη νομοθετική τομή στην υπόθεση των συμβασιούχων, είναι η θέσπιση της κοινοτικής οδηγίας του 1999, η οποία απαγορεύει την κατάχρηση των συμβάσεων ορισμένου χρόνου και την άνιση μεταχείριση των συμβασιούχων έναντι του τακτικού προσωπικού. Η οδηγία, επέβαλε επιπλέον μια θεμελιώδη αλλαγή και στη νομολογία των δικαστηρίων, τα οποία υπό το φως πλέον της οδηγίας άλλαξαν γραμμή.
Ωστόσο, η κατάσταση σήμερα κάθε άλλο παρά έχει ξεκαθαρίσει. Γιατί, ενώ εκδόθηκαν δύο αποφάσεις του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ), που πιστοποίησαν την αντι-κοινοτική πρακτική της διαιώνισης των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, δεν ακολουθήθηκαν από τα ελληνικά δικαστήρια.
Το 2006, εκδόθηκε η απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου 18/2006 που με ένα εξαιρετικό σκεπτικό διαμόρφωνε μια νομολογιακή γραμμή συμβατή με την κοινοτική οδηγία, αλλά και την επιταγή να δοθεί ένα τέρμα στην κατάχρηση των συμβάσεων ορισμένου χρόνου από το κράτος και, γενικά, τους φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Ατυχώς, μετά από αναιρέσεις που άσκησε ο τότε Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κ. Σανιδάς, ακολούθησε η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με τις αποφάσεις 19, 20/2007, που ανέτρεψαν την προηγούμενη απόφαση (18/2006) μέσα σε διάστημα ολίγων μηνών, πράγμα εξαιρετικά σπάνιο στην παράδοση του Αρείου Πάγου. Στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου εκκρεμεί και νέα υπόθεση συμβασιούχων, για την οποία είχε οριστεί δικάσιμη η 23 Σεπτεμβρίου αυτού του έτους, όμως η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε, για το τέλος Ιανουαρίου του 2011. Επομένως η εκκρεμότητα διαιωνίζεται, όπως διαιωνίζεται και η επαίσχυντη αυτή πρακτική της εκμετάλλευσης της ανάγκης των ανθρώπων για εργασία.
Για τους συμβασιούχους του υπουργείου Πολιτισμού.
Αυτοί που σήμερα σηκώνουν το φρύδι ή το δάχτυλο, μπροστά στην απεργία των συμβασιούχων του υπουργείου Πολιτισμού οι οποίοι απέκλεισαν την Ακρόπολη, οφείλουν να γνωρίζουν ότι, τη χώρα δεν εκθέτει η κατάληψη της Ακρόπολης, αλλά η άρνηση του κράτους να πληρώσει τους μισθούς των συμβασιούχων και η διαιώνιση της πολιτικής ομηρίας τους.
Το πρόβλημα των συμβασιούχων έχει, βέβαια, πολλές πτυχές, τόσο πολιτικές όσο και νομικές. Θα πρέπει, πάντως, να επισημάνουμε ότι υπάρχει μια πλάνη διαδεδομένη ακόμα και στους ίδιους τους δικαστές.
Υπάρχουν δικαστές που θεωρούν ότι έχουν μια γενική εντολή, στο πλαίσιο της δικαιοδοτικής λειτουργίας τους, να λύσουν για τη χώρα το πρόβλημα των συμβασιούχων. Τέτοια εντολή δεν υπάρχει! Η εντολή που έχουν οι δικαστές από το Σύνταγμα, είναι μόνο η προστασία όσων προσφεύγουν με αγωγή στα δικαστήρια, παραπονούμενοι για την κατάχρηση των συμβάσεων ορισμένου χρόνου που κάνει μαζικά το ίδιο το κράτος.
Το λέω αυτό και το υπογραμμίζω για τον απλό λόγο ότι το πρόβλημα των συμβασιούχων το δημιουργεί η πολιτική εξουσία, το αναπαράγει με διάφορους τρόπους και μορφές (συμβάσεις εργασίας και έργου ορισμένου χρόνου, ειδικοί υπότροφοι, stagers κ.ο.κ.) και επομένως η πολιτική εξουσία είναι η μόνη που μπορεί να λύσει το πρόβλημα, παύοντας αυτή την επαίσχυντη πολιτική της δημιουργίας νέων γενεών συμβασιούχων. Την πιο πανηγυρική απόδειξη, για τον ρόλο της δικαιοσύνης και του κράτους, στην υπόθεση των συμβασιούχων, αποτελεί το γεγονός ότι η πρακτική της κατάχρησης και της ομηρίας δεν έπαυσε ούτε όταν τα δικαστήρια δικαίωναν ούτε όταν δεν δικαίωναν συμβασιούχους. Το πρόβλημα δημιουργείται και αναπαράγεται στο πολιτικό επίπεδο.
Μια ακόμα παρατήρηση για τη δομή του ίδιου κράτους. Η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων είναι κατοχυρωμένη από το ίδιο το Σύνταγμα και δεν μπορεί, βεβαίως, να καταργηθεί με νόμο. Αυτό όμως που γίνεται ολίγον κατ΄ ολίγον, είναι η διαρκής μείωση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων και η αντικατάσταση τους, είτε από εργαζόμενους αορίστου χρόνου είτε, στη χειρότερη περίπτωση, από εργαζόμενους ορισμένου χρόνου.
Παρατηρείται μια μετάλλαξη, ένα είδος ιδιωτικοποίησης του κράτους, αφού από τον βασικό πυρήνα των απασχολούμενων που είναι οι δημόσιοι υπάλληλοι διολισθαίνουμε σε ένα κράτος που εξυπηρετείται από συμβασιούχους ορισμένου ή αορίστου χρόνου.
Η μετάλλαξη των δημόσιων υπηρεσιών κινείται στον κεντρικό άξονα των πολιτικών για την ιδιωτικοποίηση του κράτους και για την ελαχιστοποίηση της παρουσίας του κράτους με την παλιά μορφή της δημόσιας υπηρεσίας και υπαλληλίας. Στο πλαίσιο αυτό οι συμβασιούχοι και γενικά το έκτακτο προσωπικό αποτελούνται από κατηγορίες εργαζομένων που είτε έχουν μειωμένα δικαιώματα σε σχέση με το τακτικό δημοσιοϋπαλληλικό προσωπικό, είτε έχουν ελάχιστα δικαιώματα, είτε, όπως γίνεται με τους stagers, δεν έχουν σχεδόν καθόλου δικαιώματα.
Αυτή, λοιπόν, είναι μια άλλη πολιτική και νομική όψη του προβλήματος των συμβασιούχων, που συγκροτούν το μειωμένου κόστους ιδιωτικού δικαίου σώμα των επισφαλώς και υπό ομηρία εργαζομένων του κράτους.
*Ο Άρις Καζάκος είναι καθηγητής Εργατικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ
http://www.pressinaction.gr