Η πολιτικοποίηση της ποδοσφαιρικής ζωής είναι κάτι ξένο για τα ελληνικά αθλητικά ήθη και έθιμα. Εδώ, για να εκδηλωθεί κάποιος ποδοσφαιριστής σχετικά με τα πιστεύω του, πρέπει να έχει τερματίσει την καριέρα του.
Στην Ιταλία όμως, το να έχει κάποιος εν ενεργεία αθλητής άποψη και προτιμήσεις είναι πολύ συνηθισμένο. Στη γειτονική χώρα άλλωστε η πολιτική και το ποδόσφαιρο εμπλέκονται έντονα αφού υπάρχουν ομάδες «χρωματισμένες» ανάλογα με τις πεποιθήσεις των οπαδών τους.
Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Λιβόρνο και η Λάτσιο. Ο σύλλογος της Τοσκάνης είναι το προπύργιο της αριστεράς και αυτός της Ρώμης το αντίστοιχο της ακροδεξιάς.
Τα μεταξύ τους ματς είναι πολύ περισσότερο πολιτική αντιπαράθεση παρά ποδοσφαιρική αναμέτρηση. Και –δυστυχώς, αφού κάφροι υπάρχουν παντού- τα επεισόδια συνηθισμένο φαινόμενο.
Σε τέτοιες ομάδες, με σχετικά μικρό κοινό, περιορισμένα στα τοπικιστικά όρια, γεννιούνται και ήρωες. Παίκτες – σύμβολα που λατρεύονται από τους οπαδούς και εκπροσωπούν όσα πρεσβεύει ο σύλλογος και οι υποστηρικτές του.
Στη Λιβόρνο και τη Λάτσιο, σύμβολα ήταν, είναι και θα είναι ο Κριστιάνο Λουκαρέλι και ο Πάολο Ντι Κάνιο.
Ο Λουκαρέλι είναι εν ενεργεία, σε αντίθεση με τον Ντι Κάνιο που έχει σταματήσει το ποδόσφαιρο. Αμφότεροι πολιτικοποιημένοι έντονα, οπαδοί πρώτα απ’ όλα των ομάδων τους και είδωλα των οπαδών.
Ειδικά ο Λουκαρέλι, είναι κάτι παραπάνω από αυτό που λέμε «σημαία» της Λιβόρνο. Έχει κάνει τατουάζ το σήμα της ομάδας στο αριστερό μπράτσο του και λειτουργεί περισσότερο ως οπαδός παρά σαν ποδοσφαιριστής. Φοράει τη φανέλα με το νούμερο 99 για να τιμήσει τον σύνδεσμο οπαδών «Αυτόνομη Ταξιαρχία του Λιβόρνο» ο οποίος ιδρύθηκε το 1999. Όταν σκοράρει πανηγυρίζει με υψωμένη τη γροθιά του, σήμα κατατεθέν του ιταλικού Κομμουνιστικού κόμματος. Στο κινητό του, έχει ήχο κλήσης το περίφημο «Bandiera Rossa» και το 2005 ναύλωσε πούλμαν για να επιστρέψουν στην πόλη οπαδοί της Λιβόρνο που είχαν συλληφθεί για επεισόδια και κρατούνταν στο Τορίνο.
Είναι θαυμαστής του Τσε Γκεβάρα και το έδειξε καθαρά το 1997, παίζοντας με την Εθνική Ελπίδων της Ιταλίας, αφού σκόραρε σήκωσε την φανέλα του και έδειξε το μπλουζάκι με το πρόσωπο του Αργεντινού επαναστάτη που φορούσε. Αυτή η χειρονομία του στέρησε τη συμμετοχή στις εθνικές ομάδες επί σειρά ετών αφού ξανακλήθηκε στη «σκουάντρα ατζούρα» το 2005. Μάλιστα ο Λουκαρέλι το 2005 γνώρισε την Αλέϊδα Γκεβάρα, κόρη του Τσε, και προσπάθησε να πάει με την ομάδα του για φιλικό στην Κούβα.
Ο Ντι Κάνιο, είναι το άλλο άκρο. Είδωλο των ακροδεξιών οπαδών της Λάτσιο, δηλωμένος οπαδός της ομάδας και του Μουσολίνι, χαιρετούσε φασιστικά μετά από κάθε γκολ που πετύχαινε. Πλήρωνε το πρόστιμο και έλεγε μετά «θα συνεχίσω να χαιρετάω έτσι γιατί αισθάνομαι ότι απευθύνομαι στο λαό μου». Απορούσε μάλιστα με το γεγονός ότι τιμωρείτο εκείνος και όχι ο Λουκαρέλι. Δείγμα της νοοτροπίας του είναι το περιστατικό του 2009: τον σταμάτησε αστυνομικός για αλκοτέστ και ο Ντι Κάνιο απείλησε ότι θα τον μεταθέσει!
Περίεργος χαρακτήρας, το 2001 πήρε –αγωνιζόμενος στην Αγγλία με τη Γουέστ Χαμ- το βραβείο «φερ πλέϊ» όταν προτίμησε να μην σκοράρει σε κενή εστία επειδή ο τερματοφύλακας των αντιπάλων ήταν τραυματίας. Έπιασε την μπάλα με τα χέρια και την έδωσε στον διαιτητή, ο οποίος τον συνεχάρη. Στην πρώτη του θητεία στο Νησί πάντως, το 1998 με τη Σέφιλντ Γουένσντεϊ, είχε δείξει το άλλο του πρόσωπο. Δεν του άρεσε ένα σφύριγμα του ρέφερι Πολ Όλκοκ σε αγώνα με την Άρσεναλ και το έδειξε σπρώχνοντας τον και πετώντας τον κάτω.
Οι δυο τους πολλές φορές με δηλώσεις τους καταφέρονταν ο ένας εναντίον του άλλου και το 2005 παραλίγο να κορυφωθεί η κόντρα: σε αγώνα Λιβόρνο – Λάτσιο ο Ντι Κάνιο διαμαρτυρόταν στον διαιτητή, ο Λουκαρέλι κάτι του είπε, ο αρχηγός της Λάτσιο απάντησε και ο ομόλογός του της Λιβόρνο τον «σβέρκωσε». Παρενέβησαν οι ψυχραιμότεροι και ο πολυαναμενόμενος πυγμαχικός αγώνας έμεινε στα χαρτιά. Αν και ήταν εύκολη η πρόβλεψη της έκβασης του αφού ο μεν Λουκαρέλι έχει ύψος 1.95 και ο δε Ντι Κάνιο μόλις 1.80.
http://www.topontiki.gr/article/15770