tromaktiko: Αποδείξεις περί της ιστορικότητας του προσώπου του Ιησού

Σάββατο 23 Απριλίου 2011

Αποδείξεις περί της ιστορικότητας του προσώπου του Ιησού



Τόσο στο περασµένο µας σηµείωµα όσο και σε αυτό, όπως γίνεται φανερό, οι απο­δείξεις περί της ιστορικότητας του Ιησού, εκτός από ανεπαρκείς και ισχνές, είναι και έντονα αµφισβητούµενες διά γυµνού οφθαλ­µού.


Επίσης, σε σύγκριση µε τα όσα περιγράφουν οι χριστιανικές πηγές, όλη αυτή η κοσµοχαλασιά γύρω από τη διδασκαλία του Ιησού και την επιρροή του στον γεωγραφικό χώρο που έδρασε, δεν ανα­φέρεται ουδόλως σε κάποιο εξωχριστιανικό ιστο­ρικό κείµενο της εποχής αλλά και µεταγενέστερο. Έτσι µένουµε στην καλή πίστη των ιερών κείµενων, τα οποία ευαγγελίζονται εκτός από την ανθρώπινη και τη θεϊκή υπόσταση του Ιησού.

Πλίνιος και Σουητώνιος
Μια ακόµα µαρτυρία, η οποία ωστόσο δεν γίνε­ται δεκτή από τους περισσότερους ιστορικούς ως σοβαρή, είναι αυτή του νοµικού και ρήτορα Πλίνι­ου Κεκίλιου Σεκούνδου του Νεότερου, που έζησε περίπου την περίοδο 61-113 µ.Χ. Στις «Επιστολές» του που διασώθηκαν σε 19 τόµους, γίνεται µια µι­κρή αναφορά, η οποία όµως δεν αξιολογείται ως αξιόπιστη. Μάλιστα δεν αναφέρεται καν στο πρό­σωπο του «Christus», αλλά στους οπαδούς του. Φέρεται λοιπόν στο απόσπασµα αυτό ο Πλίνιος να ενηµερώνει τον αυτοκράτορα Τραϊανό για τις συ­νήθειες των χριστιανών. Ιδού το χαρακτηριστικό απόσπασµα:

[...] συνήθιζαν να συνέρχονται καθορισµένη µέρα πριν την ανατολή του ήλιου και να αναπέµπουν ύµνο στον Χριστό όπως σε θεό και εδένοντο µε αµοιβαίο όρκο, όχι για κάποιο έγκληµα, αλλά ότι δεν θα διέ­πρατταν απάτη, ληστεία ή µοιχεία, δεν θα παρέβαναν την πίστη τους, ούτε θα αρνούνταν την ιερή τους παρακαταθήκη, ακόµη κι αν τους δίκαζαν [...]. «Επι­στολή 10, 96», Πλίνιος.

Η επιστολή αυτή, όπως µπορεί να γίνει εύκολα φανερό, δεν µπορεί να αποτελέσει ισχυρή από­δειξη για το ιστορικό πρόσωπο του Ιησού, µάλιστα ο ιστορικός Σαρλς Γκουίγκνµπερτ την απορρίπτει εντελώς ως ιστορικό στοιχείο, λέγοντας: «Μόνο οι πιο αφελείς αποδέχονται αυτό το κείµενο ως επιχεί­ρηµα υπέρ της ιστορικότητα του Ιησού». Το σχετι­κό λοιπόν περιεχόµενο της επιστολής που µιλά για τους πρωτοχριστιανούς, εκτός από αναξιόπιστη, εί­ναι και πολύ µεταγενέστερη, µια και θεωρείται έρ­γο των άρχων του 2ου αιώνα.

Ακόµα πιο αµφισβητήσιµη είναι η λακωνικότα­τη αναφορά του Ρωµαίου ιστορικού Σουητώνιου, ο οποίος έζησε περίπου από το 70 ως το 160 µ.Χ. Στο πλήρως διασωσµένο έργο του, που αφορά τη ζωή των δώδεκα πρώτων αυτοκρατόρων της Ρώµης, ο ιστορικός, συγκεκριµένα στον «Βίο του Κλαυδίου» αναφέρεται στο διάταγµα του αυτοκράτορα (49 ή 53 µ.Χ) µε το οποίο οι Ιουδαίοι της Ρώµης εξορίζο­νταν απ’ αυτήν, δίχως ωστόσο να γίνεται διάκριση σε χριστιανούς και µη χριστιανούς Ιουδαίους.

Iudaeos impulsore Chresto assidue tumultuants Roma expulit (Τους Ιουδαίους που δηµιουργούσαν θόρυβο στη Ρώµη υποκινούµενοι από τον «Χρι­στό» τους εξόρισε). «Βίοι των 12 Καισάρων», Σου­ητώνιος.

Στο λατινικό κείµενο αναφέρεται το όνοµα Chresto, όπως δηλαδή πολλά µεταγενέστερα κεί­µενα αναφέρουν έτσι το όνοµα του Χριστού. Αυτό το ιστορικό γεγονός, για το οποίο γίνεται λόγος στο απόσπασµα του Σουητώνιου, αναφέρεται και στις «Πράξεις των Αποστόλων». Ο διάσηµος ιστορικός Ρόµπερτ Γκρέιβ καθώς και πολλοί άλλοι θεωρούν το Chresto παραλλαγή του ονόµατος Christus ή αλλιώς ότι πρόκειται για ορθογραφικό λάθος των ιστορικών της εποχής. Αυτό που είναι ακόµα πιο σί­γουρο είναι ότι το όνοµα Chrestus ήταν ένα διαδε­δοµένο όνοµα εκείνη την εποχή, ειδικά ανάµεσα στα ονόµατα των σκλάβων. Είναι λοιπόν φανερή η µεγάλη επισφάλεια που έχουµε ως προς το να ταυ­τίσουµε το όνοµα στη µια ή στην άλλη του εκδοχή µε ένα πρόσωπο δίχως ουσιαστικά κανένα συγκε­κριµένο χαρακτηριστικό. Επίσης από τους ιστορι­κούς επισηµαίνεται το γεγονός ότι ο Σουητώνιος ονοµάζει Εβραίους τους οπαδούς του Χριστού και όχι Χριστιανούς.

Έκλειψη ηλίου
Ο Θαλλός, ιστορικός συγγραφέας της Μέσης Ανατολής, έζησε τον 1ο µ.Χ. αιώνα. Ό,τι σώζεται από το έργο του είναι αναφορές τρίτων, κυρίως του Ιώσηπου, του Ιουστίνου και του Τερτιλιανού. Η µαρτυρία του σχετικά µε τον Ιησού είναι ακόµα πιο οµιχλώδης, µια και επικαλείται ως πηγή τον χριστι­ανό συγγραφέα Ιούλιο Αφρικανό, ο οποίος έγραψε σχετικά µε την έκλειψη ηλίου κατά τα γεγονότα της σταύρωσης του Ιησού. Το κείµενο αυτό χρονο­λογείται το 211 µ.Χ.

[…] Σε όλο τον κόσµο κυριάρχησε ένα φοβερό σκοτάδι, και οι πέτρες έπεσαν από σεισµό, και πολ­λά µέρη στην Ιουδαία και σε άλλες επαρχίες έπεσαν κάτω. Τούτο το σκότος ο Θαλλός, στο τρίτο βιβλίο των «Ιστοριών» του, το εξηγεί ως έκλειψη του ηλί­ου, πράγµα παράλογο κατά τη γνώµη µου. Καθώς οι Ιουδαίοι εορτάζουν το Πάσχα τη 14η μέρα, σύμφω­να με τη σελήνη, και η σταύρωση του Σωτήρα μας πέφτει την ημέρα πριν το Πάσχα, και μια έκλειψη του ηλίου παίρνει μέρος μόνον όταν η σελήνη έρ­χεται κάτω από τον ήλιο…». «Χρονικά XVIII», Ιούλι­ος Αφρικανός.

Το απόσπασμα αυτό αμφισβητείται ήδη από εκείνα τα χρόνια, μάλιστα έτυχε και της ειρωνι­κής απαντήσεως του Κέλσου στον «Περί Αληθεί­ας Λόγο».

Έμμεση και ασαφής είναι και η αναφορά του γνωστού μας Λουκιανού, του ελληνομαθούς Σύ­ριου σοφιστή του 2ου μ.Χ. αιώνα. Στο έργο του «Περί της Περεγρίνον τελευτής» κάνει αναφορά στους πρώτους χριστιανούς. Ας σημειωθεί ότι η πηγή είναι αρκετά μεταγενέστερη του Ιησού, όταν ο χριστιανισμός ήταν ήδη μια γνωστή θρησκεία.

[…] Εκείνοι αισθάνονταν αυτόν ως Θεό τους και νομοθέτη τους, τον ανακήρυξαν προστάτη τους και ακόμη εξακολουθούν να σέβονται τον άνθρωπο αυτόν, που σταυρώθηκε στην Παλαιστίνη, επειδή εισήγαγε στη ζωή τους τη νέα αυτή θρησκεία […] έπεισαν τον εαυτό τους οι δυστυχείς ότι θα γίνουν αθάνατοι και πως θα ζήσουν αιώνια και γι’ αυτόν το λόγο περιφρονούν το θάνατο και με τη θέλησή τους πολλοί θυσιάζονται. Ο νομοθέτης αρχηγός τους, τους έπεισε ότι όλοι οι άνθρωποι θα ήταν δυνατό να ζουν αδελφωμένοι και από τότε άρχισαν να αλλά­ζουν θρησκεία, να αρνούνται τους θεούς των Ελλή­νων, να προσκυνούν εκείνον το σοφιστή που σταυ­ρώθηκε και να ζουν σύμφωνα με τους νόμους του.
Χριστιανικές πηγές
Με τις χριστιανικές πηγές τα πράγματα είναι διαφορετικά. Εδώ έχουμε πλήθος αναφορών, πράγμα φυσιολογικό γιατί πάνω στη μαρτυρία αυτών των κείμενων συστάθηκε η νέα – τότε – θρησκεία. Το κατά πόσο αυτές οι μαρτυρίες απο­τελούν και ιστορικά τεκμήρια είναι και αυτό ένα ζήτημα με πολλές όψεις και περισσότερες εκδο­χές. Έτσι η παρουσία του Ιησού «γεμίζει» τις σε­λίδες της Καινής Διαθήκης – από τα Ευαγγέλια ως τις «Επιστολές του Παύλου» και τις «Πράξεις των Αποστόλων». Ωστόσο εδώ, όπως ήδη επιση­μάναμε, πρόκειται για θρησκευτικά κείμενα και για κανέναν λόγο δεν συγκροτούν ιστορικά τεκ­μήρια, πάρα το γεγονός ότι δεν θα μπορούσε να γίνει κι αλλιώς – υπάρχει πλήθος ιστορικών πλη­ροφοριών γύρω από την εποχή των γεγονότων που περιγράφουν.

Οι επιστολές του Παύλου
Είναι γνωστό ότι ο Απόστολος Παύλος, τον οποίο – ειρήσθω εν παρόδω – πολλοί θεωρούν ως τον βασικό θεμελιωτή του χριστιανισμού, έστειλε επιστολές σε διάφορα πρόσωπα και εκ­κλησίες ανάμεσα στο 48 και 68 μ.Χ. Από δεκα­τέσσερις επιστολές στο σύνολο τους του απο­δίδονται οι δεκατρείς, μια και αυτή «Προς του Εβραίους» είναι ανυπόγραφη. Σύμφωνα με μέ­χρι τώρα έρευνες πάνω στην αυθεντικότητα των επιστολών, οι επτά τουλάχιστον αποδίδονται με σιγουριά στον Απόστολο Παύλο.

Τα Ευαγγέλια
Τα Ευαγγέλια αποτελούν την πιο πλήρη πηγή πληροφοριών για τον Ιησού καθώς αναφέρουν πλείστες όσες λεπτομέρειες, γραμμένες μάλιστα από τους λεγόμενους ευαγγελιστές. Άλλα και εδώ τα πράγματα είναι εξαιρετικά μπερδεμένα, έτσι ώστε να δημιουργηθούν διάφορες σχολές που υποστηρίζουν τη μια ή την άλλη άποψη.

Αρχικά τα Ευαγγέλια του Κανόνα ήταν ανώνυ­μα και ατιτλοφόρητα κείμενα. Ο συσχετισμός του με τα γνωστά πρόσωπα Ματθαίο, Μάρκο, Λουκά και Ιωάννη έγινε αργότερα, τον 2ο μ.Χ. αιώνα.

Τα τρία πρώτα ευαγγέλια μοιράζονται ένα πλήθος κοινών ιστοριών, γεγονότων και πληρο­φοριών, έτσι που το ένα να μοιάζει σαν αναπα­ραγωγή του άλλου. Αυτή η διαπίστωση οδήγησε τους μελετητές στη διατύπωση διαφόρων εκδο­χών. Έτσι έχουμε τους μελετητές εκείνους που υποστηρίζουν ότι τα Ευαγγέλια γραφτήκαν από τους ανθρώπους που τα υπογράφουν. Άλλοι πά­λι ισχυρίζονται μέσα από τις δικές τους έρευνες ακριβώς την αντίθετη άποψη: ότι αυτά τα κείμε­να δεν ανήκουν στους γνωστούς μας ευαγγελι­στές. Σύμφωνα πάντα με τις πιο τελευταίες και αξιόπιστες έρευνες, το Κατά Μάρκο και μια άλλη πηγή που ονομάζεται έγγραφο Q αποτέλεσαν τη βάση για τη συγγραφή των Κατά Ματθαίον και Κατά Λουκά Ευαγγελίων. Υπάρχει ωστόσο και η Αυγουστιανή υπόθεση που υποστηρίζει ότι το Κατά Ματθαίον γράφτηκε πρώτο και το Κατά Μάρκον υπήρξε προϊόν περιλήψεώς του. Η πρώ­τη εκδοχή χρονολογεί το Κατά Μάρκον πριν από το 70 μ.Χ. και τα Κατά Ματθαίον και Κατά Λουκά μεταξύ 80-90 μ.Χ. Η δεύτερη χρονολογεί τα συ­νοπτικά Ευαγγέλια πριν από το 70 μ.Χ και τέλος το Κατά Ιωάννη συνήθως το τοποθετούν γύρω στο 90-100 μ.Χ.



http://www.topontiki.gr/article/16029
     



Εδώ σχολιάζεις εσύ!