Επίσης, σε σύγκριση µε τα όσα περιγράφουν οι χριστιανικές πηγές, όλη αυτή η κοσµοχαλασιά γύρω από τη διδασκαλία του Ιησού και την επιρροή του στον γεωγραφικό χώρο που έδρασε, δεν αναφέρεται ουδόλως σε κάποιο εξωχριστιανικό ιστορικό κείµενο της εποχής αλλά και µεταγενέστερο. Έτσι µένουµε στην καλή πίστη των ιερών κείµενων, τα οποία ευαγγελίζονται εκτός από την ανθρώπινη και τη θεϊκή υπόσταση του Ιησού.
Πλίνιος και Σουητώνιος
Μια ακόµα µαρτυρία, η οποία ωστόσο δεν γίνεται δεκτή από τους περισσότερους ιστορικούς ως σοβαρή, είναι αυτή του νοµικού και ρήτορα Πλίνιου Κεκίλιου Σεκούνδου του Νεότερου, που έζησε περίπου την περίοδο 61-113 µ.Χ. Στις «Επιστολές» του που διασώθηκαν σε 19 τόµους, γίνεται µια µικρή αναφορά, η οποία όµως δεν αξιολογείται ως αξιόπιστη. Μάλιστα δεν αναφέρεται καν στο πρόσωπο του «Christus», αλλά στους οπαδούς του. Φέρεται λοιπόν στο απόσπασµα αυτό ο Πλίνιος να ενηµερώνει τον αυτοκράτορα Τραϊανό για τις συνήθειες των χριστιανών. Ιδού το χαρακτηριστικό απόσπασµα:
[...] συνήθιζαν να συνέρχονται καθορισµένη µέρα πριν την ανατολή του ήλιου και να αναπέµπουν ύµνο στον Χριστό όπως σε θεό και εδένοντο µε αµοιβαίο όρκο, όχι για κάποιο έγκληµα, αλλά ότι δεν θα διέπρατταν απάτη, ληστεία ή µοιχεία, δεν θα παρέβαναν την πίστη τους, ούτε θα αρνούνταν την ιερή τους παρακαταθήκη, ακόµη κι αν τους δίκαζαν [...]. «Επιστολή 10, 96», Πλίνιος.
Η επιστολή αυτή, όπως µπορεί να γίνει εύκολα φανερό, δεν µπορεί να αποτελέσει ισχυρή απόδειξη για το ιστορικό πρόσωπο του Ιησού, µάλιστα ο ιστορικός Σαρλς Γκουίγκνµπερτ την απορρίπτει εντελώς ως ιστορικό στοιχείο, λέγοντας: «Μόνο οι πιο αφελείς αποδέχονται αυτό το κείµενο ως επιχείρηµα υπέρ της ιστορικότητα του Ιησού». Το σχετικό λοιπόν περιεχόµενο της επιστολής που µιλά για τους πρωτοχριστιανούς, εκτός από αναξιόπιστη, είναι και πολύ µεταγενέστερη, µια και θεωρείται έργο των άρχων του 2ου αιώνα.
Ακόµα πιο αµφισβητήσιµη είναι η λακωνικότατη αναφορά του Ρωµαίου ιστορικού Σουητώνιου, ο οποίος έζησε περίπου από το 70 ως το 160 µ.Χ. Στο πλήρως διασωσµένο έργο του, που αφορά τη ζωή των δώδεκα πρώτων αυτοκρατόρων της Ρώµης, ο ιστορικός, συγκεκριµένα στον «Βίο του Κλαυδίου» αναφέρεται στο διάταγµα του αυτοκράτορα (49 ή 53 µ.Χ) µε το οποίο οι Ιουδαίοι της Ρώµης εξορίζονταν απ’ αυτήν, δίχως ωστόσο να γίνεται διάκριση σε χριστιανούς και µη χριστιανούς Ιουδαίους.
Iudaeos impulsore Chresto assidue tumultuants Roma expulit (Τους Ιουδαίους που δηµιουργούσαν θόρυβο στη Ρώµη υποκινούµενοι από τον «Χριστό» τους εξόρισε). «Βίοι των 12 Καισάρων», Σουητώνιος.
Στο λατινικό κείµενο αναφέρεται το όνοµα Chresto, όπως δηλαδή πολλά µεταγενέστερα κείµενα αναφέρουν έτσι το όνοµα του Χριστού. Αυτό το ιστορικό γεγονός, για το οποίο γίνεται λόγος στο απόσπασµα του Σουητώνιου, αναφέρεται και στις «Πράξεις των Αποστόλων». Ο διάσηµος ιστορικός Ρόµπερτ Γκρέιβ καθώς και πολλοί άλλοι θεωρούν το Chresto παραλλαγή του ονόµατος Christus ή αλλιώς ότι πρόκειται για ορθογραφικό λάθος των ιστορικών της εποχής. Αυτό που είναι ακόµα πιο σίγουρο είναι ότι το όνοµα Chrestus ήταν ένα διαδεδοµένο όνοµα εκείνη την εποχή, ειδικά ανάµεσα στα ονόµατα των σκλάβων. Είναι λοιπόν φανερή η µεγάλη επισφάλεια που έχουµε ως προς το να ταυτίσουµε το όνοµα στη µια ή στην άλλη του εκδοχή µε ένα πρόσωπο δίχως ουσιαστικά κανένα συγκεκριµένο χαρακτηριστικό. Επίσης από τους ιστορικούς επισηµαίνεται το γεγονός ότι ο Σουητώνιος ονοµάζει Εβραίους τους οπαδούς του Χριστού και όχι Χριστιανούς.
Έκλειψη ηλίου
Ο Θαλλός, ιστορικός συγγραφέας της Μέσης Ανατολής, έζησε τον 1ο µ.Χ. αιώνα. Ό,τι σώζεται από το έργο του είναι αναφορές τρίτων, κυρίως του Ιώσηπου, του Ιουστίνου και του Τερτιλιανού. Η µαρτυρία του σχετικά µε τον Ιησού είναι ακόµα πιο οµιχλώδης, µια και επικαλείται ως πηγή τον χριστιανό συγγραφέα Ιούλιο Αφρικανό, ο οποίος έγραψε σχετικά µε την έκλειψη ηλίου κατά τα γεγονότα της σταύρωσης του Ιησού. Το κείµενο αυτό χρονολογείται το 211 µ.Χ.
[…] Σε όλο τον κόσµο κυριάρχησε ένα φοβερό σκοτάδι, και οι πέτρες έπεσαν από σεισµό, και πολλά µέρη στην Ιουδαία και σε άλλες επαρχίες έπεσαν κάτω. Τούτο το σκότος ο Θαλλός, στο τρίτο βιβλίο των «Ιστοριών» του, το εξηγεί ως έκλειψη του ηλίου, πράγµα παράλογο κατά τη γνώµη µου. Καθώς οι Ιουδαίοι εορτάζουν το Πάσχα τη 14η μέρα, σύμφωνα με τη σελήνη, και η σταύρωση του Σωτήρα μας πέφτει την ημέρα πριν το Πάσχα, και μια έκλειψη του ηλίου παίρνει μέρος μόνον όταν η σελήνη έρχεται κάτω από τον ήλιο…». «Χρονικά XVIII», Ιούλιος Αφρικανός.
Το απόσπασμα αυτό αμφισβητείται ήδη από εκείνα τα χρόνια, μάλιστα έτυχε και της ειρωνικής απαντήσεως του Κέλσου στον «Περί Αληθείας Λόγο».
Έμμεση και ασαφής είναι και η αναφορά του γνωστού μας Λουκιανού, του ελληνομαθούς Σύριου σοφιστή του 2ου μ.Χ. αιώνα. Στο έργο του «Περί της Περεγρίνον τελευτής» κάνει αναφορά στους πρώτους χριστιανούς. Ας σημειωθεί ότι η πηγή είναι αρκετά μεταγενέστερη του Ιησού, όταν ο χριστιανισμός ήταν ήδη μια γνωστή θρησκεία.
[…] Εκείνοι αισθάνονταν αυτόν ως Θεό τους και νομοθέτη τους, τον ανακήρυξαν προστάτη τους και ακόμη εξακολουθούν να σέβονται τον άνθρωπο αυτόν, που σταυρώθηκε στην Παλαιστίνη, επειδή εισήγαγε στη ζωή τους τη νέα αυτή θρησκεία […] έπεισαν τον εαυτό τους οι δυστυχείς ότι θα γίνουν αθάνατοι και πως θα ζήσουν αιώνια και γι’ αυτόν το λόγο περιφρονούν το θάνατο και με τη θέλησή τους πολλοί θυσιάζονται. Ο νομοθέτης αρχηγός τους, τους έπεισε ότι όλοι οι άνθρωποι θα ήταν δυνατό να ζουν αδελφωμένοι και από τότε άρχισαν να αλλάζουν θρησκεία, να αρνούνται τους θεούς των Ελλήνων, να προσκυνούν εκείνον το σοφιστή που σταυρώθηκε και να ζουν σύμφωνα με τους νόμους του.
Χριστιανικές πηγές
Με τις χριστιανικές πηγές τα πράγματα είναι διαφορετικά. Εδώ έχουμε πλήθος αναφορών, πράγμα φυσιολογικό γιατί πάνω στη μαρτυρία αυτών των κείμενων συστάθηκε η νέα – τότε – θρησκεία. Το κατά πόσο αυτές οι μαρτυρίες αποτελούν και ιστορικά τεκμήρια είναι και αυτό ένα ζήτημα με πολλές όψεις και περισσότερες εκδοχές. Έτσι η παρουσία του Ιησού «γεμίζει» τις σελίδες της Καινής Διαθήκης – από τα Ευαγγέλια ως τις «Επιστολές του Παύλου» και τις «Πράξεις των Αποστόλων». Ωστόσο εδώ, όπως ήδη επισημάναμε, πρόκειται για θρησκευτικά κείμενα και για κανέναν λόγο δεν συγκροτούν ιστορικά τεκμήρια, πάρα το γεγονός ότι δεν θα μπορούσε να γίνει κι αλλιώς – υπάρχει πλήθος ιστορικών πληροφοριών γύρω από την εποχή των γεγονότων που περιγράφουν.
Οι επιστολές του Παύλου
Είναι γνωστό ότι ο Απόστολος Παύλος, τον οποίο – ειρήσθω εν παρόδω – πολλοί θεωρούν ως τον βασικό θεμελιωτή του χριστιανισμού, έστειλε επιστολές σε διάφορα πρόσωπα και εκκλησίες ανάμεσα στο 48 και 68 μ.Χ. Από δεκατέσσερις επιστολές στο σύνολο τους του αποδίδονται οι δεκατρείς, μια και αυτή «Προς του Εβραίους» είναι ανυπόγραφη. Σύμφωνα με μέχρι τώρα έρευνες πάνω στην αυθεντικότητα των επιστολών, οι επτά τουλάχιστον αποδίδονται με σιγουριά στον Απόστολο Παύλο.
Τα Ευαγγέλια
Τα Ευαγγέλια αποτελούν την πιο πλήρη πηγή πληροφοριών για τον Ιησού καθώς αναφέρουν πλείστες όσες λεπτομέρειες, γραμμένες μάλιστα από τους λεγόμενους ευαγγελιστές. Άλλα και εδώ τα πράγματα είναι εξαιρετικά μπερδεμένα, έτσι ώστε να δημιουργηθούν διάφορες σχολές που υποστηρίζουν τη μια ή την άλλη άποψη.
Αρχικά τα Ευαγγέλια του Κανόνα ήταν ανώνυμα και ατιτλοφόρητα κείμενα. Ο συσχετισμός του με τα γνωστά πρόσωπα Ματθαίο, Μάρκο, Λουκά και Ιωάννη έγινε αργότερα, τον 2ο μ.Χ. αιώνα.
Τα τρία πρώτα ευαγγέλια μοιράζονται ένα πλήθος κοινών ιστοριών, γεγονότων και πληροφοριών, έτσι που το ένα να μοιάζει σαν αναπαραγωγή του άλλου. Αυτή η διαπίστωση οδήγησε τους μελετητές στη διατύπωση διαφόρων εκδοχών. Έτσι έχουμε τους μελετητές εκείνους που υποστηρίζουν ότι τα Ευαγγέλια γραφτήκαν από τους ανθρώπους που τα υπογράφουν. Άλλοι πάλι ισχυρίζονται μέσα από τις δικές τους έρευνες ακριβώς την αντίθετη άποψη: ότι αυτά τα κείμενα δεν ανήκουν στους γνωστούς μας ευαγγελιστές. Σύμφωνα πάντα με τις πιο τελευταίες και αξιόπιστες έρευνες, το Κατά Μάρκο και μια άλλη πηγή που ονομάζεται έγγραφο Q αποτέλεσαν τη βάση για τη συγγραφή των Κατά Ματθαίον και Κατά Λουκά Ευαγγελίων. Υπάρχει ωστόσο και η Αυγουστιανή υπόθεση που υποστηρίζει ότι το Κατά Ματθαίον γράφτηκε πρώτο και το Κατά Μάρκον υπήρξε προϊόν περιλήψεώς του. Η πρώτη εκδοχή χρονολογεί το Κατά Μάρκον πριν από το 70 μ.Χ. και τα Κατά Ματθαίον και Κατά Λουκά μεταξύ 80-90 μ.Χ. Η δεύτερη χρονολογεί τα συνοπτικά Ευαγγέλια πριν από το 70 μ.Χ και τέλος το Κατά Ιωάννη συνήθως το τοποθετούν γύρω στο 90-100 μ.Χ.
http://www.topontiki.gr/article/16029