Τον τελευταίο καιρό ολοένα και συχνότερα στον χώρο της Παιδείας και της Έρευνας -και όχι μόνο- παρουσιάζονται...
«Ιδεογραφήματα», που, σε συνδυασμό με μια απαξιωτική προσέγγιση παλαιότερων πολιτικών, παρουσιάζονται ως τα μαγικά εργαλεία για τον εκσυγχρονισμό της χώρας.
Συχνά δεν προσμετρώνται οι επιπτώσεις, αλλά ούτε και σταθμίζεται η χρησιμότητα τους, αν προηγουμένως δεν έχουν διαμορφωθεί οι κατάλληλες πολιτικές. Θα δώσω δυο παραδείγματα, για να γίνει κατανοητό τι εννοώ.
Παράδειγμα 1ον : Στο χώρο της Έρευνας, ο αρμόδιος υφυπουργός εμφανίζεται στον έντυπο ή ηλεκτρονικό Τύπο με χάρτινα κουτιά -ή χωρίς- και αφού διατυπώνει περισπούδαστα ερωτήματα για το πού πήγαν τα χρήματα που δόθηκαν για την έρευνα τις τελευταίες δεκαετίες, εξαγγέλλει ρηξικέλευθα ότι από τώρα και στο εξής οι αξιολογήσεις θα γίνονται μόνο από ξένους αξιολογητές προκειμένου να επιχορηγηθούν οι άριστοι.
Αντιπαρέρχομαι το ερώτημα, διότι φαντάζομαι ότι την απάντηση την ξέρει και αν δεν την ξέρει καλό είναι να μελετήσει μια θαυμάσια μελέτη του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης με τίτλο «Ελληνικές Επιστημονικές Δημοσιεύσεις 1993-2008», που θα τον βοηθήσει να αντιληφθεί ότι με τις πολιτικές που προωθήθηκαν τις δυο τελευταίες δεκαετίες η Ελληνική Επιστημονική Έρευνα πήρε επιτέλους μια θέση στον διεθνή επιστημονικό χάρτη.
Ας, δούμε, όμως τι κατορθώθηκε με τις διεθνείς αξιολογήσεις. Ξεκαθαρίζω από την αρχή ότι με την ιδέα δεν μπορεί να διαφωνήσει κανείς, διότι μεγάλος αριθμός αξιολογητών παρέχει περισσότερες δυνατότητες επιλογών. Ποιες, όμως, είναι οι συνέπειες;
Για δύο και πλέον χρόνια, η επιστημονική κοινότητα σε Πανεπιστήμια και Ερευνητικά Κέντρα έχει μείνει χωρίς την παραμικρή επιχορήγηση και εκκρεμεί η αξιολόγηση πολλών εκατοντάδων προτάσεων με ενδιαφέρουσες ιδέες, διακινδυνεύοντας σε λίγο να πάψουν να είναι καινοτόμες.
Σε συνθήκες πρωτόγνωρης ανεργίας, νέοι επιστήμονες δεν μπορούν να προσληφθούν για να εκπονήσουν διδακτορικές διατριβές και με διάχυτη απόγνωση προσπαθούν να βρουν στο εξωτερικό την τύχη τους, παρόλο που υπάρχουν διαθέσιμα χρήματα από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Στο τέλος, βέβαια, μπορεί και να χαθούν.
Οι άνθρωποι της αγοράς που εμπλέκονται με τον χώρο της έρευνας (αντιπρόσωποι μηχανημάτων, αναλωσίμων, υπολογιστών) βρίσκονται σε απόγνωση. Η μη επιχορήγηση προτάσεων έχει άμεση σχέση με την επιβίωσή τους.
Παράδειγμα 2ον : Τον τελευταίο καιρό με ολοένα και αυξανόμενη ένταση, επαναφέρεται το θέμα της αξιολόγησης των Πανεπιστημίων. Σχέδια αξιολόγησης-εσωτερικής και εξωτερικής- διαδέχονται το ένα το άλλο, δίκτυα υπηρεσιών για την αξιολόγηση διαμορφώνονται, τεράστιος αριθμός ωρών χάνεται και όλα τα δεινά στην Ανώτατη Παιδεία φαίνεται να αποδίδονται στο ότι δεν υπάρχει οργανωμένη διαδικασία αξιολόγησης. Το ίδιο μας είπαν, άλλωστε, και οι σοφοί στο περισπούδαστο πόρισμα στο οποίο κατέληξαν, χωρίς να συνομιλήσουν με κανένα από εκείνους που υποτίθεται αξιολογούν, ίσως για να είναι κατάλληλο το πόρισμα και για άλλες χώρες. Τέτοια σοφία.
Χωρίς να αμφισβητείται η σημασία της αξιολόγησης ως εργαλείου αναβάθμισης της ποιότητας λειτουργίας του οποιουδήποτε ατόμου ή οργανισμού, το κυρίαρχο ερώτημα που πρέπει να τεθεί είναι το πως διαμορφώθηκαν τα προβλήματα, που είναι βέβαιο ότι θα επισημάνει η αξιολόγηση, και το πώς θα αναταχθούν.
Αν διαμορφώθηκε αυτός ο Χάρτης με ίδρυση και κατανομή ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στη χώρα, τέτοια που δεν υπάρχει σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου, τα Πανεπιστήμια έχουν την ευθύνη ή οι άφρονες πολιτικές που ακολουθήθηκαν από εκείνους που τα ίδρυσαν; Αν το νομικό πλαίσιο μεταβάλλεται συνεχώς τα τελευταία χρόνια – και όπως έχω τονίσει και σε παλαιότερα άρθρα -διαμορφώνεται με αβάσταχτη προχειρότητα, η αξιολόγηση περιμένουμε να μας το υποδείξει; Αν η θέση του Καθηγητού Πανεπιστημίου υποβαθμίστηκε τόσο βάναυσα από κάθε πλευρά, ώστε να μην είναι πλέον επίζηλη για τους συναδέλφους που έχουν εντυπωσιακή καριέρα στο εξωτερικό, τα Πανεπιστήμια φταίνε ή εκείνοι που για δικούς τους λόγους το επέβαλαν;
Το ότι ο νόμος που ρυθμίζει τον τρόπο επιλογής των οργάνων διοίκησης στα Πανεπιστήμια αποτελεί Παγκόσμια πρωτοτυπία για την οποία πάλι υπερηφανευόταν το 1982 ο αρμόδιος τότε υφυπουργός Παιδείας, η αξιολόγηση περιμένουμε να μας πληροφορήσει; Το ότι τα τελευταία χρόνια τα χρήματα από τον τακτικό προϋπολογισμό μειώθηκαν ουσιαστικά στα Πανεπιστήμια, με αποτέλεσμα να απαξιώνονται οι υποδομές που είχαν δημιουργηθεί, και αυτό από την αξιολόγηση θα το μάθουμε;
Θα μπορούσε κανείς να διατυπώσει δεκάδες ερωτήματα με τα οποία εύκολα μπορεί να πείσει κάθε καλόπιστο πολίτη ότι προτού διατυπωθούν τα θεωρητικά «Ιδεογραφήματα» είναι αναγκαίο να διαμορφωθούν κατάλληλες πολιτικές για να λειτουργήσουν τα Πανεπιστημιακά Iδρύματα και μετά, βέβαια, να αξιολογηθούν, για να δούμε πώς θα βελτιωθούν. Το αντίστροφο μόνο θορύβους δημιουργεί, χωρίς κανένα αποτέλεσμα.
Εμμανουήλ Φραγκούλης
aixmi.gr
*Ο Μανώλης Φραγκούλης είναι καθηγητής Βιοχημείας και πρόεδρος του Τμήματος Βιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών
Συχνά δεν προσμετρώνται οι επιπτώσεις, αλλά ούτε και σταθμίζεται η χρησιμότητα τους, αν προηγουμένως δεν έχουν διαμορφωθεί οι κατάλληλες πολιτικές. Θα δώσω δυο παραδείγματα, για να γίνει κατανοητό τι εννοώ.
Παράδειγμα 1ον : Στο χώρο της Έρευνας, ο αρμόδιος υφυπουργός εμφανίζεται στον έντυπο ή ηλεκτρονικό Τύπο με χάρτινα κουτιά -ή χωρίς- και αφού διατυπώνει περισπούδαστα ερωτήματα για το πού πήγαν τα χρήματα που δόθηκαν για την έρευνα τις τελευταίες δεκαετίες, εξαγγέλλει ρηξικέλευθα ότι από τώρα και στο εξής οι αξιολογήσεις θα γίνονται μόνο από ξένους αξιολογητές προκειμένου να επιχορηγηθούν οι άριστοι.
Αντιπαρέρχομαι το ερώτημα, διότι φαντάζομαι ότι την απάντηση την ξέρει και αν δεν την ξέρει καλό είναι να μελετήσει μια θαυμάσια μελέτη του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης με τίτλο «Ελληνικές Επιστημονικές Δημοσιεύσεις 1993-2008», που θα τον βοηθήσει να αντιληφθεί ότι με τις πολιτικές που προωθήθηκαν τις δυο τελευταίες δεκαετίες η Ελληνική Επιστημονική Έρευνα πήρε επιτέλους μια θέση στον διεθνή επιστημονικό χάρτη.
Ας, δούμε, όμως τι κατορθώθηκε με τις διεθνείς αξιολογήσεις. Ξεκαθαρίζω από την αρχή ότι με την ιδέα δεν μπορεί να διαφωνήσει κανείς, διότι μεγάλος αριθμός αξιολογητών παρέχει περισσότερες δυνατότητες επιλογών. Ποιες, όμως, είναι οι συνέπειες;
Για δύο και πλέον χρόνια, η επιστημονική κοινότητα σε Πανεπιστήμια και Ερευνητικά Κέντρα έχει μείνει χωρίς την παραμικρή επιχορήγηση και εκκρεμεί η αξιολόγηση πολλών εκατοντάδων προτάσεων με ενδιαφέρουσες ιδέες, διακινδυνεύοντας σε λίγο να πάψουν να είναι καινοτόμες.
Σε συνθήκες πρωτόγνωρης ανεργίας, νέοι επιστήμονες δεν μπορούν να προσληφθούν για να εκπονήσουν διδακτορικές διατριβές και με διάχυτη απόγνωση προσπαθούν να βρουν στο εξωτερικό την τύχη τους, παρόλο που υπάρχουν διαθέσιμα χρήματα από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Στο τέλος, βέβαια, μπορεί και να χαθούν.
Οι άνθρωποι της αγοράς που εμπλέκονται με τον χώρο της έρευνας (αντιπρόσωποι μηχανημάτων, αναλωσίμων, υπολογιστών) βρίσκονται σε απόγνωση. Η μη επιχορήγηση προτάσεων έχει άμεση σχέση με την επιβίωσή τους.
Παράδειγμα 2ον : Τον τελευταίο καιρό με ολοένα και αυξανόμενη ένταση, επαναφέρεται το θέμα της αξιολόγησης των Πανεπιστημίων. Σχέδια αξιολόγησης-εσωτερικής και εξωτερικής- διαδέχονται το ένα το άλλο, δίκτυα υπηρεσιών για την αξιολόγηση διαμορφώνονται, τεράστιος αριθμός ωρών χάνεται και όλα τα δεινά στην Ανώτατη Παιδεία φαίνεται να αποδίδονται στο ότι δεν υπάρχει οργανωμένη διαδικασία αξιολόγησης. Το ίδιο μας είπαν, άλλωστε, και οι σοφοί στο περισπούδαστο πόρισμα στο οποίο κατέληξαν, χωρίς να συνομιλήσουν με κανένα από εκείνους που υποτίθεται αξιολογούν, ίσως για να είναι κατάλληλο το πόρισμα και για άλλες χώρες. Τέτοια σοφία.
Χωρίς να αμφισβητείται η σημασία της αξιολόγησης ως εργαλείου αναβάθμισης της ποιότητας λειτουργίας του οποιουδήποτε ατόμου ή οργανισμού, το κυρίαρχο ερώτημα που πρέπει να τεθεί είναι το πως διαμορφώθηκαν τα προβλήματα, που είναι βέβαιο ότι θα επισημάνει η αξιολόγηση, και το πώς θα αναταχθούν.
Αν διαμορφώθηκε αυτός ο Χάρτης με ίδρυση και κατανομή ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στη χώρα, τέτοια που δεν υπάρχει σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου, τα Πανεπιστήμια έχουν την ευθύνη ή οι άφρονες πολιτικές που ακολουθήθηκαν από εκείνους που τα ίδρυσαν; Αν το νομικό πλαίσιο μεταβάλλεται συνεχώς τα τελευταία χρόνια – και όπως έχω τονίσει και σε παλαιότερα άρθρα -διαμορφώνεται με αβάσταχτη προχειρότητα, η αξιολόγηση περιμένουμε να μας το υποδείξει; Αν η θέση του Καθηγητού Πανεπιστημίου υποβαθμίστηκε τόσο βάναυσα από κάθε πλευρά, ώστε να μην είναι πλέον επίζηλη για τους συναδέλφους που έχουν εντυπωσιακή καριέρα στο εξωτερικό, τα Πανεπιστήμια φταίνε ή εκείνοι που για δικούς τους λόγους το επέβαλαν;
Το ότι ο νόμος που ρυθμίζει τον τρόπο επιλογής των οργάνων διοίκησης στα Πανεπιστήμια αποτελεί Παγκόσμια πρωτοτυπία για την οποία πάλι υπερηφανευόταν το 1982 ο αρμόδιος τότε υφυπουργός Παιδείας, η αξιολόγηση περιμένουμε να μας πληροφορήσει; Το ότι τα τελευταία χρόνια τα χρήματα από τον τακτικό προϋπολογισμό μειώθηκαν ουσιαστικά στα Πανεπιστήμια, με αποτέλεσμα να απαξιώνονται οι υποδομές που είχαν δημιουργηθεί, και αυτό από την αξιολόγηση θα το μάθουμε;
Θα μπορούσε κανείς να διατυπώσει δεκάδες ερωτήματα με τα οποία εύκολα μπορεί να πείσει κάθε καλόπιστο πολίτη ότι προτού διατυπωθούν τα θεωρητικά «Ιδεογραφήματα» είναι αναγκαίο να διαμορφωθούν κατάλληλες πολιτικές για να λειτουργήσουν τα Πανεπιστημιακά Iδρύματα και μετά, βέβαια, να αξιολογηθούν, για να δούμε πώς θα βελτιωθούν. Το αντίστροφο μόνο θορύβους δημιουργεί, χωρίς κανένα αποτέλεσμα.
Εμμανουήλ Φραγκούλης
aixmi.gr
*Ο Μανώλης Φραγκούλης είναι καθηγητής Βιοχημείας και πρόεδρος του Τμήματος Βιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών