Σήκω να χορέψεις ένα ζεϊμπέκικο σαν εκείνα τα παλιά που χόρευαν κάποτε πάνω σε μωσαϊκά λεκιασμένα με ρετσίνα. Απέκτησε πάλι αφορμή να υψώσεις τα χέρια ψηλά και να μιλήσεις κρυφά με τους θεούς που κρύφτηκαν σαν τα ξωτικά πίσω από την κορυφή του Ολύμπου μην αντέχοντας πια τα λόγια των θνητών κινούμενων πεθαμένων. Επάνω στην πρώτη στροφή να ανοίξεις πάλι τα χέρια σαν φτερά, έτσι για να θυμηθείς ότι κάποτε μπορούσες να πετάξεις ως Αετός.
Στο μαγαζί αυτό που στριμωχτήκαμε όλοι, ο ένας δίπλα στον άλλον, με τα φθαρμένα μας ρούχα και την αξιοπρέπεια διπλωμένο χαρτάκι στην τσέπη του πουκαμίσου, ας το γλεντήσουμε πριν το ξημέρωμα έρθει.
Πριν αρχίσουν οι τοκογλύφοι να μπαίνουν στο χωριό ρίχνοντας μπετόν στα χωράφια που κάναμε κόντρες καβάλα σε ασέλωτα άλογα.
Πριν αρχίσουν να κόβουν τα δέντρα που σαν παιδιά χαράζαμε τον έρωτα μας στον κορμό τους και την άλλη μέρα μέσα στα κλάματα τούς βάζαμε γάζα ζητώντας συγνώμη για την αλαζονεία της στιγμής.
Στον καφενέ που βρέθηκες απόψε κάψε την Μνήμη πριν την ποδοπατήσουν εις το όνομα της αξιοποίησής σου ατσαλάκωτα ανδρείκελα.
Κοίτα ψηλά στον κιτρινισμένο τοίχο τον εαυτό σου να καμαρώνει με το πρώτο κουστουμάκι σου, δίπλα στους δικούς σου, σε μια φωτογραφία “εβδομαδιαία”.
Αυτό το κουστουμάκι που κόστισε μισό ιδρωμένο μηνιάτικο του πατέρα σου και συ έκανες μούτρα για το παπιγιόν, παρά του ότι πια είχες γίνει άντρας.
Πάρε την στροφή αργά σε αυτό το ζεϊμπέκικο γιατί μέσα σου όλα είναι εύθραυστα.
Μην σπάσει η καρδιά.
Οι στροφές που έδωσες για να μείνεις άνθρωπος την έχουν ήδη ραγίσει.
Σταθμοί αναχωρήσεως, γράμματα του πατέρα από την ξενητειά και μια φωτογραφία να γελά με το δάκρυ πνιγμένο στην παλάμη.
Επαναπατρισμός.
Μια αγκαλιά και μετά πάλι “καλή αντάμωση”.
Κράτα τα πόδια κολλημένα στο πάτωμα γιατί τώρα αρχίζει το ταξίμι να ξύνει πληγές σαν λάμα ακονισμένη με το δικό σου χέρι.
Ήταν να φύγεις κάποτε, να μην κυλιστείς σε αυτό που έβλεπες ότι έρχεται.
Σαν στρατιώτης με το σάκο στην πλάτη θα είχες φθάσει στο φεγγάρι αν αυτόν τον τόπο δεν λάτρευες. “Γιατί πατρίδα σαν αυτή δεν έχει”, έλεγες.
Και δεν εννοούσες τα σύνορα, τις λέξεις, την ιστορία, τον ήλιο.
Η Μνήμη ήταν.
Εκατομμύρια σταγόνες Μνήμης που κυλάνε στα χιλιόμετρα φλεβών σου.
Που σου δόθηκαν με την σύλληψή σου μέσα σε ένα κορμί και που σε κράτησαν όρθιο όταν έπρεπε να θάψεις κομμάτια ψυχής ολόκληρα δικά σου, παιδιά σου, αδέλφια σου, για να συνεχίσεις αυτό τον αέναο κύκλο που σου χαρίστηκε απλόχερα χωρίς να το ζητήσεις.
Κλείσε τα μάτια τώρα που το ζεϊμπέκικο αρχίζει να τελειώνει.
Άσε να αστράψει το μαχαίρι που χρόνια έχεις κρυφά τυλιγμένο στο πανί μιας γυναίκας που σε αυτό τύλιγε το ζυμωμένο με τα χέρια της ψωμί να πάρεις για το δρόμο.
Σε λίγο θα μπουν στο χωριό.
Σε λίγο θα αρχίσουν να ξηλώνουν τις φλέβες σου.
Θυμήσου τι είσαι.
Ξημερώνει.
Στο μαγαζί αυτό που στριμωχτήκαμε όλοι, ο ένας δίπλα στον άλλον, με τα φθαρμένα μας ρούχα και την αξιοπρέπεια διπλωμένο χαρτάκι στην τσέπη του πουκαμίσου, ας το γλεντήσουμε πριν το ξημέρωμα έρθει.
Πριν αρχίσουν οι τοκογλύφοι να μπαίνουν στο χωριό ρίχνοντας μπετόν στα χωράφια που κάναμε κόντρες καβάλα σε ασέλωτα άλογα.
Πριν αρχίσουν να κόβουν τα δέντρα που σαν παιδιά χαράζαμε τον έρωτα μας στον κορμό τους και την άλλη μέρα μέσα στα κλάματα τούς βάζαμε γάζα ζητώντας συγνώμη για την αλαζονεία της στιγμής.
Στον καφενέ που βρέθηκες απόψε κάψε την Μνήμη πριν την ποδοπατήσουν εις το όνομα της αξιοποίησής σου ατσαλάκωτα ανδρείκελα.
Κοίτα ψηλά στον κιτρινισμένο τοίχο τον εαυτό σου να καμαρώνει με το πρώτο κουστουμάκι σου, δίπλα στους δικούς σου, σε μια φωτογραφία “εβδομαδιαία”.
Αυτό το κουστουμάκι που κόστισε μισό ιδρωμένο μηνιάτικο του πατέρα σου και συ έκανες μούτρα για το παπιγιόν, παρά του ότι πια είχες γίνει άντρας.
Πάρε την στροφή αργά σε αυτό το ζεϊμπέκικο γιατί μέσα σου όλα είναι εύθραυστα.
Μην σπάσει η καρδιά.
Οι στροφές που έδωσες για να μείνεις άνθρωπος την έχουν ήδη ραγίσει.
Σταθμοί αναχωρήσεως, γράμματα του πατέρα από την ξενητειά και μια φωτογραφία να γελά με το δάκρυ πνιγμένο στην παλάμη.
Επαναπατρισμός.
Μια αγκαλιά και μετά πάλι “καλή αντάμωση”.
Κράτα τα πόδια κολλημένα στο πάτωμα γιατί τώρα αρχίζει το ταξίμι να ξύνει πληγές σαν λάμα ακονισμένη με το δικό σου χέρι.
Ήταν να φύγεις κάποτε, να μην κυλιστείς σε αυτό που έβλεπες ότι έρχεται.
Σαν στρατιώτης με το σάκο στην πλάτη θα είχες φθάσει στο φεγγάρι αν αυτόν τον τόπο δεν λάτρευες. “Γιατί πατρίδα σαν αυτή δεν έχει”, έλεγες.
Και δεν εννοούσες τα σύνορα, τις λέξεις, την ιστορία, τον ήλιο.
Η Μνήμη ήταν.
Εκατομμύρια σταγόνες Μνήμης που κυλάνε στα χιλιόμετρα φλεβών σου.
Που σου δόθηκαν με την σύλληψή σου μέσα σε ένα κορμί και που σε κράτησαν όρθιο όταν έπρεπε να θάψεις κομμάτια ψυχής ολόκληρα δικά σου, παιδιά σου, αδέλφια σου, για να συνεχίσεις αυτό τον αέναο κύκλο που σου χαρίστηκε απλόχερα χωρίς να το ζητήσεις.
Κλείσε τα μάτια τώρα που το ζεϊμπέκικο αρχίζει να τελειώνει.
Άσε να αστράψει το μαχαίρι που χρόνια έχεις κρυφά τυλιγμένο στο πανί μιας γυναίκας που σε αυτό τύλιγε το ζυμωμένο με τα χέρια της ψωμί να πάρεις για το δρόμο.
Σε λίγο θα μπουν στο χωριό.
Σε λίγο θα αρχίσουν να ξηλώνουν τις φλέβες σου.
Θυμήσου τι είσαι.
Ξημερώνει.
simplemangreek.blogspot.com