Η «Συνοικία το Όνειρο» γυρίστηκε το 1961 στην Ελλάδα, την εποχή που ο Αλέκος Αλεξανδράκης και η Αλίκη Γεωργούλη άνοιγαν νέο δρόμο στη θεατρική και κινηματογραφική τους καριέρα, ανεβάζοντας στο θέατρο, έργα όπως "Μια ιστορία του Ιρκούτσκ" του Αρμπούζοφ.
Την ίδια εποχή ο Αλεξανδράκης στρέφεται σε κοινωνικά θέματα, και σκηνοθετεί το 1960 το κοινωνικό αισθηματικό δράμα "Ο θρίαμβος". Την επόμενη χρονιά συνεχίζει με τη "Συνοικία το όνειρο".
Το σενάριο της ταινίας συνυπογράφουν δύο σπουδαίοι λογοτέχνες της εποχής, ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης(που γράφει και τους στίχους για το τραγούδι: «Βρέχει στη φτωχογειτονιά») και ο συγγραφέας Κώστας Κοτζιάς.
Κι αυτό σε μια δύσκολη εποχή, εποχή του παρακράτους της ακροδεξιάς και αυστηρής λογοκρισίας που στόχο είχε την καταστολή των φιλελεύθερων απόψεων.
Αποτέλεσμα, η "Συνοικία το όνειρο" ν' αντιμετωπίσει προβλήματα με τη λογοκρισία, η οποία την εμποδίζει από τις συμμετοχές της στο φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης (και αργότερα της Μόσχας, όπου είχε προσκληθεί).
Τελικά η ταινία προβλήθηκε και στα δύο φεστιβάλ, κερδίζοντας στη Θεσσαλονίκη το βραβείο φωτογραφίας (στον Δήμο Σακελλαρίου), ενώ η κριτική επιτροπή απέφυγε να της απονείμει κάποιο βραβείο που θα επαινούσε το τολμηρό για την εποχή θέμα της. Η ταινία κέρδισε και δύο βραβεία των ελλήνων κριτικών: ανδρικής ερμηνείας στον Αλέκο Αλεξανδράκη και μουσικής στον Μίκη Θεοδωράκη.
Μια φτωχογειτονιά της Αθήνας, ο Ασύρματος, είναι το κέντρο του κόσμου για τους ανθρώπους που ζουν εκεί, και προσπαθούν με κάθε τρόπο να ξεφύγουν απ' τη φτώχεια και την ανέχεια. Ο Ρίκος, που μόλις αποφυλακίστηκε, προσπαθεί να βγάλει χρήματα, την ίδια στιγμή που η αγαπημένη του βλέπει άλλους άνδρες, και ο αδερφός της προσπαθεί να συνεισφέρει στα οικονομικά της οικογένειας. Ο Ρίκος θα σκαρφιστεί μια δουλειά αλλά θα ξοδέψει τα συγκεντρωμένα χρήματα. Ένας από τους "συνεταίρους" του θα αυτοκτονήσει. Ο Ρίκος, η αγαπημένη του και ο αδερφός της, ηττημένοι και απογοητευμένοι εξαιτίας των προσδοκιών που δεν ευοδώθηκαν ποτέ, θα αναγκαστούν να συμβιβαστούν με την ωμή πραγματικότητα.
Ο Αλέκος Αλεξανδράκης, στο ρόλο του σκηνοθέτη, αναλαμβάνει να δείξει μια Αθήνα πολύ μακριά από την "επίσημη", ωραιοποιημένη και "τουριστική" εικόνα της. Δημιούργησε μια ταινία, που φαινόταν, το λιγότερο Αριστερή, και εξαγρίωσε τους λογοκριτές που την είδαν ως κομμουνιστική προπαγάνδα ενώ θεωρούσαν και απαράδεκτο να αφήνεται να βγαίνει προς τα έξω μια αληθινή, ωμή, ρεαλιστική και πικρή εικόνα της Ελλάδας, αλλά πέρα για πέρα υπαρκτή…
Οι χαρακτήρες στην ταινία είναι αντι-ήρωες, υποφέρουν, δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, είναι πάμπτωχοι, απόκληροι της κοινωνίας, μικροκακοποιοί -όμως υπάρχουν. Είναι εκεί, όσο κι αν ήθελε να τους αγνοήσει η κοινωνία και η αυτάρεσκη αστική τάξη. Σε μια πάρα πολύ δύσκολη εποχή πολιτικής και οικονομικής κρίσης, με πρωτοφανή φαινόμενα έξαρσης της φτώχειας και της ανεργίας, οι χαρακτήρες αυτοί δίνουν το δικό τους παρόν, διεκδικούν κι αυτοί μια θέση στο όνειρο, ένα όνειρο που φαίνεται να έχει φτιαχτεί μόνο για άλλους…
Ο Αλεξανδράκης διαχειρίστηκε την εικόνα με ανθρωπιά, αγάπη, αξιοπρέπεια και έτσι άφησε να διαφανεί η απίστευτη τραγικότητα της ζωής τους, η ματαιότητα των ονείρων τους, η σκληρή πραγματικότητα που βιώνουν, οι άθλιες συνθήκες, η μιζέρια, οι κοινωνικές ανισότητες που υφίστανται, οι διαφορετικές ευκαιρίες, η κοινωνική αδικία, η απελπισία τους και το αδιέξοδό τους. Αυτό φυσικά ενόχλησε πολύ εκείνη την εποχή και η ταινία συνάντησε σθεναρή αντίδραση κατά την κυκλοφορία της.
Η αρχική εμφάνιση της ταινίας στις αίθουσες προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων, καθώς, σύμφωνα με τον υφυπουργό τύπου της ΕΡΕ Τριανταφυλλάκο δυσφημούσε την εικόνα της ευημερούσας Ελλάδας.
Σε συνέντευξή του στα "Νέα" ο Αλέκος Αλεξανδράκης είχε πει:
«H "Συνοικία το όνειρο" λογοκρίθηκε και ένας αστυνομικός διευθυντής, που σταμάτησε την προβολή της, μας είχε πει: "Τι πράγματα είναι αυτά που δείχνετε; Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πεινασμένοι ούτε τρελοί που να κυκλοφορούν ελεύθεροι. Κάνετε κομμουνιστική προπαγάνδα". Τελικά με την διαμαρτυρία της δημοσιογράφου Ελένης Βλάχου επετράπη τελικά η προβολή της ταινίας, έστω και πετσοκομμένης».
Η πρώτη προβολή της ταινίας έγινε με επεισόδια, καθώς η αστυνομία αποπειράθηκε να εμποδίσει την είσοδο του κοινού στον κινηματογράφο και η παρακολούθηση της ουσιαστικά κατέληξε να είναι πράξη αντίστασης. Η ταινία δεν προβλήθηκε στις επαρχιακές πόλεις -ειδικά στις "εθνικά ευαίσθητες περιοχές" εκδόθηκε αυστηρή διαταγή απαγόρευσης- παρά μόνο στα μεγάλα αστικά κέντρα αλλά τελικά τιμήθηκε με 2 βραβεία στο κινηματογραφικό φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης. Η ταινία προβλήθηκε επίσης στην ΕΣΣΔ, στη Βουλγαρία και στην Ουγγαρία το 1962 και σημείωσε μεγάλη επιτυχία.
Οι κριτικοί της εποχής χαρακτήρισαν την ταινία "αριστούργημα" και μίλησαν πολύ κολακευτικά και για την υπέροχη μουσική επένδυση του Μίκη Θεοδωράκη. Πράγματι, η ταινία αποκτά έναν πολύ ιδιαίτερο χαρακτήρα και από το γεγονός ότι μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα της Ελληνικής μουσικής συνεργάζονται στο σάουντράκ της: Ο Μίκης Θεοδωράκης, που δεν έχει γράψει συχνά μουσική σε ελληνικές ταινίες, φτιάχνει εδώ εξαιρετικές μελωδίες, ενώ την ερμηνεία τους ανέλαβε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, με την αυθεντική λαϊκή φωνή του και τη δραματικότητά του, περιγράφει τον σπαραγμό αυτών των άμοιρων ανθρώπων.