που βρήκαν την ευκαιρία να τον επιπλήξουν με δριμύτητα, για τις «προχωρημένες» θέσεις τις οποίες διατύπωσε, περί μείωσης του αριθμού των εθνοπατέρων και των προνομίων τους, περί ασυμβίβαστου των αξιωμάτων υπουργού και βουλευτή, περί δυο θητειών και… καληνύχτα σας, αναφορικά με το πέρασμα κάποιου από μια δημόσια θέση.
Φυσικά, η στοχοποίηση του Δημήτρη Δρούτσα εδράζεται στο γεγονός ότι όλοι υποψιάζονται πως οι προχωρημένες αυτές προτάσεις, δεν αποτελούν πρωτογενή σκέψη του Υπουργού Εξωτερικών, αλλά του Πρωθυπουργού. Του κ. Δρούτσα… δεν του το έχουν, όσο αξιοπρεπής και ικανός κι αν είναι.
Και αυτή είναι εν πολλοίς η μοίρα όσων ανήκουν στο «περιβάλλον» ενός πολιτικού. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για πολιτικό ηγέτη. Από την εποχή του Ανδρέα Παπανδρέου, και εκείνους που θα δυσκολευόταν να αναγνωρίσει ο θυρωρός της πολυκατοικίας τους, παρά ταύτα έγιναν υπουργοί, οι ηγέτες που πέρασαν από αυτόν τον τόπο, είχαν πάντοτε δίπλα τους… κατώτερους. Σε αξία και δυνατότητες. Με τις λιγοστές εξαιρέσεις, να επιβεβαιώνουν εκκωφαντικά τον κανόνα.
Αυτή η πραγματικότητα μάλιστα, εξηγεί κατά ένα μεγάλο μέρος, και τα βαθύτερα αίτια της εθνικής κακοδαιμονίας, που μας οδήγησε ως εδώ. Στερηθήκαμε τις μεμονωμένες, ισχυρές και αυτόφωτες προσωπικότητες, καθώς οι περισσότεροι δεν είχαν κανένα πρόβλημα να… ετεροπροσδιορίζονται: Εξ απορρήτων, δεξί χέρι, συνομιλητής, στενός συνεργάτης, ομοτράπεζος κάποιου σημαντικότερου από τους ίδιους.
Και με αυτή την προσωπική νιρβάνα, κατέβασαν διακόπτες ως προς την προσωπική αξιοπρέπεια, και δέχτηκαν να γίνουν χειροκροτητές εκείνων που τους άνοιγαν διάπλατα μια πόρτα στα «μεγάλα σαλόνια», πολλαπλασίαζαν τις γνωριμίες τους επειδή έκαναν τον «ενδιάμεσο» για να μεταφέρουν κάποιο μήνυμα, είχαν συμβιβαστεί άβουλα και χωρίς επιστροφή, πως θα ήταν «του… τάδε».
Η Ελλάδα στερήθηκε όλα αυτά τα χρόνια τα αυτόφωτα μυαλά. Όχι γιατί δεν υπήρχαν. Αλλά επειδή όλοι αυτοί οι «του… τάδε», δεν επέτρεπαν σε κανέναν να αρθρώσει την άλλη άποψη. Επειδή αν αυτές οι «άλλες απόψεις» μαζεύονταν πολλές, πιθανότατα η Ελλάδα θα διεκδικούσε κάτι παραπάνω, από όσους εμπιστεύτηκε να καθορίσουν τις τύχες της.
Η ευθύνη βέβαια δεν ανήκει στα «περιβάλλοντα» των ηγετών. Αλλά στους ίδιους τους ηγέτες. Γιατί εκείνοι ήταν οι πρώτοι που συμβιβάστηκαν, όταν κοιτάχτηκαν στον καθρέπτη της ματαιοδοξίας τους. Προτίμησαν να περιστοιχιστούν από μετριότητες, κάθε άλλο φυσικά παρά «χρυσές», ίσως γιατί έτσι μπορούσαν να ξεγελούν διαρκώς τον εαυτό τους, ότι οι ίδιοι ήταν «μεγάλοι», συγκρινόμενοι με όλους αυτούς τους «μικρούς» που βρίσκονταν γύρω τους.
Εκεί ακριβώς χάθηκε το παιχνίδι για την Ελλάδα. Γιατί κανείς τους δεν παραδειγματίστηκε από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Που δεν αισθανόταν καμία «απειλή» για το δικό του αυθεντικό και ιστορικά καταγεγραμμένο μεγαλείο, να έχει δίπλα του τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, τον Δημήτρη Χορν, τον Τάκη Λαμπρία, και τόσους ακόμη, όλους κορυφαίους στον τομέα τους. Με λάμψη που ίσως και να ανταγωνιζόταν εκείνη του Εθνάρχη.
Ο Καραμανλής όμως είχε καταλάβει εγκαίρως δυο αυταπόδεικτες αλήθειες. Πρώτον, πως όταν έχεις δίπλα σου καλύτερους από σένα, μονάχα κερδισμένος μπορείς να βγεις, μιας και θα μπολιάζεις με καινούρια στοιχεία τον χαρακτήρα, την προσωπικότητα και τις γνώσεις σου. Δεύτερον, πως για να μαζεύονται όλοι αυτοί γύρω σου, μάλλον τους εμπνέεις.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ενέπνευσε προσωπικότητες ίσως μεγαλύτερες από τον ίδιο. Που αυθόρμητα δούλεψαν για εκείνον. Και κατάφερε να καταγραφεί από την ιστορία ως Εθνάρχης. Και να βάλει την Ελλάδα στην Ευρώπη, όταν οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι δεν μας ήθελαν.
Κάντε μια σύγκριση με την εθνική απαξίωση που βιώνουμε σήμερα, ανακαλέστε τους ηγέτες και τους… κηπουρούς τους, στα χρόνια της Μεταπολίτευσης και θα ξέρουμε τι δεν πρέπει να κάνουμε στο μέλλον. Για να έχει η Ελλάδα μέλλον.