Δημοψήφισμα είναι ο θεσμός ο οποίος αποτελεί άμεσο τρόπο συμμετοχής του λαού στην άσκηση της εξουσίας και που συνίσταται σε γενική ψηφοφορία για την...
έγκριση ή την απόρριψη κάποιου σημαντικού μέτρου που προτείνει η εκτελεστική εξουσία. Στην Ελλάδα, η διεξαγωγή δημοψηφίσματος προβλέπεται από το Σύνταγμα με πρόταση βουλευτών.
Κατά βάση η έννοια του δημοψηφίσματος δεν είναι μια έννοια δύσκολη και
περίπλοκη. Ο ελληνικός όρος δημοψήφισμα είναι μια σύνθετη λέξη από τα συνθετικά
δήμος και λαός. Ο όρος δήμος πρωτοσυναντάται στην αρχαία Αθήνα όπου
σήμαινε λαός ενώ η λέξη ψήφισμα προέρχεται από το ρήμα ψηφίζω που σημαίνει
αποφασίζω. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι στην αρχαία Δημοκρατική Αθήνα η
Εκκλησία του Δήμου, το νομοθετικό όργανο της εποχής εξέδιδε αποφάσεις με γενική
ισχύ, τα ψηφίσματα. Επομένως, ο όρος δημοψήφισμα δεν μπορεί παρά να
παραπέμπει όχι απλά σε μια μορφή δημοκρατίας, αλλά ακόμη περισσότερο σε μια
μορφή άμεσης δημοκρατίας.
Η ισχύουσα λοιπόν συνταγματική ρύθμιση του άρθρου 44 παρ.2 έχει ως εξής:
Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας προκηρύσσει με διάταγμα δημοψήφισμα για κρίσιμα εθνικά θέματα, ύστερα από απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας του όλου αριθμού των βουλευτών, που λαμβάνεται με πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου.
Δημοψήφισμα προκηρύσσεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με διάταγμα και για ψηφισμένα νομοσχέδια που ρυθμίζουν σοβαρό κοινωνικό ζήτημα, εκτός από τα δημοσιονομικά, εφόσον αυτό αποφασιστεί από τα τρία πέμπτα του συνόλου των βουλευτών, ύστερα από πρόταση των δύο πέμπτων του συνόλου και όπως ορίζουν ο Κανονισμός της Βουλής και νόμος για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής. Δεν εισάγονται κατά την ίδια περίοδο της Βουλής περισσότερες από δύο προτάσεις δημοψηφίσματος για νομοσχέδιο.
Το ίδιο το κείμενο του Συντάγματος προχωρεί σε παραπομπή σε νόμο για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής. Ο νόμος αυτός είναι ο νόμος 350/1976 Περί
τρόπου διεξαγωγής των κατά το Σύνταγμα προκηρυσσομένων δημοψηφισμάτων. Ο νόμος αυτός περιέχει ρυθμίσεις σχετικά με τη διεξαγωγή της ψηφοφορίας, τους εκλογείς και τους εκλογικούς καταλόγους καθώς για τον έλεγχο του κύρους του αποτελέσματος της δημοψηφισματικής διαδικασίας.
1) Διεξαγωγή δημοψηφίσματος για κρίσιμο εθνικό θέμα μετά από πρόταση του
Υπουργικού Συμβουλίου και απόφαση της Βουλής (άρθρο 115 του Κανονισμού της
Βουλής).
Σύμφωνα με το Κανονισμό, η πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου κατατίθεται στη Βουλή, τυπώνεται και διανέμεται στους βουλευτές κι εγγράφεται κατά προτεραιότητα στην ημερήσια διάταξη. Η πρόταση πρέπει να αναφέρει το εθνικό θέμα για το οποίο ζητείται η διεξαγωγή δημοψηφίσματος, την προθεσμία διεξαγωγής καθώς και τα ερωτήματα στα οποία καλείται να απαντήσει ο λαός.
Η ψηφοφορία για την αποδοχή με απόλυτη πλειοψηφία ή μη αποδοχή της πράξης είναι ονομαστική και αφορά το κείμενο την πρότασης έτσι όπως ακριβώς έχει κατατεθεί. Η απόφαση που αποδέχεται την πρόταση πρέπει να δημοσιευθεί με
παραγγελία του Προέδρου της Δημοκρατίας εντός δέκα ημερών στην Εφημερίδα της
Κυβερνήσεως.
2) Διεξαγωγή δημοψηφίσματος για ψηφισμένο νομοσχέδιο που ρυθμίζει σοβαρό
κοινωνικό ζήτημα μετά από πρόταση Βουλευτών και απόφαση της Βουλής (άρθρο 116
του Κανονισμού της Βουλής).
Η πρόταση για τη διεξαγωγή αυτού του είδους δημοψηφίσματος προέρχεται
από τα δύο πέμπτα των Βουλευτών και κατατίθεται στη Βουλή , τυπώνεται,
διανέμεται στους Βουλευτές κι εγγράφεται κατά προτεραιότητα στην ημερήσια
διάταξη. Πρέπει βεβαίως να αναφέρεται το συγκεκριμένο νομοσχέδιο για το οποίο
ζητείται δημοψήφισμα.
Η ψηφοφορία όπως και στην προηγούμενη περίπτωση είναι ονομαστική και η
πρόταση πρέπει να γίνει αποδεκτή από τα τρία πέμπτα του όλου αριθμού των
Βουλευτών.
Τα βασικά χαρακτηριστικά του δημοψηφίσματος είναι τρία:
Α) Το υποκείμενο του δημοψηφίσματος. Υποκείμενο, είναι ο ίδιος ο λαός,
το εκλογικό σώμα ως ανώτατο όργανο του κράτους, όπως ορίζει και η αρχή της
λαϊκής κυριαρχίας.
Β) Το περιεχόμενο της δημοψηφισματικής απόφασης, που αναφέρεται σε
συγκεκριμένα βαρύνουσας σημασίας ζητήματα και δεν αφορούν την ανάδειξη
προσώπων.
Γ) Ο τρόπος σχηματισμού απόφασης. Η διαδικασία λήψης απόφασης
διέπεται από τους συνταγματικούς κανόνες που αναφέρονται στη γραπτή ψήφο και
ψηφοφορία.
Στη γειτονική Ιταλία, το δημοψήφισμα καθιερώνεται με το άρθρο 75 του
Συντάγματος του 1948. Η δημοψηφισματική πρωτοβουλία ανήκει κυρίως στο
λαό, ( απαιτούνται 500.000 υπογραφές), ενώ δημοψήφισμα μπορεί να διεξαχθεί και
με αίτηση πέντε Συμβουλίων. Ακόμα, στο άρθρο 138 καθιερώνεται συνταγματικό
δημοψήφισμα.
Στην αρχαία Σπάρτη η δημοκρατία εισήχθη πολύ νωρίτερα από ότι στην Αθήνα. Η
Σπάρτη είχε άγραφο εθιμικό δίκαιο ενώ ο θεσμός της βασιλείας είναι ιδιαίτερα
αποδυναμωμένος. Η γερουσία από την άλλη είχε κυρίως δικαστικές αρμοδιότητες. Η
λαϊκή συνέλευση, η Απέλλα, ήταν αρμόδια για την εκλογή γερόντων κι εφόρων και
αποφάσιζε για κρίσιμα θέματα κυρίως στρατιωτικής φύσεως. Στην Απέλλα
συμμετείχαν οι πολίτες Σπαρτιάτες άνω των 30 ετών που δεν είχαν στερηθεί τα
πολιτικά τους δικαιώματα.
Πάντως, από την ίδρυση του νέου Ελληνικού Κράτους ως σήμερα έχουν
διεξαχθεί μόνο τρία δημοψηφίσματα , το 1924, το 1935 και το 1974 που πληρούν τα
απαιτούμενα κριτήρια και τις τυπικές προϋποθέσεις.