tromaktiko: Συμπλήρωσε εκατό χρόνια ζωής το αρχαιολογικό Μουσείο Αλμυρού

Τρίτη 24 Μαΐου 2011

Συμπλήρωσε εκατό χρόνια ζωής το αρχαιολογικό Μουσείο Αλμυρού



Έναν αιώνα ζωής κουβαλά στις "πλάτες" του το αρχαιολογικό Μουσείο Αλμυρού, που στεγάζεται σε ένα μικρό, κομψό νεοκλασικό κτίριο, με φέρουσα λιθοδομή και κεραμοσκεπή στέγη.

Το Μουσείο Αλμυρού έλαβε το όνομα "Γιαννοπούλειο" από την ΙΓ΄ΕΠΚΑ του ΥΠΠΟΤ και τη Φιλάρχαιο Εταιρεία Αλμυρού, στο πλαίσιο των εορτασμών των 100 χρόνων από την ίδρυσή του και του εορτασμού της Διεθνούς Ημέρας Μουσείων, στις 18 Μαΐου.

Είναι ίσως το μοναδικό αρχαιολογικό Μουσείο στην Ελλάδα, που ιδρύθηκε χάρη στη διάθεση κοινωνικών ομάδων να εμπλακούν στα πολιτιστικά δρώμενα της περιοχής τους. Συγκεκριμένα, χάρη στη δράση της Φιλαρχαίου Εταιρείας "΄Οθρυς", η οποία συστήθηκε το 1896 από μια ομάδα φιλάρχαιων επιστημόνων, λογίων και ευπόρων αστών της περιοχής, με "ψυχή" της το Νικόλαο Γιαννόπουλο.

Ανατρέχοντας στην ιστορία του, μέσα από τις πληροφορίες που δίνουν δυο ενημερωτικές πινακίδες, που αναρτήθηκαν στο εσωτερικό του Μουσείου και συντάχθηκαν από τη Θάλεια Μακρή-Σκοτινιώτη, αρχιτέκτονα-τοπογράφο μηχανικό της ΙΓ΄ ΕΠΚΑ, βλέπουμε τα εξής:

Το 1910, ο Δήμος Αλμυρού δωρίζει στη Φιλάρχαιο Εταιρεία "Όθρυς", δύο οικόπεδα συνολικού εμβαδού 1385 τ.μ. στη νοτιοανατολική πλευρά της πόλης. Τα σχέδια του κτιρίου του Μουσείου Αλμυρού εκπονούνται από το Μηχανικό Αθ. Γεωργιάδη και την ίδια χρονιά ξεκινούν οι εργασίες ανέγερσής του. Το διάστημα 1915-1923 σταματούν οι εργασίες οικοδόμησης και το ημιτελές οικοδόμημα του Μουσείου βρίσκεται σε τραγική κατάσταση.

Από το 1923 και εξής, η "Όθρυς" συγκεντρώνει με κάθε τρόπο- κυρίως με εισφορές κατοίκων του Αλμυρού- χρήματα για την αποπεράτωση του Μουσείου, το οποίο ολοκληρώνεται το 1930.

Ο δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, αλλά και οι δύο σεισμοί που έπληξαν την περιοχή το 1955 και το 1956, προξένησαν εκτεταμένες καταστροφές στο κτίριο. Για μια ακόμη φορά, η "Όθρυς" αναλαμβάνει ενεργό δράση και με δικά της έξοδα προχωρεί στη γενική επισκευή του από το 1956 έως το 1958, με τη συμπαράσταση πολιτών αλλά και του Δήμου Αλμυρού. Το Διοικητικό της Συμβούλιο πείθεται από τον τότε έφορο αρχαιοτήτων Δημήτρη Θεοχάρη και το 1960 παραχωρεί το Μουσείο στο κράτος.

Από το 1962 αρχίζει δουλειά, κυρίως στους τομείς της καταγραφής και συντήρησης των αρχαιοτήτων. Η προηγούμενη επισκευή του δεν θεωρείται όμως επαρκής. Έτσι, το 1965 ανατίθεται και εκτελείται η μελέτη της αντισεισμικής του στήριξης από τον αρχιτέκτονα Θόδωρο Ραφανίδη. Η επισκευή τελειώνει το 1969 και το Μουσείο αποκτά τη σημερινή του μορφή. Ο Δημήτρης Θεοχάρης όμως δεν κατορθώνει να πραγματοποιήσει τη σχεδιαζόμενη έκθεση.

Και φθάνουμε στα 1976, μια χρονιά-σταθμό για το Μουσείο, αφού από την ίδρυσή του λειτουργεί για πρώτη φορά ως επισκέψιμος εκθεσιακός χώρος. Ο τότε έφορος αρχαιοτήτων, καθηγητής Γιώργος Χουρμουζιάδης, με τρόπο πρωτότυπο και μοναδικό οργανώνει την πρώτη ουσιαστικά έκθεση του Μουσείου, μια έκθεση που σταμάτησε απότομα, ύστερα από τέσσερα μόλις χρόνια, εξαιτίας των σεισμών του 1980.

Οι ζημιές που υπέστη το Μουσείο Αλμυρού στους σεισμούς του 1980 το κατέστησαν ετοιμόρροπο. Ο χαρακτηρισμός του όμως το 1986 ως "ιστορικό διατηρητέο μνημείο" από την Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων, το διέσωσε.
Το 1987, το Υπουργείο Πολιτισμού αναθέτει την εκπόνηση της μελέτης της στατικής και αρχιτεκτονικής αποκατάστασης του κτιρίου του Μουσείου στο γραφείο της αρχιτέκτονα Ελένης Χαλκουτσάκη.
Μετά το τέλος των αναστηλωτικών εργασιών, το 1996 ξεκινά η επίπονη προσπάθεια για την οργάνωση της σημερινής έκθεσης αρχαιοτήτων του Μουσείου Αλμυρού, μια προσπάθεια που ολοκληρώνεται το Μάιο του 1998.

Η έκθεση

Στο εσωτερικό του Μουσείου, η έκθεση οργανώνεται σε τρεις μουσειακές ενότητες που αφορούν την ιστορία της περιοχής του Αλμυρού, της αρχαίας Αχαΐας Φθιώτιδας και που αντιστοιχούν στις τρεις αίθουσες του Μουσείου. Η ύπαρξη σημαντικών αρχαιολογικών θέσεων στην περιοχή (όπως οι Φθιώτιδες Θήβες, η Άλος και το μεσαιωνικό Κάστρο στα δυτικά της), καθώς και το πλήθος των μυθολογικών στοιχείων και προσώπων που κυριαρχούσαν σε αυτή- ο Φρίξος και η Έλλη, ο ιδρυτής της Άλου, βασιλιάς Αθάμας, ο Αχιλλέας και οι Μυρμιδόνες- πιστοποιούν την πλούσια ιστορία της από τα προϊστορικά χρόνια ως τις μέρες μας.

Στην κεντρική αίθουσα Α εκτίθενται ευρήματα από την αρχαία πόλη των Φθιωτίδων Θηβών. Η αίθουσα οργανώνεται σε τρία επιμέρους σύνολα, που καλύπτουν το σύνολο της κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης της πόλης.

Το πρώτο αφορά τα δημόσια κτίρια με ευρήματα από το άριστα σωζόμενο αρχαίο Θέατρο που λειτούργησε από τα ελληνιστικά ως τα ρωμαϊκά χρόνια, καθώς και από τα ιερά της Πολιάδας Αθηνάς (6ος - 2ος π.Χ. αιώνας) και του Ασκληπιού (4ος π.Χ. - 1ος μ.Χ. αιώνας). Το δεύτερο αφορά την πολεδομία και την κατοίκηση από τα ελληνιστικά ως τα ύστερα ρωμαϊκά χρόνια, ενώ το τρίτο αφορά την ταφική αρχιτεκτονική και τα ταφικά έθιμα από τα αρχαϊκά ως τα ρωμαϊκά χρόνια.

Στην αίθουσα Β εκτίθενται αντικείμενα της νεολιθικής περιόδου από ανασκαφές ή περισυλλογές της περιοχής του Αλμυρού. Η μέση εποχή χαλκού αντιπροσωπεύεται από μια μικρής έκτασης ανασκαφή, που αποκάλυψε τμήμα αψιδωτής οικίας με τοιχοποιϊα κατά το σύστημα της "ιχθυάκανθας".

Στην ίδια αίθουσα εκτίθενται και τα ευρήματα από το εκτεταμένο νεκροταφείο των Τύμβων, όπου εμφανίζεται η πρακτική της καύσης των νεκρών και πιστοποιείται η ύπαρξη σημαντικού οικισμού από τα ύστερα πρωτογεωμετρικά ως και τα αρχαϊκά χρόνια.

Η αίθουσα Γ είναι αφιερωμένη στο αρχαιολογικό υλικό που προέρχεται από την ελληνιστική πόλη της Άλου. Αγγεία που παράγονταν σε τοπικά εργαστήρια, ειδώλια, σιδερένια και χάλκινα εργαλεία ενημερώνουν για τις καθημερινές ασχολίες των κατοίκων με τη γεωργία και την αλιεία. Νομίσματα χάλκινα και αργυρά πληροφορούν για τις εμπορικές σχέσεις της Άλου με άλλες γειτονικές πόλεις.

Στις αίθουσες του κτιρίου έγινε προσπάθεια δημιουργίας ενός αισθητικά ουδέτερου περιβάλλοντος, με σεμνά στοιχεία σε χαμηλούς τόνους, ώστε τα ίδια τα αντικείμενα να προβάλουν τις αρετές τους. Συγχρόνως όμως, το ουδέτερο αυτό περιβάλλον, να μην "ουδετεροποιεί" τα εκθέματα.

Το συντονισμό και την επιστημονική επιμέλεια της έκθεσης είχε η τότε προϊσταμένη της ΙΓ΄ ΕΠΚΑ, Βάσω Αδρύμη-Σισμάνη σε συνεργασία με τις αρχαιολόγους, Ζωή Μαλακασιώτη, Ανθή Ευσταθίου και Βάσω Ροντήρη.

Την ευθύνη του σχεδιασμού και της υλοποίησης της νέας έκθεσης είχε η αρχιτέκτων και τοπογράφος μηχανικός, Θάλεια Μακρή-Σκοτινιώτη, σε συνεργασία με την αρχιτέκτονα, Ρέα Γεωργίου.

Πιστεύοντας ότι ένα Μουσείο πρέπει να αποτελεί μια πνευματική εστία ανοιχτή στους κατοίκους της περιοχής και προσιτή στους ερευνητές, πραγματοποιήθηκε με τη συμβολή της σημερινής προϊσταμένης της ΙΓ΄ΕΠΚΑ, Αργυρούλας Ιντζεσίλογλου, η οργάνωση και λειτουργία της αξιόλογης βιβλιοθήκης της "Όθρυος". Επίσης, η διοργάνωση εκπαιδευτικών προγραμμάτων και εικαστικών δρώμενων με έργα σύγχρονης τέχνης.
     



Εδώ σχολιάζεις εσύ!