του Ανδρέα Καρακώστα
Απολαμβάνω τις τελευταίες ώρες, όπως όλοι μας, την βιαστική και, εξαιρετικά παρακινδυνευμένη κατά την προσωπική μου άποψη, προσπάθεια εξαγωγής συμπερασμάτων. Και, μάλιστα, ασφαλών! Διαπιστώσεις, σχόλια, ερμηνείες, άλματα…Αφορμή, για τους περισσότερους εξ’ υμών, η κοινή πλέον διαπίστωση ότι οι χρεοκοπημένοι, εκείνοι που η πλειοψηφία περιμένει με ανυπομονησία να επιβιβαστούν σε κάποιο ελικόπτερο, εκτός από υπόλογους, θύματα και συνενόχους, αναζητούν και άλλοθι. Αναζητούν επιχειρήματα κατά την παράτολμη διαδικασία που έχουν υποβάλλει έναν ολόκληρο λαό, με το ασθενικό πρόσχημα ότι δεν έχουν συναντήσει ακόμη τον πάτο του μπουκαλιού. Δεν έχουν διαβάσει το τέλος της ιστορίας.
Συνήθης πρακτική εκείνων που ποτέ δεν αναγνώρισαν την αλήθεια του άλλου, εκείνων που την παραγνώριζαν απροκάλυπτα, την λοιδόρησαν και συνεχίζουν να ασχημονούν σε βάρος της, υπεραπλουστευτικά για να επιβάλουν τη δική τους. Γιατί άλλωστε να ‘χει τόση σημασία να καταλάβουμε, να εξηγήσουμε –και να παρερμηνεύσουμε;- τι προσπαθούν να πουν τόσες χιλιάδες άνθρωποι μαζί σε μια πλατεία, όταν είδαμε και πάθαμε να συνομολογήσουμε ότι δεν υποκινήθηκαν, δεν τους υπαγόρευσε κανείς; Φοβάμαι, γιατί από συνήθεια ή σκοπιμότητα, επιδιώκουμε τον έλεγχό της… Κι αν δεν πρόκειται περί αυτού, αλλά για το ίδιον της φυλής, διερωτώμαι: Με πόση βεβαιότητα μπορεί να μιλήσει κάποιος, για τις αλήθειες των άλλων. Εκείνων με τα πολλά ευδιάκριτα χρώματα, τις διαφορετικές ηλικίες, τις διαφορετικές αναφορές;
Κανείς δεν υποψιάστηκε, δεν θέλησε να ομολογήσει πως το δια ταύτα, μπορεί να’ρθει μέσω μιας ασαφούς, άγνωστης μέχρι σήμερα, δυσδιάκριτης επί του παρόντος διαδρομής;
Πολλοί προσπάθησαν, συμπεριλαμβανομένου και του υπογράφοντος, να μιλήσουν λόγω ή έργω για την ανάγκη η ελληνική κοινωνία να υπενθυμίσει την ύπαρξή της. Κάποιοι μπορεί να προβληματίστηκαν, να στάθηκαν απέναντι στον καθρέπτη, να το συζήτησαν. Η μεγάλη πλειοψηφία όμως, οι πολλές χιλιάδες μετεχόντων της γιορτής που συνεχίζεται, ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα που τους απηύθυναν δυο νέοι άνθρωποι. Δυο παιδιά, ηλικίας μόλις 18 χρόνων. Κι αυτό ίσως είναι ό,τι πιο όμορφο έχει να επιδείξει τούτη εδώ η γιορτή. Η γιορτή των απαλλαγμένων – αγανακτισμένων, από βιώματα και συνήθειες μιας εποχής στην οποία οι όμορφοι 18ρηδες αποφάσισαν να ρίξουν τίτλους τέλους, αιφνιδιάζοντας ευχάριστα με την απόφασή τους να μην μιλήσουν, να μην διεκδικήσουν τα λίγα λεπτά δημοσιότητας που οι «διερμηνείς» αποφάσισαν τώρα πως δικαιούνται.
Πήγα κι εγώ σ’ αυτή την γιορτή. Είδα, άκουσα, φώναξα, προσπάθησα να καταλάβω και ν’ αφουγκραστώ. Τι κατάλαβα; Πως έχω ακόμα να μάθω πολλά. Δεν χρειάστηκαν την γνώμη μου, την «σοφία», τους φόβους και τις δεύτερες σκέψεις μου για να διασφαλίσουν την ακεραιότητα των προσκεκλημένων τους. Για να περιφρουρήσουν το μήνυμά τους. Κι αυτό πήρε την σκυτάλη και σαρώνει, προειδοποιώντας για μια συγκλονιστική διαδρομή. Την ολότελα δική τους διαδρομή.