Καταρχήν, νομικά, η απογραφή πληθυσμού ερείδεται στο νόμο 3832/2010, ο οποίος αναφέρεται στο Ελληνικό Στατιστικό Σύστημα και έχει θεσπιστεί προς εναρμόνιση με την ευρωπαική οδηγία 223/2009. Στα πλαίσια, λοιπόν, των στατιστικών μελετών που απορρέουν από το νόμο θα μπορούσαμε να εντάξουμε και την απογραφή του πληθυσμού, που είναι υποχρεωτική δυνάμει του άρθρου 2 παρ. 3 του ως άνω νόμου.
Ωστόσο, στα πλαίσια όλων των στατιστικών ερευνών, και ειδικά της απογραφής, εξαιτίας της καθολικότητάς της, αναδύονται ζητήματα προστασίας προσωπικών δεδομένων, των οποίων η ανάγκη θωράκισης καθίσταται επιτακτική.
Η απάντηση των ερωτημάτων του απογραφέα που έρχεται στο σπίτι μας ενδέχεται να υπεισέρχεται στη χορήγηση από εμας στοιχείων που εμπίπτουν εννοιολογικά στα προσωπικά δεδομένα μας, τα οποία χρήζουν ιδιαίτερης προστασίας, και προκειμένου να μπορέσουν να χορηγηθούν, θα πρέπει ο νομοθέτης να θέτει εναργώς τα εχέγγυα για το απόρρητό τους.
Εν προκειμένω, ο νομοθέτης το πράττει, με μια ιδιαίτερα πλήρη διάταξη, και συγκεκριμένα το άρθρο 7 του ως άνω νόμου, που δρα άκρως προστατευτικά προς το σκοπό αυτό. Έτσι, ορίζεται η χρήση των δεδομένων αυτών αναφορικά αποκλειστικά με στατιστικούς, ερευνητικούς ή επιστημονικούς σκοπούς (με δυνατή αποκλέιστικά την έμμεση ταύτιση των στατιστικών μονάδων) και πρόσβαση σε αυτά μόνο από υπαλλήλους των αρμόδιων στατιστικών υπηρεσιών, μόνο κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους, ή από τρίτα πρόσωπα, στα οποία ανατίθενται στατιστικές εργασίες, διαφυλάσσοντας ωστόσο το στατιστικό απόρρητο.
Σε περίπτωση παραβίασης του ως άνω στατιστικού απορρήτου, επαπειλούνται για τους παραβάτες αυστηρότατες διοικητικές και ποινικές κυρώσεις.
Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, ότι ο νόμος θέτει τα εχέγγυα διασφάλισης των προσωπικών μας δεδομένων κατά τις επίσημες στατιστικές έρευνες και, κατά συνέπεια, και της απογραφής με μια διάταξη αυστηρότατη που δεν αφήνει κενά ή περιθώρια παραβίασης, καθιστώντας ασφαλή τα στοιχεία που περιέρχονται στις αρμόδιες αρχές κατά την απογραφή.