Για τη Βουλή μας έχει χυθεί αίμα. Αυτοί που μαζεύονται και μουτζώνουν είναι νοσταλγοί της χούντας και επικίνδυνοι. Είναι του καναπέ και παρτάκιδες.
Στην επιστήμη, για παράδειγμα στη φυσική (μιας και ο φίλος μου αυτός είναι φυσικός), μια υπάρχουσα θεωρία μπορεί να αμφισβητηθεί, να αναπροσαρμοστεί ή να εγκαταληφθεί από μια νέα, η οποία είναι πληρέστερη και πειστικότερη με βάση τη μαθηματική ερμηνεία, ή είναι σωστή με βάση το πείραμα, την εφαρμογή στη πράξη κάτω από ελεγχόμενες συνθήκες.
Αυτή η διαλλακτική και ειλικρινής στάση προς όφελος της αλήθειας και της εξέλιξης, η έλλειψη δογματισμού, η άρνηση για περιχαράκωση και παγίωση, πηγάζει όχι μόνο από τη φύση της επιστήμης και της αλήθειας αυτής καθεαυτής, αλλά και από την τάση του ανθρώπου να την αναζητά και να απολαμβάνει όση πληρότητα μπορεί να αντλήσει από τη γνώση της.
Ύστερα θα έρθουν και πρακτικά οφέλη. Από αυτά δεν χρωστάμε τίποτα στους παλαιούς θεσμικούς προστάτες της ηθικής, της υποτιθέμενης κοινωνικής συνοχής και του θεικού δικαίου και των αξιών, που έλεγαν πως η Γη είναι επίπεδη. Το αντίθετο.
Χρωστάμε στην ανιδιοτέλεια, και μνημονεύουμε τον Γαλιλαίο, τον Νεύτωνα, τον Κοπέρνικο που οι πρώτοι τους αποκαλούσαν “γραφικούς”, “λάτρεις του σατανά”, “διαφθορείς” κ.α.
Το παράδειγμα της φυσικής δεν μπορεί βέβαια να εφαρμοστεί παντού (όμως το αναφέρω ως επιστήμη και κατάκτηση, γιατί η εξέλιξη ως φυσική επιλογή οφείλεται στη μητέρα φύση και όχι σε εμάς).
Δηλαδή, ένα κοινωνικό, οικονομικό ή πολιτικό σύστημα δεν βρίσκει πειραματικό μοντέλο, που αν το επιβεβαιώσει θα μπορεί ύστερα να εφαρμοστεί καθολικά.
Τα συστήματα αυτά εφαρμόζονται, αποτυγχάνουν, αμφισβητούνται και είτε βελτιώνονται είτε εγκαταλείπονται στη πράξη, μέσα στις κοινωνίες.
Υπάρχει όμως ένα κοινό σημείο, μια κοινή κατάκτηση της ανθρώπινης νόησης πριν το άλμα και στις δυο περιπτώσεις: η αμφισβήτηση.
Και ενώ η αμφισβήτηση σε ένα πολιτικό σύστημα είναι εύλογη, (νομίζω είναι πιο εύκολο με επιχειρήματα η πλειοψηφία να αμφισβητήσει μια πολιτική παρά τη θεωρία της σχετικότητας), αυτό βρίσκει τρόπο να διοχετεύει την έμφυτη αυτή ανθρώπινη τάση σε αμφισβήτηση προσώπων με το περιοδικό δικαίωμα της ψήφου που εξορκίζει όλα τα κακά, ενώ στην ουσία και κάτω από αυτές τις συνθήκες έχει ρόλο μόνο αποπροσανατολιστικό. Δηλαδή, «διάλλεξε μια αλήθεια αλλά με δεδομένο ότι η Γη είναι επίπεδη». Ο Γιώργος λέει πως η Γη είναι επίπεδη και μπλε, ο Τάκης λεεί πως η Γη είναι επίπεδη και πορτοκαλί. Η ελευθερία επιλογής ανάμεσα στις δυο απόψεις αποκαλείται Δημοκρατία. Έτσι απενοχοποιείται το σύστημα και δαιμονοποιούνται τα παραπροιόντα του, οι πολιτικοί μας.
Είναι λογικό λοιπόν την πρώτη κριτική να υποστούν τα πρόσωπα, την πρώτη αμφισβήτηση, και να κατευθυνθεί προς αυτούς η αγανάκτηση, γεγονός που στην Ελλάδα εύκολα ενισχύεται και από την απροσάρμοστη στάση των ίδιων των πολιτικών.
Όταν καίγεται το κέντρο της Αθήνας, ο δήμαρχος είναι για καφέ. Όταν η οικονομία βουλιάζει ο πρώην υπουργός οικονομικών παίζει τένις. Όταν υπάρχει απαίτηση για ισονομία διατηρείται ο νόμος περί ευθύνης υπουργών.
Εδώ προκύπτει το εξής παράδοξο: οι απροσάρμοστοι επιβάλλουν προσαρμογές στους υπόλοιπους, μη τυχόν και διαταραχθεί η εντροπία του σύμπαντος.
Αφού το σύστημα προσωποποιείται, εξάλλου όπως προαναφέρθηκε αυτός είναι ένας μηχανισμός αυτοσυντήρησής του, είναι αναμενόμενη η αγανάκτηση, καθώς επίσης γιατί την αμφισβήτηση δεν ακολουθεί το αμέσως επόμενο λογικό βήμα όπως αυτό υπαγορεύεται από το αίσθημα δικαίου, ελευθερία επιλογής, αυτοδιάθεσης.
Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει επόμενο βήμα, αλλά μια προσπάθεια αγκίστρωσης,
μια προσπάθεια που θέλει να εκτρέψει τη κοίτη ενάντια στα νέα δεδομένα, μιας προσπάθειας τελείως αφύσικης και γι’αυτό καταδικασμένης.
Η λογική λέει: δοκιμάστηκε, απέτυχε, δρόμο. Πόσο μάλλον όταν έχει δοκιμαστεί επί χρόνια και από διάφορα μέλη της ίδιας ή των ίδιων οικογενειών με ορατά αποτελέσματα.
Γι’αυτό η κομματική πίστη και η εμμονή σε αποδεδειγμένα αποτυχημένες δομές είναι ίδια με τον δογματισμό του Μεσαίωνα. Είναι μάταιη όσο ο φαύλος κύκλος της ανατροφοδότησης με ελπίδα μέσα από νέα πρόσωπα με κομματικές καταβολές.
Πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι που έχουν να χάσουν από τις αλλαγές όπως αυτές προκύπτουν από τις κοινωνικές εξέλιξεις, την πρόοδο και τις νοητικές κατακτήσεις. Πάντα θα υπάρχουν οι απρόθυμοι, μιας και κάθε περίοδος και κάθε σύστημα διαθέτει τους προνομιούχους του, που όταν χρειαστεί, θα γίνουν οι “σωματοφύλακές” του.
Όμως οι μη ευνοημένοι γιατί να συντάσσονται δίπλα τους? Αυτούς λέω αμφισβητίες της αμφισβήτησης, γιατί συνομοσιολογούν αδικαιολόγητα κατά των συγκεντρώσεων στις πλατείες.
Αμφισβητούν τις προθέσεις των πολιτών που συγκεντρώνονται? Την ιδεολογική τους ματιά? Την αποτελεσματικότητά τους ? Τους προσβάλλουν οι μούτζες προς το κτήριο της Βουλής ? Θεωρούν πιο σωστό να μαζεύεται κόσμος και να χειροκροτά? Ακόμη και δέκα εκατομμύρια μούτζες δε βλάπτουν τη δημοκρατία στο ελάχιστο, ούτε θα κοστήσουν σε κρατικά χρήματα. Η ατιμωρησία όμως? Η διαφθορά? Η πολιτική ασυνέπεια? Δεν υπάρχει νόημα να ταυτίζεται κανείς με ένα κτήριο, γιατί η Δημοκρατία δεν κατοικεί εκεί, τόσο απλά! Γιατί η Δημοκρατία δεν έχει έδρα, και δεν τη πιάνουν οι μούτζες. Είναι αφύσικο να ταυτιζόμαστε με κτήρια και σύμβολα και να μην ταυτιζόμαστε με ανθρώπους της γεννιάς μας ή έστω με ανθρώπους.
Αν σε ένα νοσοκομειακό κτήριο εργάζονται μόνο μηχανικοί και ούτε ένας γιατρός, αυτό θα συνεχίσει να λέγεται νοσοκομείο? Αν σε ένα ανάκτορο δεν μένει βασιλιάς αλλά έχει εγκατασταθεί το κοινοβούλιο, θα εξακολουθήσει να λέγεται ανάκτορο?
Αν σε ένα κοινοβουλευτικο κτήριο μπαινοβγαίνουν αυτοί που μπαινοβγαίνουν, αποκαλείται Βουλή? Πράγματι έχουν γίνει αγώνες για αυτή τη Βουλή, οι αγώνες όμως έχουν γίνει από τους απ’έξω, όχι απο τους μέσα. Πάντα έτσι γινόταν και έτσι θα γίνεται. Σίγουρα πάντως δεν έγιναν για τα σπίτια του Άκη, τη λιμουζίνα του Κώστα, την υστεροφημία του Γιώργου στα σαλόνια των τραπεζιτών.
Οι αγώνες αυτοί δεν δικαιώνονται επειδή πέντε οικογένειες έχουν βάλει στα έδρανα γιους, κόρες, ανίψια, εγγονούς, θείους, ξαδέρφια, συζύγους και κάθε 4 χρόνια μπορεί να διαλλέξει ο καθένας μας πιο ανίψι θα ψηφήσει. Δικαιώνονται όταν λειτουργούν ως παραδείγματα προς μίμηση και δράση.
Εαν η Ιστορία διαθέτει ζωή και συνέχεια, και δεν μας υπερπηδά, αν Ιστορία δεν είναι μόνο το χθες αλλά και το σήμερα, είναι προφανές ότι κάθε γενιά αποτελεί την αιχμή και τον οδηγό της, και κάθε γενιά είναι υποχρεωμένη να αναλαμβάνει αυτόν τον ρόλο, γιατί στην Ιστορία δεν υπάρχει αυτόματος πιλότος.
Όμως αυτός ο ρόλος διεκδικείται, κατακτιέται, δεν χαρίζεται από κανέναν.
Το ίδιο και στη Δημοκρατία, η οποία δεν είναι κληρονομικό δικαίωμα, και δεν είναι ποτέ απόλυτη, παρόλα αυτά μπορεί να αποκαλύψει τις πραγματικές τις διαστάσεις στη γενιά που τη διατρέχει σε μήκος και όχι που ακινητεί, αλλιώς μοιάζει απλά ένα σημείο, μια ακτινοβολούσα έννοια και θαμένο κειμήλιο, όχι έκταση.
Οι άνθρωποι θα εκδηλώνονται με τα μέσα που διαχρονικά διαθέτουν πολύ πριν το δικαίωμα της ψήφου. Οι πολιτικοί θα χρησιμοποιούν τα πολλαπλά μέσα που απέκτησαν, όπως τα μμε, και θα αφορίζουν σαν Καρδινάλιοι με τα γνωστά “εχθροί της Δημοκρατίας”, “τσαμπατζήδες” κ.α.
Οι αφορισμοί θα ήταν λιγότερο επώδυνοι εαν δεν συνοδεύονταν και από μια γενικότερα διεστραμένη αντίληψη περί Δημοκρατίας. Πρόχειρα να αναφέρω τη προβολή του διαλόγου προσπάθειας συνένεσης μεταξύ των πολιτικών ως μέγιστο ζήτημα, λες και αυτό θα σήμαινε ταυτόχρονη συνένεση των υπολοίπων μας.
Σε ατομικό επίπεδο «ο χρόνος βάζει τάξη στα πράγματα» λέει ο Ρίλκε, το ίδιο θα μπορούσε ίσως να ειπωθεί (σε μεγαλύτερη κλίμακα) για την Ιστορία, για τους ευεργέτες και τους δυνάστες της, πράγμα παρήγορο, αλλά επικίνδυνο αν θεωρηθεί δεδομένο. Γιατί οι άπραγοι μένουν μεταξύ των δυο, μουδιασμένοι, επιφυλακτικοί, φοβισμένοι, καχύποπτοι ή και εχθρικοί.
Η ιστορική μας εμπειρία δεν πρέπει να μας κάνει παθητικούς παρατηρητές ή αναχωρητές, που για λάθος ή σωστό αφήνονται στη δίκαιη και αποστασιοποιημένη κρίση των ερχόμενων γεννεών, αλλά να δημιουργεί επίγνωση.
Η ιστορική γνώση να παράγει όχι θεωρητικά παραδείγματα, αλλά να εφαρμόζεται για τη βελτίωση της κοινωνίας μας και του πολιτισμού μας, τον απεγκλωβισμό μας από τους μάταιους κύκλους της και τη μοιρολατρία. Να αξιοποιήσουμε σε κάθε περίπτωση τις μαθησιακές μας ικανότητες με στόχο την αυτοβελτίωση και όχι για χάρη περιορισμένων και τεχνοκρατικών εννοιών τύπου “δια βιου εκπαίδευση”. Και αυτή η αυτοβελτίωση δεν έρχεται με τον μοναχισμό και την ιδεολογική απομόνωση, την πίστη και την ελπίδα. Δεν μπορεί να συμβεί υιοθετώντας τη στάση του ιεροεξεταστή. Πώς απορρίπτοντας κάθε κίνηση που ανοζωογονεί τη Δημοκρατία και κρίνοντας πριν η Ιστορία κρίνει, συνεισφέρουμε εποικοδομητικά?
Πώς χωρίς την αμφισβήτηση βρίσκουμε τον πραγματικό μας ρόλο ως ελεύθεροι άνθρωποι και ως πολίτες? Πώς βρίσκουμε από τον καναπέ την πραγματική κίνηση και τον προσανατολισμό μας μέσα στην Ιστορία?
Πώς τέλος πάντων δικαιώνουμε τον μόχθο όσων πάλεψαν για Δημοκρατία? Με το να κοιμόμαστε ήσυχοι επειδή έβγαλαν εκείνοι το φίδι από τη τρύπα? Ενώ ξέρουμε πως το φίδι ξαναμπαίνει στη τρύπα. Χλευάζοντας τους σημερινούς διαδηλωτές και ηρωοποιώντας τους παλιούς γιατί οι παλιοί έχουν πεθάνει και είναι πλέον ακίνδυνοι?
Ή μήπως οι παλιοί δεν φώναζαν συνθήματα? Ή μήπως ακόμη πιο πίσω οι πολίτες της Αθήνας δεν έριχναν μπινελίκια στους πολιτικούς, ή δεν τους απειλούσαν? Η μόνη διαφορά είναι ότι οι τότε Αθηναίοι τις απειλές τις έκαναν πράξη και τους φόρτωναν σε τριήρεις, όχι σε ελικόπτερα.
«Ακμή, παρακμή, ξύπνημα»