Υπενθυμίζω ότι όλοι οι υπολογισμοί στις αναλύσεις κόστους-οφέλους που περιλαμβάνονται στην έκθεση, γίνονται σε ευρώ και αφορούν στα επόμενα 90 χρόνια, τόνισε με νόημα ο κ. Προβόπουλος.
Η αναφορά του κ. Προβόπουλου έγινε στο πλαίσιο της παρουσίασης της έκθεσης της Τράπεζας της Ελλάδας για τη μελέτη των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, που όπως τόνισε ο κ. Προβόπουλος πρόκειται για την πρώτη ολοκληρωμένη προσπάθεια μελέτης των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα, μετρώντας παραμέτρους όπως το κόστος της κλιματικής αλλαγής στην οικονομία, το κόστος μέτρων προσαρμογής, και το κόστος μετάβασης σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών.
Τα αποτελέσματα καταδεικνύουν την ανάγκη θωράκισης της Ελλάδας έναντι των κινδύνων της κλιματικής αλλαγής. Το κόστος αντιμετώπισης των αλλαγών είναι κατά πολύ μικρότερο από εκείνο που θα προκύψει εάν αφήσουμε την κλιματική αλλαγή να εξελιχθεί, τόνισε ο κ. Προβόπουλος.
Είναι ένα είδος hedging, απέναντι στους μελλοντικούς κινδύνους από την αλλαγή του κλίματος. Παράλληλα, τόνισε ότι οι πολιτικές αυτές μπορούν να αποτελέσουν μέρος της στρατηγικής που θα συμβάλλουν στην ταχύτερη έξοδο από την οικονομική κρίση.
Τεράστιο το κόστος της κλιματικής αλλαγής
Πολύ υψηλό θα είναι το κόστος της κλιματικής αλλαγής για την ελληνική οικονομία αν δεν υπάρξει δράση για την αντιμετώπισή της σύμφωνα με μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στη χώρα μας.
Αν η κλιματική αλλαγή εξελιχθεί με την ένταση που αναμένεται έως το 2050 και το 2100, αναφέρει μεταξύ άλλων η μελέτη της ΤτΕ, χωρίς παγκόσμια προσπάθεια μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, η σωρευτική ζημία για την ελληνική οικονομία μέχρι και το 2100 φθάνει τα 701 δισ. ευρώ, δηλ. ισοδυναμεί με το τριπλάσιο του σημερινού ετήσιου ΑΕΠ της χώρας.
Η Τράπεζας της Ελλάδος δημοσίευσε σήμερα την έκθεση για τις περιβαλλοντικές, οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα και παρουσίασε τα αποτελέσματα της μελέτης σε ειδική εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
Σημειώνεται ότι με πρωτοβουλία του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γεωργίου Α. Προβόπουλου, το Φεβρουάριο του 2009 συστάθηκε Επιτροπή από διακεκριμένους επιστήμονες, στην οποία ανατέθηκε η εκπόνηση της μελέτης.
Στην εκδήλωση απηύθυνε χαιρετισμό ο Πρωθυπουργός κ. Γεώργιος Α. Παπανδρέου.
Την Έκθεση παρουσίασε ο ακαδημαϊκός και Συντονιστής της Επιτροπής Μελέτης Επιπτώσεων της Κλιματικής Αλλαγής κ. Χρήστος Ζερεφός. Στην εκδήλωση, εκτός του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γεωργίου Προβόπουλου, μίλησαν η Υπουργός Περιβάλλοντος Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής κα Τίνα Μπιρμπίλη και ο Αντιπρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας και πρώην Επίτροπος Περιβάλλοντος της Ε.Ε. κ. Σταύρος Δήμας. Την εκδήλωση συντόνισε ο δημοσιογράφος κ. Νίκος Χατζηνικολάου.
Η Έκθεση αποτελεί την πρώτη προσπάθεια ολοκληρωμένης μελέτης των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα, ειδικότερα του κόστους της κλιματικής μεταβολής για την ελληνική οικονομία, του κόστους μέτρων προσαρμογής στο μεταβαλλόμενο κλίμα, καθώς και του κόστους της μετάβασης προς μια οικονομία χαμηλών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, στο πλαίσιο της παγκόσμιας προσπάθειας για μετριασμό της κλιματικής αλλαγής. Στο έργο αυτό, για πρώτη φορά συνεργάστηκαν ομάδες από διαφορετικούς επιστημονικούς τομείς, συμπεριλαμβανομένων φυσικών της ατμόσφαιρας, κλιματολόγων, γεωφυσικών, ειδικών στους τομείς της γεωργίας, των δασών και της αλιείας, ειδικών σε θέματα υδάτινων αποθεμάτων, τουρισμού, δομημένου περιβάλλοντος και ενέργειας, καθώς και οικονομολόγων και κοινωνιολόγων.
Για τους σκοπούς της μελέτης παρήχθησαν προβλέψεις μελλοντικών (μέχρι το 2100) κλιματικών στοιχείων σε λεπτομερή γεωγραφική ανάλυση για την Ελλάδα. Τα δεδομένα αυτά είναι διαθέσιμα για χρήση από την ερευνητική κοινότητα. Σε μια σειρά τομεακών μελετών αναλύθηκαν οι βιοφυσικές επιπτώσεις της ανθρωπογενούς συνιστώσας της κλιματικής αλλαγής και εκτιμήθηκε το κόστος κατά τομέα των ζημιών εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής, σε χρονικό ορίζοντα μέχρι το 2050 και το 2100. Στη συνέχεια, τα αποτελέσματα των τομεακών μελετών εισήχθησαν σε μαθηματικό υπόδειγμα γενικής ισορροπίας για την ελληνική οικονομία, προκειμένου να αποτιμηθεί το συνολικό κόστος της κλιματικής αλλαγής σε όρους μεταβολής του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ), της κοινωνικής ευημερίας και της παραγωγής κατά κλάδο δραστηριότητας. Οι τομεακές μελέτες προσδιόρισαν επίσης τις δυνατότητες προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή μέσω διαφόρων μέτρων προληπτικού χαρακτήρα. Αποτιμήθηκε το συνολικό κόστος για την ελληνική οικονομία που αντιστοιχεί στις δαπάνες για μέτρα προσαρμογής, σε συνδυασμό με την εκτίμηση του κόστους για την οικονομία που θα αποφευχθεί χάρη στα μέτρα αυτά, λόγω του περιορισμού των ζημιών εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής.
Στο πλαίσιο της μελέτης έγινε εκτίμηση των κλιματικών μεταβολών για 13 περιοχές, στις οποίες διαιρέθηκε η Ελλάδα βάσει κλιματικών και γεωγραφικών κριτηρίων, ενώ αναπτύχθηκε βάση δεδομένων και προσομοιώσεων υποδειγμάτων για τα κυριότερα σενάρια εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου. Όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα των κλιματικών προσομοιώσεων, προβλέπεται ότι μέχρι τα τέλη του 21ου αιώνα η θερμοκρασία θα σημειώσει σημαντική άνοδο, ενώ το ύψος του υετού που αναμένεται στο σύνολο της επικράτειας θα μειωθεί. Παράλληλα θα αυξηθούν δραστικά η ένταση των θερμών εισβολών και η διάρκεια των περιόδων ξηρασίας, με συνέπεια, μεταξύ άλλων, τη σημαντική αύξηση του κινδύνου δασικών πυρκαγιών. Οι μεταβολές αυτές προβλέπεται ότι θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στα οικοσυστήματα της περιοχής, αλλά και σε μια σειρά από τομείς και αποτελέσματα της ανθρώπινης δραστηριότητας.
Βάσει των κλιματικών προσομοιώσεων, εκτιμήθηκαν οι κίνδυνοι και οι επιπτώσεις της κλιματικής μεταβολής στα υδάτινα αποθέματα, τη μέση στάθμη της θάλασσας, την αλιεία και τις υδατοκαλλιέργειες, τη γεωργία και τα γεωργικά εδάφη, τα δάση και τα δασικά οικοσυστήματα, τη βιοποικιλότητα και τα οικοσυστήματα, τον τουρισμό, το δομημένο περιβάλλον, τις μεταφορές, την υγεία και την εξορυκτική βιομηχανία. Οι επιμέρους μελέτες παρουσιάζουν ποσοτικές εκτιμήσεις του μεγέθους των αναμενόμενων περιβαλλοντικών και οικονομικών επιπτώσεων. Οι εκτιμήσεις αυτές μπορούν να συμβάλουν στο σχεδιασμό πολιτικών προσαρμογής.
Η κλιματική αλλαγή θα έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις σε πολλούς τομείς στην Ελλάδα. Οι επιπτώσεις στους τομείς της γεωργίας, των δασών, της αλιείας, του τουρισμού, των μεταφορών, στις δραστηριότητες σε παράκτιες περιοχές και στο δομημένο περιβάλλον των αστικών κέντρων οφείλονται στην αύξηση της θερμοκρασίας, στην ξηρασία, σε ακραία καιρικά φαινόμενα και στην άνοδο της στάθμης της θάλασσας. Σύμφωνα με την Έκθεση, οι επιπτώσεις αυτές θα οδηγήσουν σε μείωση της παραγωγικότητας, σε απώλεια κεφαλαίου και σε επιπλέον δαπάνες για την αποκατάσταση των ζημιών. Αρνητικές συνέπειες θα υπάρξουν επίσης όσον αφορά τη βιοποικιλότητα, τα οικοσυστήματα της Ελλάδος και την υγεία των κατοίκων.
Το κόστος της κλιματικής αλλαγής για την ελληνική οικονομία, αν δεν υπάρξει δράση για την αντιμετώπισή της ούτε στην Ελλάδα ούτε σε παγκόσμιο επίπεδο, εκτιμήθηκε από τη μελέτη ότι θα είναι πολύ υψηλό. Αν η κλιματική αλλαγή εξελιχθεί με την ένταση που αναμένεται έως το 2050 και το 2100 χωρίς παγκόσμια προσπάθεια μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, η σωρευτική ζημία για την ελληνική οικονομία μέχρι και το 2100 φθάνει τα 701 δισεκ. ευρώ, δηλ. ισοδυναμεί με το τριπλάσιο του σημερινού ετήσιου ΑΕΠ της χώρας.
Η αποφυγή ή ο μετριασμός της κλιματικής αλλαγής (περιορισμός της αύξησης της θερμοκρασίας στους 2 βαθμούς Κελσίου) απαιτεί συνεχή προσπάθεια δραστικής μείωσης των εκπομπών στην Ελλάδα και σε παγκόσμιο επίπεδο από σήμερα και μέχρι το 2050 και στη συνέχεια μέχρι το 2100. Μελετήθηκαν σε βάθος οι τρόποι με τους οποίους η Ελλάδα μπορεί να μειώσει δραστικά τις εκπομπές από την καύση ορυκτών καυσίμων, καθώς και από βιομηχανικές και γεωργικές διεργασίες. Θα απαιτηθεί μεγάλη προσπάθεια στους τομείς της εξοικονόμησης ενέργειας, στην ανάπτυξη των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και στη διάδοση νέων τεχνολογιών σε όλους τους τομείς, περιλαμβανομένου του τομέα των μεταφορών.
Η μελέτη αποτίμησε το κόστος για την ελληνική οικονομία των μέτρων δραστικής μείωσης των εκπομπών, το οποίο εκτιμήθηκε ότι σωρευτικά φθάνει τα 113 δισεκ. ευρώ μέχρι το 2050 και συνολικά τα 142 δισεκ. ευρώ μέχρι το 2100, δηλ. ισοδυναμεί με περισσότερο από το ήμισυ του σημερινού ετήσιου ΑΕΠ. Το όφελος για την οικονομία θα είναι όμως πολλαπλάσιο, γιατί ο μετριασμός της κλιματικής αλλαγής, αν η μείωση των εκπομπών γίνει σε παγκόσμιο επίπεδο, θα περιορίσει το κόστος των αρνητικών συνεπειών της κλιματικής αλλαγής για την ελληνική οικονομία σχεδόν κατά 60% (σε 294 δισεκ. ευρώ σωρευτικά έως το 2100, έναντι 701 δισεκ. ευρώ σε περίπτωση μη δράσης).
Αποτιμήθηκε τέλος το κόστος προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, που αντιστοιχεί σε μακροχρόνιο πρόγραμμα επενδύσεων σε πολλούς τομείς για την προστασία από τις ζημίες εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής. Το σύνολο των επενδύσεων και άλλων δαπανών που θα απαιτηθούν συνολικά μέχρι το 2100 φθάνει τα 67 δισεκ. ευρώ, δηλ. ισοδυναμεί περίπου με το 1/3 του σημερινού ετήσιου ΑΕΠ. Οι επενδύσεις αυτές, σε έργα υποδομής στους τομείς της γεωργίας, των μεταφορών, των δασών, του τουρισμού, καθώς και στις παράκτιες περιοχές και στο δομημένο περιβάλλον σε αστικές περιοχές, δεν εξαλείφουν το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής, ούτε εκμηδενίζουν τις επιπτώσεις του, τις περιορίζουν όμως σημαντικά. Εκτιμήθηκε ότι οι επενδύσεις σε μέτρα προσαρμογής θα διασφαλίσουν μείωση του κόστους από την κλιματική αλλαγή σχεδόν κατά 30% (σε 510 δισεκ. ευρώ σωρευτικά έως το 2100, έναντι 701 δισεκ. ευρώ σε περίπτωση μη δράσης): η μείωση αυτή ισοδυναμεί σχεδόν με το σημερινό ετήσιο ΑΕΠ. Η πολιτική προσαρμογής έχει προληπτικό χαρακτήρα και είναι σε κάθε περίπτωση σκόπιμη εν όψει της μεγάλης αβεβαιότητας σχετικά με την αποτελεσματικότητα της παγκόσμιας προσπάθειας για το μετριασμό της κλιματικής αλλαγής μέσω της μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
Από την ανάλυση κόστους-οφέλους προκύπτει με σαφήνεια υπεροχή της πολιτικής μετριασμού έναντι της μη δράσης, καθώς και όφελος από την πολιτική προσαρμογής. Η μελέτη υποστηρίζει τη σκοπιμότητα ανάληψης δράσης για μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στο πλαίσιο των στόχων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την ανάγκη έναρξης διαδικασιών προκειμένου να καθοριστεί μακροχρόνια στρατηγική για μέτρα προσαρμογής. Δεδομένου ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί η εκδήλωση ακραίων κλιματικών επιπτώσεων στο μέλλον, τόσο η πολιτική μετριασμού όσο και η πολιτική προσαρμογής έχουν το χαρακτήρα της ασφάλισης έναντι τέτοιων ενδεχομένων και επομένως η σκοπιμότητά τους δικαιολογείται ανεξάρτητα από τα αποτελέσματα της ανάλυσης κόστους-οφέλους.
Η σημερινή δυσχερής οικονομική συγκυρία φαίνεται εκ πρώτης όψεως ότι δημιουργεί εμπόδια σχετικά με την εξασφάλιση των κεφαλαίων που θα απαιτηθούν για την εφαρμογή πολιτικής μετριασμού και προσαρμογής. Όμως, στο μέτρο κατά το οποίο η πολιτική αυτή αξιοποιείται ως ευκαιρία νέων δραστηριοτήτων και ανάπτυξης, μπορεί να αποτελέσει μέρος της στρατηγικής που θα συμβάλει στην ταχύτερη έξοδο από την οικονομική κρίση και στη διαμόρφωση ενός νέου αναπτυξιακού προτύπου – με άλλα λόγια, η υιοθέτησή της, αντί να παρεμποδίζεται από το σημερινό οξύ πρόβλημα της οικονομίας, μπορεί να συμβάλει στη λύση του.
Η κοινωνική διάσταση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής αξίζει να μελετηθεί περαιτέρω, ειδικά σε σχέση με ζητήματα αύξησης της φτώχειας και της μετανάστευσης, επειδή οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και των πολιτικών αντιμετώπισής της θα είναι περισσότερο έντονες για τις κοινωνικές ομάδες χαμηλού εισοδήματος, οι οποίες δεν έχουν τους απαραίτητους πόρους για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που θα δημιουργούνται από την κλιματική αλλαγή και για να χρηματοδοτήσουν μέτρα μείωσης των εκπομπών και προσαρμογής.
http://bankwars.blogspot.com/2011/06/blog-post_8708.html