Την τέχνη αυτή ακολουθεί σήμερα ο γιός Τριαντάφυλλος (Ακης) Γρούσκος, με την καθοδήγηση του πατέρα του Γιώργου, που εδώ και 40 χρόνια συνεχίζει την παράδοση.
Παραμονές Αποκριάς και ο κ. Γιώργος Γρούσκος δουλεύει εντατικά για να ολοκληρώσει και τις τελευταίες παραγγελίες. Είναι το μοναδικό εργαστήριο σε όλη την Ελλάδα που ασχολείται με την κατασκευή της στολής των Κουδουνοφόρων, γι’ αυτό και όλοι απευθύνονται σ’ αυτόν. «Οι διαδικασίες ξεκινούν έξι με εφτά μήνες νωρίτερα», αναφέρει, εξηγώντας ότι «θα πρέπει να προμηθευτούμε τα ανάλογα υλικά για την κατασκευή των κεφαλοστολών και να είμαστε έτοιμοι να τις παραδώσουμε στους πελάτες. Ένα καλπάκι, όπως λέμε εμείς το συγκεκριμένο καπέλο, μπορεί! να χρειαστεί να το δουλέψουμε τέσσερις με πέντε ημέρες, ίσως και παραπάνω» αναφέρει ο κ. Γρούσκος.
Παρ’ όλα αυτά, ο ίδιος εξηγεί πως ποτέ δεν θέλησε να εκμεταλλευτεί την παράδοση του Σοχού ζητώντας μεγάλα ποσά για την εργασία του. «Αυτά τα πράγματα δεν γίνονται χωρίς μεράκι και υπομονή. Και φυσικά δεν γίνονται για τα χρήματα. Το μεράκι και η αγάπη μου για την παράδοση είναι πάνω απ' όλα και αυτό με κρατάει ακόμη εδώ», δήλωσε μιλώντας στο lagadas.net ο κ. Γρούσκος, καθισμένος στη ραπτομηχανή του.
«Το πιο σημαντικό κομμάτι σε όλη τη στολή είναι το καλπάκι και τα κουδούνια. Το κόστος κατασκευής μιας στολής Κουδουνοφόρων κυμαίνεται κοντά στα 1.000 ευρώ, ενώ αν προστεθούν και τα κουδούνια το κόστος πολλαπλασιάζεται. Η αξία ενός κουδουνιού εξαρτάται από τον ήχο που βγάζει και από το πόσο παλιάς κοπής είναι» αναφέρει ο κ. Γρούσκος και συμπληρώνει πως «ο καλός ο νοικοκύρης στο Σοχό είναι αυτός που έχει κουδούνια και τουλάχιστον μια στολή Κουδουνοφόρου. Όποιος δεν έχει, τον λέμε ανοικοκύρευτο».
Το νέο αίμα
Ο Ακης Γρούσκος, ο μεγαλύτερος γιος του κ. Γιώργου, μεγάλωσε κυριολεκτικά μέσα στο εργαστήριο. Έμαθε την τεχνική κατασκευής των στολών των Κουδουνοφόρων, τα κοψίματα, τα μετρήματα και ανέλαβε να συνεχίσει αυτός την παράδοση, καθώς όπως λέει κι ο ίδιος, αγαπά πολύ αυτό που κάνει, παρ’ ότι είναι μια δύσκολη δουλειά και απαιτεί μεγάλη προσοχή στη λεπτομέρεια. Γι’ αυτό και για τις ανάγκες της δουλειάς, χρειάστηκε να μάθει να υφαίνει στον αργαλειό, μια τέχνη που του δίδαξε η γιαγιά του Φανή. Παράλληλα, το τελευταίο διάστημα ασχολείται και με τ! α κοινά του Σοχού, καθώς εκλέχτηκε πρώτος σε σταυρούς τοπικός σύμβουλος στις δημοτικές εκλογές.
Η ενδυμασία των Κουδουνοφόρων
Η φορεσιά των Κουδουνοφόρων αποτελείται από τη στολή, παντελόνι και γιλέκο, φτιαγμένα από δέρματα τράγου, τα οποία υποδηλώνουν τον τραγόμορφο θεό Πάνα. Πάνω από τα δέρματα, δένουν στη μέση το ζωνάρι και την ντουζίνα, τα τέσσερα μεγάλα μπρούτζινα κουδούνια (κυπριά) και ένα χάλκινο, πολύ μεγάλο, στο πίσω μέρος του κορμιού (μπατάλι). Στη συνέχεια, περνιέται η κόκκινη πλεχτή σάλπα και στο κεφάλι φοριέται το «καλπάκι» που φτιάχνει ο κ. Γρούσκος. Είναι μία προσωπίδα από μάλλινο μαύρο ύφασμα σε κωνικό σχήμα περίπου ενός μέτρου, ενώ στην κορυφή τοÏ! … κρεμιέται ουρά αλεπούς και πολύχρωμες υφασμάτινες κορδέλες. Όλη η επιφάνεια από το καλπάκι είναι στολισμένη με κορδέλες από χαρτί τύπου γκοφρέ και φέρει ένα είδος προσωπίδας που καλύπτει το πρόσωπο. Επίσης, είναι κεντημένος ένας σταυρός στο μέτωπο και υπάρχουν τρύπες στο στόμα, στα μάτια και στη μύτη. Ανάμεσα στη μύτη και στο στόμα υπάρχει ένα μεγάλο μουστάκι από ουρά αλόγου. Στα μπράτσα φορούν τα μανικέτια και δερμάτινα τσαρούχια στα πόδια. Απαραίτητα εξαρτήματα είναι η γκλίτσα και φυσικά το ούζο, με το οποίο κερνούν τους γνωστούς και φίλους που συναντούν στο δρόμο τους.
www.lagadas.net