Μια φορά κι έναν καιρό ήταν δύο μεγάλα παιδιά (ο θεός να τα κάνει) που ήθελαν να στρογγυλοκαθίσουν στην ίδια καρέκλα και να μην ξανασηκωθούν από εκεί…
Τα δύο αυτά παιδάκια είχαν μεγαλώσει μαζί, είχαν πολύ μικρή διαφορά ηλικίας βλέπετε, σε άλλες, από την Ελλαδίτσα, χώρες μακρινές. Η χαρά των δικών τους ανθρώπων δε λέγεται όσο μεγάλωναν τα παιδάκια τους γιατί έβλεπαν ότι ήταν (χαζο)χαρούμενα, όμορφα (θεός φυλάξει), δραστήρια και κυρίως είχαν ένα κοινό όραμα: να καθίσουν σ’ αυτή την υπέροχη καρέκλα που είναι και πολύ αναπαυτική (συν τοις άλλοις) και να εξουσιάζουν κάποια εκατομμύρια ψυχών.
Ο ένας από αυτούς (ο λίγο μικρότερος) πήγε να το παίξει έξυπνα το παιχνίδι και να τη «φέρει» κάποια στιγμή στο φίλο του, όντας πολύ νεαρός ακόμη, και να πιάσει την πολυπόθητη καρέκλα με μια κίνηση Ματ (σε μια στιγμή μάλιστα που στο φίλο του ούτε που του είχε περάσει από το μυαλό κάτι τέτοιο). Δεν του βγήκε όμως η κίνηση αυτή σε καλό καθώς οι συγκυρίες της εποχής (πολλά χρόνια πριν – περίπου 20) δεν στάθηκαν ευνοϊκές γι’ αυτό το νεαρό, τότε, αγόρι. Έτσι η «Άνοιξη» την οποία ήλπιζε να έρθει για εκείνον και τους γύρω του έφερε διαρκή και βαρύ χειμώνα. Σ’ αυτή τη ζωή όμως ο επιμένων νικά κι έτσι μετά από απρόσμενες καταστάσεις και πολλαπλές καραμπόλες ήρθε η μεγάλη στιγμή και δικαίωση για τον ώριμο πια άντρα (πενήντα φεύγα θαρρώ). Έπιασε τη μικρή καρέκλα που, όταν κανείς κάθεται για μερικά χρόνια, οδηγεί (σχεδόν πάντα) στη μεγάλη και αναπαυτική που λέγαμε νωρίτερα.
Εν τω μεταξύ ο φίλος του εκμεταλλευόμενος κι αυτός τις συγκυρίες και το «βάρος» του ονόματός του είχε ήδη κάτσει αρχικά κι αυτός στη μικρή καρέκλα και σύντομα και στη μεγάλη. Κρύος ιδρώτας έλουζε καθημερινά τον μικρότερο που ένιωθε κάπως άβολα να είναι στη μικρή καρέκλα, ενώ πίστευε ότι η μόνη θέση που του πρέπει και του ανήκει είναι η μεγάλη, αυτή η αναπαυτική που για χάρη της και τη δε θα έδινε (όχι μόνο αυτός βέβαια). Τα σφυροκοπήματα, οι μπηχτές, οι ειρωνείες και οι υπονομεύσεις στο μικρό κύριο ερχόταν από παντού καθώς οι απαιτήσεις των φίλων του (μερικοί βέβαια άσπονδοι) ήταν τεράστιες να καθίσει γρήγορα στη μεγάλη καρέκλα γιατί έτσι ήξεραν ότι έρχεται και η δική τους σειρά που είχαν πάρει θέση σε άλλες καρεκλίτσες – πιο μικρές – γύρω γύρω…
Κι επειδή όπως λέει και μια παροιμία «όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια ο θεός γελάει» η μοίρα τους επιφύλασσε μια τεράστια έκπληξη που κανείς από τους δύο δεν είχε στους αρχικούς του σχεδιασμούς και ούτε είχε φανταστεί. Μια ωραία πρωία εκεί που όλα κυλούσαν «ομαλά» , κατά τη δική τους αντίληψη, άλλοι ξένοι παράγοντες μπήκαν απότομα ανάμεσά τους και τους έθεσαν ένα τρομερό δίλλημα: « Ή συνεργάζεστε καθήμενοι και οι δύο στην ίδια αυτή μεγάλη και απολαυστική καρέκλα ή σας ξηλώνουμε και τους δύο». Τρόμος και κρύος ιδρώτας κατέλαβε και τους δύο που ξαφνικά θα έπρεπε να δικαιολογήσουν την απόφαση να καθίσουν στην ίδια καρέκλα που για πολύ καιρό απέφευγαν μετά βδελυγμίας ή θα έπρεπε να βρουν μια καλή και πιστευτή δικαιολογία προς τους ξένους παράγοντες για να μην κάτσουν στην ίδια καρέκλα. Μια και δυό αφήνουν τα ανούσια πείσματα και αποφασίζουν να συζητήσουν σοβαρά για την άμεση λύση του καυτού θέματος. «Τι θα κάνουμε ρε παλιόφιλε, εδώ ο κόσμος καίγεται – μας έχουν πάρει χαμπάρι και τα δικά μας παντζάκια κοντεύουν να πάρουν φωτιά» λέει ο ένας. «Κοίταξε» του λέει ο άλλος πιο ψύχραιμα «μη χάνουμε την ψυχραιμία μας και μην παίρνουμε βιαστικές αποφάσεις, άσε λίγο να το σκεφτούμε και το ξανασυζητάμε λίγο αργότερα αφού μιλήσουμε και με στενούς μας φίλους και συνεργάτες μπορεί να μας βγει καμιά ιδέα καλή…». «Έχεις δίκιο» ανταπάντησε ο πρώτος και συνέχισε «πάω κι εγώ στους δικούς μου ρεμπεσκέδες και θα δούμε τι θα σκεφτούμε…». Έτσι κι έγινε, τράβηξε ο ένας από δω κι ο άλλος από ‘κει κι άρχισαν οι συσκέψεις και οι διαβουλεύσεις με σκοπό να βρεθεί άμεσα μια λύση.
Λίγες ώρες αργότερα, κι ενώ η αγωνία όσων γνώριζαν τι συνέβαινε κορυφωνόταν, σκέφτηκαν την ίδια ακριβώς στιγμή την ίδια ακριβώς λύση του προβλήματος (αυτό θα πει πραγματική επικοινωνία…). Κι ενώ ο μεγαλύτερος από τους φίλους σήκωσε το ακουστικό να τηλεφωνήσει στο φίλο του εκείνος είχε ήδη σχηματίσει το νούμερο από την άλλη πλευρά και χωρίς να προλάβει να κάνει το τηλέφωνο « ντριν , ντριν…» βρέθηκαν να συνομιλούν. «Σκέφτηκα τη λύση» είπε ο μικρότερος. «Κι εγώ» απάντησε αμέσως και με απερίγραπτη χαρά ο μεγαλύτερος. «Θα παίξουμε τις Κουμπάρες» ακούστηκε ταυτόχρονα και από τα δύο στόματα και ο ένας έδινε συγχαρητήρια στον άλλον για τη λύση που βρήκαν και για τη μεγαλοφυή ιδέα τους. Φυσικά συμφώνησαν να μη φανεί προς τα έξω αυτή η συμφωνία και για τα μάτια του κόσμου να τυρβάζουν περί ανέμων και υδάτων. Έτσι ακριβώς και έκαναν.
Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα (ή μήπως χειρότερα;)
Συνεχίζεται, σύντομα…
Σημειώσεις:1) Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις των ημερών είναι συμπτωματική.
2) Λέτε σύντομα να περάσουν οι πρωταγωνιστές μας σε άλλα παιχνίδια όπως : «Μαντηλάκι», «Αλάτι Ψιλό – Αλάτι Χοντρό», «Μακριά Γαϊδούρα» και άλλα τέτοια;
http://inachosvaltou.blogspot.com/2011/06/blog-post_29.html
Τα δύο αυτά παιδάκια είχαν μεγαλώσει μαζί, είχαν πολύ μικρή διαφορά ηλικίας βλέπετε, σε άλλες, από την Ελλαδίτσα, χώρες μακρινές. Η χαρά των δικών τους ανθρώπων δε λέγεται όσο μεγάλωναν τα παιδάκια τους γιατί έβλεπαν ότι ήταν (χαζο)χαρούμενα, όμορφα (θεός φυλάξει), δραστήρια και κυρίως είχαν ένα κοινό όραμα: να καθίσουν σ’ αυτή την υπέροχη καρέκλα που είναι και πολύ αναπαυτική (συν τοις άλλοις) και να εξουσιάζουν κάποια εκατομμύρια ψυχών.
Ο ένας από αυτούς (ο λίγο μικρότερος) πήγε να το παίξει έξυπνα το παιχνίδι και να τη «φέρει» κάποια στιγμή στο φίλο του, όντας πολύ νεαρός ακόμη, και να πιάσει την πολυπόθητη καρέκλα με μια κίνηση Ματ (σε μια στιγμή μάλιστα που στο φίλο του ούτε που του είχε περάσει από το μυαλό κάτι τέτοιο). Δεν του βγήκε όμως η κίνηση αυτή σε καλό καθώς οι συγκυρίες της εποχής (πολλά χρόνια πριν – περίπου 20) δεν στάθηκαν ευνοϊκές γι’ αυτό το νεαρό, τότε, αγόρι. Έτσι η «Άνοιξη» την οποία ήλπιζε να έρθει για εκείνον και τους γύρω του έφερε διαρκή και βαρύ χειμώνα. Σ’ αυτή τη ζωή όμως ο επιμένων νικά κι έτσι μετά από απρόσμενες καταστάσεις και πολλαπλές καραμπόλες ήρθε η μεγάλη στιγμή και δικαίωση για τον ώριμο πια άντρα (πενήντα φεύγα θαρρώ). Έπιασε τη μικρή καρέκλα που, όταν κανείς κάθεται για μερικά χρόνια, οδηγεί (σχεδόν πάντα) στη μεγάλη και αναπαυτική που λέγαμε νωρίτερα.
Εν τω μεταξύ ο φίλος του εκμεταλλευόμενος κι αυτός τις συγκυρίες και το «βάρος» του ονόματός του είχε ήδη κάτσει αρχικά κι αυτός στη μικρή καρέκλα και σύντομα και στη μεγάλη. Κρύος ιδρώτας έλουζε καθημερινά τον μικρότερο που ένιωθε κάπως άβολα να είναι στη μικρή καρέκλα, ενώ πίστευε ότι η μόνη θέση που του πρέπει και του ανήκει είναι η μεγάλη, αυτή η αναπαυτική που για χάρη της και τη δε θα έδινε (όχι μόνο αυτός βέβαια). Τα σφυροκοπήματα, οι μπηχτές, οι ειρωνείες και οι υπονομεύσεις στο μικρό κύριο ερχόταν από παντού καθώς οι απαιτήσεις των φίλων του (μερικοί βέβαια άσπονδοι) ήταν τεράστιες να καθίσει γρήγορα στη μεγάλη καρέκλα γιατί έτσι ήξεραν ότι έρχεται και η δική τους σειρά που είχαν πάρει θέση σε άλλες καρεκλίτσες – πιο μικρές – γύρω γύρω…
Κι επειδή όπως λέει και μια παροιμία «όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια ο θεός γελάει» η μοίρα τους επιφύλασσε μια τεράστια έκπληξη που κανείς από τους δύο δεν είχε στους αρχικούς του σχεδιασμούς και ούτε είχε φανταστεί. Μια ωραία πρωία εκεί που όλα κυλούσαν «ομαλά» , κατά τη δική τους αντίληψη, άλλοι ξένοι παράγοντες μπήκαν απότομα ανάμεσά τους και τους έθεσαν ένα τρομερό δίλλημα: « Ή συνεργάζεστε καθήμενοι και οι δύο στην ίδια αυτή μεγάλη και απολαυστική καρέκλα ή σας ξηλώνουμε και τους δύο». Τρόμος και κρύος ιδρώτας κατέλαβε και τους δύο που ξαφνικά θα έπρεπε να δικαιολογήσουν την απόφαση να καθίσουν στην ίδια καρέκλα που για πολύ καιρό απέφευγαν μετά βδελυγμίας ή θα έπρεπε να βρουν μια καλή και πιστευτή δικαιολογία προς τους ξένους παράγοντες για να μην κάτσουν στην ίδια καρέκλα. Μια και δυό αφήνουν τα ανούσια πείσματα και αποφασίζουν να συζητήσουν σοβαρά για την άμεση λύση του καυτού θέματος. «Τι θα κάνουμε ρε παλιόφιλε, εδώ ο κόσμος καίγεται – μας έχουν πάρει χαμπάρι και τα δικά μας παντζάκια κοντεύουν να πάρουν φωτιά» λέει ο ένας. «Κοίταξε» του λέει ο άλλος πιο ψύχραιμα «μη χάνουμε την ψυχραιμία μας και μην παίρνουμε βιαστικές αποφάσεις, άσε λίγο να το σκεφτούμε και το ξανασυζητάμε λίγο αργότερα αφού μιλήσουμε και με στενούς μας φίλους και συνεργάτες μπορεί να μας βγει καμιά ιδέα καλή…». «Έχεις δίκιο» ανταπάντησε ο πρώτος και συνέχισε «πάω κι εγώ στους δικούς μου ρεμπεσκέδες και θα δούμε τι θα σκεφτούμε…». Έτσι κι έγινε, τράβηξε ο ένας από δω κι ο άλλος από ‘κει κι άρχισαν οι συσκέψεις και οι διαβουλεύσεις με σκοπό να βρεθεί άμεσα μια λύση.
Λίγες ώρες αργότερα, κι ενώ η αγωνία όσων γνώριζαν τι συνέβαινε κορυφωνόταν, σκέφτηκαν την ίδια ακριβώς στιγμή την ίδια ακριβώς λύση του προβλήματος (αυτό θα πει πραγματική επικοινωνία…). Κι ενώ ο μεγαλύτερος από τους φίλους σήκωσε το ακουστικό να τηλεφωνήσει στο φίλο του εκείνος είχε ήδη σχηματίσει το νούμερο από την άλλη πλευρά και χωρίς να προλάβει να κάνει το τηλέφωνο « ντριν , ντριν…» βρέθηκαν να συνομιλούν. «Σκέφτηκα τη λύση» είπε ο μικρότερος. «Κι εγώ» απάντησε αμέσως και με απερίγραπτη χαρά ο μεγαλύτερος. «Θα παίξουμε τις Κουμπάρες» ακούστηκε ταυτόχρονα και από τα δύο στόματα και ο ένας έδινε συγχαρητήρια στον άλλον για τη λύση που βρήκαν και για τη μεγαλοφυή ιδέα τους. Φυσικά συμφώνησαν να μη φανεί προς τα έξω αυτή η συμφωνία και για τα μάτια του κόσμου να τυρβάζουν περί ανέμων και υδάτων. Έτσι ακριβώς και έκαναν.
Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα (ή μήπως χειρότερα;)
Συνεχίζεται, σύντομα…
Σημειώσεις:1) Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις των ημερών είναι συμπτωματική.
2) Λέτε σύντομα να περάσουν οι πρωταγωνιστές μας σε άλλα παιχνίδια όπως : «Μαντηλάκι», «Αλάτι Ψιλό – Αλάτι Χοντρό», «Μακριά Γαϊδούρα» και άλλα τέτοια;