Η πραγματικότητα είναι ότι δεν υπάρχει τίποτε το πρωτότυπο στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης. Η Ευρώπη ολόκληρη ως μηχανισμός λειτουργεί ως διαδικασία διαρκούς διαπραγμάτευσης και κάθε χώρα διαπραγματεύεται διαρκώς για να υποστηρίξει τα συμφέροντα της και τελικά –για όσο ανήκει στην Ευρώπη- βρίσκει κάποιου είδους συμβιβασμό. Όμως όπως όλα έτσι και η διαπραγμάτευση πρέπει να γίνεται με μέτρο και σύνεση.
Είναι προφανές ότι στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, η διαπραγματευτική θέση της χώρας εξαρτάται από την σχετική ισχύ της. Όσο πιο ισχυρός είσαι τόσο περισσότερο μπορείς να διαπραγματευτείς από θέση δυνάμεως και όχι αδυναμίας. Σε μερικές σπάνιες περιπτώσεις, μπορείς για λίγο χρόνο να μετατρέψεις την αδυναμία σε δύναμη. Όμως ο κανόνας δεν είναι αυτός και η πολιτική μιας χώρας, προφανώς δεν μπορεί να μετατρέπει την εξαίρεση σε κανόνα. Η απειλή ότι είσαι ζωσμένος με εκρηκτικά και θα τιναχτείς είναι προσωρινά αποτελεσματική, καθώς όμως περνάει ο καιρός οι άλλοι βρίσκουν τρόπο να καλυφθούν, βάζουν φράγματα γύρω-γύρω και στο τέλος σε πυροβολούν οι ίδιοι για να τελειώσει η ιστορία. Αυτό ακριβώς περιγράφει πως θα γίνει και ο σημερινός Economist.
Ποια είναι τα δεδομένα τα οποία θα πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας όταν διαπραγματευόμαστε σήμερα για την Ελλάδα στο εξωτερικό.
Η εικόνα της χώρας είναι κακή. Τα ψεύτικα στατιστικά στοιχεία, το τεράστιο χρέος που μόνοι μας συσσωρεύσαμε στην εποχή των χαμηλών επιτοκίων (τα περί υψηλών επιτοκίων που πλήρωνε η Ελλάδα είναι ανοησίες), οι δημοσιονομικές υστερήσεις, η ενδημούσα διαφθορά, η εικόνα βίας και αντιδράσεων, ενσταλάζουν στους εταίρους μας καθημερινά την αμφιβολία για το αν πρέπει ή όχι να μας βοηθήσουν.
Αντικειμενικά, από πλευράς εισοδήματος και πραγματικού επιπέδου ζωής, η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα σε πολύ καλύτερη θέση σε σχέση με τη συντριπτική πλειοψηφία του υπολοίπου πλανήτη και πολλές άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Το κατά κεφαλήν εισόδημά μας σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (ο πιο ακριβής τρόπος μέτρησης που λαμβάνει υπ’ όψη τον εγχώριο πληθωρισμό), ήταν το 2010 στο 89% του κοινοτικού μέσου όρου. Σε τεράστια απόσταση από τους φτωχότερους εταίρους που είναι Λεττονοί (52%), οι Ρουμάνοι (45%) και οι Βούλγαροι (43%). Η διαφορά μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης (αλλά και το κρατικό έλλειμμα), που είναι και τα δύο στο 10% του ΑΕΠ, δείχνουν ότι αναγκαστικά θα κατεβούμε σημαντικά από το 89%, προς το 78%-75% του κοινοτικού μέσου όρου, πριν αρχίσουμε να ανακάμπτουμε. Πολύ μακριά από τους φτωχότερους και έτη φωτός από τους πραγματικά φτωχούς στον τρίτο κόσμο που ζουν με κάτω του 10% του κοινοτικού μέσου όρου. Εφόσον βέβαια δεν χρεοκοπήσουμε και δεν υπάρξει ανεξέλεγκτη κοινωνική και οικονομική κατάρρευση.
Τα βασικά διαπραγματευτικά μας χαρτιά είναι δύο. Η συμμετοχή στην ευρωζώνη και ο κίνδυνος της μετάδοσης του ελληνικού ιού και η απότομη αλλαγή του επιπέδου ζωής, που δημιουργεί μεγάλες κοινωνικές επιπτώσεις. Τα όρια της διαπραγμάτευσης επίσης καθορίζονται από τις επιπτώσεις που θα έχει η ελληνική χρεοκοπία, σε σχέση με την στήριξη που έχει στην κοινή γνώμη των άλλων ευρωπαϊκών χωρών η βοήθεια προς την Ελλάδα.
Οι επιπτώσεις που θα έχει διεθνώς η ελληνική χρεοκοπία θα εξαρτηθούν από το βαθμό προετοιμασίας των ευρωπαίων και από το βαθμό αποφασιστικότητας που θα επιδείξουν οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες, στους άλλους αδύνατους κρίκους της ευρωζώνης. Το ίδιο το μέγεθος του ελληνικού χρέους που παραμένει στον ιδιωτικό τομέα είναι μετά τις παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του μνημονίου κάτω από 200 δις και μέρος του βρίσκεται στο εσωτερικό της Ελλάδας. Μεγάλο μέρος του έχει ήδη προεξοφληθεί με αγορά εξωφρενικά ακριβών CDS. Στην ευαίσθητη παγκόσμια ανάκαμψη μπορεί να αποτελέσει αφορμή ενός νέου γύρου της κρίσης της Δύσης, μπορεί όμως και όχι. Όσο ο χρόνος περνά, το χρέος που κρατούν οι ξένες τράπεζες μειώνεται και οι δυτικοί σταθεροποιούνται και οργανώνονται, τόσο η ελληνική χρεοκοπία γίνεται περισσότερο ελκυστικό σενάριο για αυτούς που για την ώρα πληρώνουν για να την αποτρέψουν.
Στους υπολογισμούς μας θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψη και άλλους δύο παράγοντες. Η Ελλάδα, με τη διαρκή αποτυχία, τα δραματικά γεγονότα που μας φέρνουν ως αρνητικούς πρωταγωνιστές του διεθνούς οικονομικού συστήματος και τα συνεχή αιτήματα αναδιαπραγμάτευσης, προκαλεί σε όλο το δυτικό σύστημα και στην ευρωζώνη ειδικότερα, μια διαρκή καθημερινή φθορά. Μια φθορά που αθροιστικά μπορεί να είναι πολύ σημαντικότερη γι αυτούς από το ίδιο το γεγονός της χρεοκοπίας. Προκαλεί επίσης βλάβη και στον εαυτό της καταστρέφοντας τη διεθνή εικόνα της χώρας και την προοπτική της για ξένες επενδύσεις, τουρισμό και διεθνείς συμμαχίες. Αυτό που στα σύγχρονα οικονομικά ονομάζουμε «κόστος συναλλαγών» (transaction cost), είναι και για τους έξω και για τους μέσα ένα πολύ επώδυνο μέρος της συνεχούς ελληνικής αναδιαπραγμάτευσης.
Ο δεύτερος πολύ σημαντικός παράγοντας που θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψη είναι ότι στο πιστόλι μας υπάρχει μόνο μια σφαίρα (η για να είμαστε ακριβέστεροι υπάρχει ένας μόνο «ζωσμένος με δυναμίτη»). Αν υπάρξει πιστωτικό γεγονός η ελληνική διαπραγματευτική ισχύς μηδενίζεται. Οι πάντες –και προπαντός οι σημερινοί μας χρηματοδότες- όχι απλώς θα μας ξεχάσουν, δεν θα θέλουν καν να μας ξέρουν και θα περιορίσουν δραματικά κάθε βοήθεια προς την Ελλάδα. Θα είμαστε σχεδόν μόνοι μας, χωρίς χρήματα και σε εξαιρετικά αδύνατη διεθνή θέση.
Από τα δεδομένα αυτά προκύπτει ότι η διαπραγμάτευση πρέπει να είναι συνεχής με τον ευρωπαϊκό τρόπο. Με τήρηση των συμφωνηθέντων, με λογικά και αληθινά επιχειρήματα και με επίτευξη διαρκών συμβιβασμών. Οι εξαλλότητες της αριστεράς, που θέλει να ξεκινήσει από το Σύνταγμα την παγκόσμια επανάσταση, οι μη σοβαρές προτάσεις, όπως αυτές του κ. Σαμαρά, που ισχυρίζεται ότι προτείνει ένα πρόγραμμα ισοσκελισμένο και η τρόικα κάνει το λογαριασμό και βρίσκει ότι είναι 15-20 δις ελλειμματικό, δεν αποτελούν επαναδιαπραγμάτευση, αποτελούν απλώς δυσφήμιση της χώρας που δυσχεραίνει οποιοδήποτε σοβαρή προσπάθεια διαπραγμάτευσης.
Τι δεν είναι διαπραγματεύσιμο. Η διατήρηση του ελληνικού ελλείμματος (οι δημοσιονομικοί στόχοι του λεγόμενου μεσοπρόθεσμου). Οι ευρωπαίοι φορολογούμενοι δεν θα μας δίνουν χρήματα για να ζούμε με δανεικά, πέραν των παραγωγικών μας δυνάμεων. Δεν το δέχεται η κοινή τους γνώμη. Ακόμα και αν μας διαγράψουν το μισό χρέος ή αν δεχθούν χαμηλά επιτόκια για πολλά-πολλά χρόνια, αυτό δεν αλλάζει την υπόθεση έλλειμμα. Αν π.χ. μας διέγραφαν το μισό χρέος και μας έβαζαν επιτόκιο 3,5% (που είναι μικρότερο από το δικό τους μέσο όρο δανεισμού), θα έπρεπε πάλι να μειώσουμε το έλλειμμα κατά 20 δις για να εξυπηρετούμε τα δραματικά μειωμένα τοκοχρεολύσια. Χωρίς να υπολογίσουμε το δημοσιονομικό κόστος από τα μειωμένα έσοδα, λόγω της συρρίκνωσης για χρόνια της ιδιωτικής χρηματοδότησης της οικονομίας. Οπότε μέτρα με το δημοσιονομικό αποτέλεσμα του μεσοπρόθεσμου, είναι απολύτως υποχρεωτικά. Άλλο αν θα έπρεπε η κυβέρνηση να κόψει δαπάνες αντί να αυξάνει τους φόρους.
Τι είναι διαπραγματεύσιμο, αν κόψουμε ή όσο κόβουμε τα ελλείμματα; Ένα σοβαρό πακέτο επενδύσεων στη χώρα –οι Ευρωπαίοι Φιλελεύθεροι προτείνουν 30 δις ευρώ- με ευρωπαϊκούς πόρους που άρχισε ήδη να συζητείται και μια ευνοϊκή ρύθμιση του χρέους, με πολύ χαμηλά επιτόκια. Εμείς –και με δική μου προσωπική συμβολή- τα πετύχαμε αυτά με το δικό μας κόμμα, τους Φιλελευθέρους, που είναι το τρίτο μεγαλύτερο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, γιατί προτείναμε ένα δικό μας μεσοπρόθεσμο, που είναι πειστικό έναντι της τρόικας γιατί είναι τολμηρότερο από αυτό της κυβέρνησης και στηρίζεται πολύ πιο πολύ στις δαπάνες παρά στους φόρους. Η κυβέρνηση ακόμα δεν έχει πετύχει κάτι αντίστοιχο. Η αξιωματική αντιπολίτευση δεν μπορεί καν να συνομιλήσει, χωρίς να την επιτιμήσουν, γιατί μπορεί να χρησιμοποιεί τη γενική σύγχυση και τις κάθε είδους ασθένειες των ελληνικών μέσων ενημέρωσης, για να παραπληροφορεί την ελληνική κοινή γνώμη για τις άσχετες με την πραγματικότητα «προτάσεις της», αλλά δεν μπορεί να πείσει ούτε τα μέσα ενημέρωσης, ούτε τους συνομιλητές της στην Ευρώπη. Και ακολουθεί την γνωστή στον κ. Σαμαρά συνταγή του Μακεδονικού. Μόνο που το τίμημα αυτή τη φορά, δεν είναι μια τεράστια βλάβη στην εξωτερική μας πολιτική που θα κρατήσει μια εικοσαετία. Το τίμημα είναι μια συνολική οικονομική και κοινωνική καταστροφή με επιπτώσεις αντίστοιχης διάρκειας.
Αυτά λοιπόν μπορούμε να κερδίσουμε. Με προϋπόθεση όμως ότι έχουμε καταλάβει ότι η τελική επιτυχία δεν θα κριθεί στη διαπραγμάτευση, αλλά στη δική μας ικανότητα να αναλάβουμε και να μοιράσουμε δίκαια, το κοινωνικό και πολιτικό κόστος και να υλοποιήσουμε τις βαθιές και πολύ επώδυνες αλλαγές που έχει ανάγκη η ελληνική κοινωνία. Η τελική έξοδος από την κρίση δεν θα κριθεί ούτε από την ευρωπαϊκή βοήθεια, ούτε από τα χαμηλά επιτόκια. Θα κριθεί από την ικανότητά μας να αλλάξουμε πραγματικά και να δουλέψουμε σκληρά. Για να ζήσουμε καλύτερα επειδή το αξίζουμε, όχι με δανεικά. Για να έχουμε αυτή την ευκαιρία θα πρέπει πρώτα να αποφύγουμε τη χρεοκοπία. Και αυτό για την ώρα δεν συμβαίνει. Αντίθετα, με την εμμονή στην προστασία των κρατικοδίαιτων συμφερόντων της κυβέρνησης και την τυχοδιωκτική ανευθυνότητα της αντιπολίτευσης, η χρεοκοπία έρχεται κάθε μέρα όλο και πιο κοντά.