tromaktiko: Ανοίγει ξανά ο δρόμος για δικαστική δικαίωση ΟΛΩΝ των συμβασιούχων που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες

Παρασκευή 24 Ιουνίου 2011

Ανοίγει ξανά ο δρόμος για δικαστική δικαίωση ΟΛΩΝ των συμβασιούχων που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες



Δημοσιεύθηκαν στις 22/6/2011 οι πολυαναμενόμενες αποφάσεις της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου για τους συμβασιούχους (ΟλΑΠ 7, 8/2011).
Έχοντας πλέον στην διάθεσή μας το πλήρες κείμενο των αποφάσεων αυτών και ύστερα από πολύ προσεκτική μελέτη τους, είμαστε σε θέση να παρουσιάσουμε τις βασικές τους θέσεις και τις κατευθύνσεις που δίνονται από αυτές.

Οι βασικές παραδοχές των αποφάσεων είναι οι ακόλουθες:

1) Ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός των εννόμων σχέσεων αποτελεί διαχρονικά έργο του δικαστή, ο οποίος δεν δεσμεύεται από τον χαρακτηρισμό που έδωσαν σε αυτές τα μέρη, ούτε καν από τον χαρακτηρισμό που τυχόν έδωσε ο ίδιος ο νομοθέτης. Η υποχρέωση αυτή του δικαστή απορρέει ευθέως από το Σύνταγμα (άρθρα 26 § 3 και 87 § 2 του Συντάγματος).

2) Το άρθρο 8 § 3 του Ν. 2112/1920, το οποίο παγίως έχει εφαρμοσθεί από την νομολογία για την αντιμετώπιση της καταχρηστικής σύναψης συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, αποτελεί μηχανισμό ορθού νομικού χαρακτηρισμού των συμβάσεων από ορισμένου σε αορίστου χρόνου στις περιπτώσεις που οι καλυπτόμενες ανάγκες είναι πάγιες και διαρκείς.

3) Ο περιεχόμενος στο άρθρο 8 § 3 του Ν. 2112/1920 κανόνας απορρέει ευθέως από το ίδιο το Σύνταγμα (εν είδη εκτελεστικού του Συντάγματος νομοθετήματος)· απορρέει όχι μόνο από τις συνταγματικές διατάξεις που επιβάλλουν τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό (άρθρα 26 § 3 και 87 § 2), αλλά και από το άρθρο 25 §§ 1 και 3 του Συντάγματος, που απαγορεύει την κατάχρηση.

4) Το άρθρο 8 § 3 του Ν. 2112/1920 δεν εφαρμόζεται μόνο στον ιδιωτικό τομέα αλλά εφαρμόζεται και στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Δεν αποτελεί εμπόδιο για την εφαρμογή του, ούτε ο νομοθετικός χαρακτηρισμός των συμβάσεων ως «ορισμένου χρόνου», ούτε το άρθρο 21 του Ν. 2190/1994, που απαγορεύει την μετατροπή συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου. Η διάταξη αυτή δηλαδή ουδέποτε κατήργησε το άρθρο 8 § 3 του Ν. 2112/1920 όσον αφορά στον δημόσιο τομέα.

5) Το άρθρο 8 § 3 του Ν. 2112/1920 παρέχει πληρέστερη προστασία έναντι της παρεχόμενης από την μεταγενέστερη Οδηγία 1999/70/ΕΚ και τα Π.Δ. με τα οποία ενσωματώθηκε αυτή στην ελληνική έννομη τάξη. Συγκεκριμένα με την Οδηγία αυτή και τα Π.Δ. καλύπτονται μόνο οι διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου, ενώ από το άρθρο 8 § 3 Ν. 2112/1920 καταλαμβάνεται και η πρώτη (η μία και μόνη) σύμβαση ορισμένου χρόνου.

Οι παραδοχές αυτές αποτελούν τη βάση για την επίλυση των ακόλουθων ζητημάτων, για τα οποία το Δικαστήριο, αν και δεν πήρε ευθέως θέση, επειδή οι κρινόμενες αγωγές είχαν ασκηθεί το 1998, δηλ. πριν τη θέση σε ισχύ της Οδηγίας (10.7.1999) και πριν την αναθεώρηση του Συντάγματος του 2001 (17.4.2001), εντούτοις διαφαίνεται η επιβαλλόμενη αντιμετώπισή τους:

1) Το ζήτημα των συμβασιούχων ρυθμίζεται από ένα πλέγμα συνταγματικών διατάξεων, οι οποίες πρέπει να εναρμονίζονται μεταξύ τους, και όχι μόνο από το άρθρο 103 §§ 7 και 8 Σ. Έτσι, το άρθρο 103 § 8 του Συντάγματος που απαγορεύει την μετατροπή συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου, δεν μπορεί να απαγορεύει τον –επίσης συνταγματικά επιβαλλόμενο– ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων αυτών, όταν με αυτές δεν καλύπτονται πρόσκαιρες, απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες, αλλά πάγιες και διαρκείς, ούτε μπορεί να οδηγεί σε καταχρήσεις τις οποίες απαγορεύει ρητά το άρθρο 25 § 1 και 3 Σ.

2) Περαιτέρω, επιβάλλεται η εναρμόνιση του άρθρου 8 § 3 Ν. 2112/1920, το οποίο αποτελεί εκδήλωση συνταγματικών επιταγών, της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ και του άρθρου 103 § 8 Σ, που τέθηκε σε ισχύ ενώ έτρεχε ακόμη η προθεσμία μεταφοράς της Οδηγίας στο Ελληνικό δίκαιο. Γι’ αυτό πρέπει να ληφθούν υπόψη τα εξής: (α) Με βάση την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά την διάρκεια της προθεσμίας μεταφοράς της Οδηγίας στο εθνικό δίκαιο απαγορεύεται η θέσπιση διατάξεων, ακόμη και συνταγματικών (όπως του άρθρου 103 παρ. 8), ικανών να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο την υλοποίηση του επιδιωκόμενου από την Οδηγία αποτελέσματος. (β) Όπως ρητά προβλέπει η Οδηγία 1999/70/ΕΚ απαγορεύεται η υποβάθμιση του γενικού επιπέδου προστασίας των εργαζομένων ορισμένου χρόνου, με αφορμή τη μεταφορά της Οδηγίας στο εθνικό δίκαιο. Αντίθετα με αποφάσεις του παρελθόντος που, κατά παραγνώριση του άρθρου 118 § 7 Σ, δεν προστάτευαν ούτε το προσωπικό που κατήρτισε συμβάσεις ορισμένου χρόνου πριν από την έκδοση των Π.Δ. για την προσαρμογή του εθνικού μας δικαίου με την Οδηγία, ήδη με τις αποφάσεις 7 και 8/2011 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου διαπιστώνεται ότι με το άρθρο 8 § 3 Ν. 2112/1920 παρεχόταν πληρέστερη προστασία έναντι εκείνης που παρέχουν η μεταγενέστερη Οδηγία 1999/70/ΕΚ και τα ΠΔ, που την ενσωμάτωσαν στο ελληνικό δίκαιο. Προδήλως η προστασία αυτή δεν επιτρέπεται να υποβαθμισθεί ούτε με συνταγματική ούτε με νομοθετική διάταξη, δηλαδή οι υπάρχουσες συνταγματικές και νομοθετικές διατάξεις πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο που να μην αποκλείουν την εφαρμογή του άρθρου 8 § 3 Ν. 2112/1920 και μετά την συνταγματική αναθεώρηση του 2001 και μετά την ενσωμάτωση της Οδηγίας στο ελληνικό δίκαιο.

Συμπερασματικά, οι αποφάσεις αυτές τις Ολομέλειας αποτελούν το σκαλοπάτι εκείνο που οδηγεί στην συνολική αντιμετώπιση του ζητήματος των συμβασιούχων.


Αθήνα 23/6/2011
Οι εκ των πληρεξουσίων δικηγόρων
Δημήτριος Βερβεσός
Χρήστος Νικολουτσόπουλος
Απόστολος Ανδρεουλάκος
Δημήτριος Βασιλείου
     



Εδώ σχολιάζεις εσύ!