Μετά από τρία χρόνια απευθείας
διαπραγματεύσεων και «διαπραγματεύσεων», η ώρα τής αλήθειας για την
περαιτέρω συνέχεια της παρούσας προσπάθειας στο Κυπριακό έχει φθάσει.
Πραγματική διαπραγμάτευση καθ’ όλη αυτή την τρίχρονη περίοδο είναι
αλήθεια ότι υπήρξε, σε ορισμένους τομείς και κυρίως κατά την πρώτη
περίοδο.
Κατά τη δεύτερη περίοδο, μετά δηλαδή την αντικατάσταση του Μεχμέτ Αλί Ταλάτ από τον Ντερβίς Ερογλου στην ηγεσία των Τουρκοκυπρίων, πραγματική διαπραγμάτευση δεν υπήρξε παρά σε ελάχιστα και επιμέρους θέματα. Εκείνο που υπήρξε κυρίως κατά τη δεύτερη αυτή περίοδο ήταν η μόνιμη προσπάθεια της τουρκικής πλευράς αποτελμάτωσης της διαδικασίας με στόχο την εκτροπή και αλλαγή της (της διαδικασίας) με εισαγωγή στοιχείων όπως τα χρονοδιαγράμματα, η επιδιαιτησία και η σύγκληση πολυμερούς διάσκεψης ως έχουν τα πράγματα τώρα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και σε κεφάλαια όπου με μονομερείς πρωτοβουλίες της και σημαντικές, προχωρημένες προτάσεις της η ελληνοκυπριακή πλευρά συνέτεινε στο να υπάρξουν κάποιες συγκλίσεις, όπως για παράδειγμα στο κεφάλαιο Διακυβέρνηση και εκτελεστική εξουσία, η αντίδραση τής άλλης πλευράς ήταν από απογοητευτική μέχρι προκλητική. Όχι μόνο δηλαδή δεν ακολούθησαν ανάλογες συμβιβαστικές τοποθετήσεις, ούτε επί Ταλάτ ούτε επί Ερογλου, αλλά ο Ερογλου ακόμη και στο κεφάλαιο εκτελεστική εξουσία σύμφωνα με διπλωματικές πηγές, προχώρησε σε αναίρεση των προηγούμενων τουρκικών τοποθετήσεων αναιρώντας έτσι και τις ανάλογες προηγούμενες συγκλίσεις.
Η δικαιολογία μάλιστα του Ερογλου για την υπαναχώρηση, ήταν ότι ο Ταλάτ είχε συμφωνήσει στα όσα είχε συμφωνήσει υπό τον όρο ότι θα γίνονταν δεκτές οι προτάσεις Ταλάτ του Ιανουαρίου 2010! Υπενθυμίζεται ότι οι προτάσεις αυτές -που είχαν ετοιμαστεί στην Άγκυρα- είχαν χαρακτηριστεί από το σύνολο της ελληνοκυπριακής πολιτικής ηγεσίας ως απολύτως απαράδεκτες και «επικοινωνιακό παιγνίδι της Τουρκίας». Ούτε και βεβαίως υπήρξε τότε στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης οποιαδήποτε παρόμοια διασύνδεση.
Έτσι περαιτέρω, καθ’ όλη την τελευταία περίοδο -όπως και πριν εξάλλου- πραγματική διαπραγμάτευση επί σειράς κεφαλαίων κρίσιμης σημασίας ιδίως για την ελληνοκυπριακή πλευρά επίσης δεν υπήρξε. Αναφερόμαστε ιδίως στο εδαφικό και το θέμα των εποίκων όπως και σε άλλα θέματα όπως η αποχώρηση των τουρκικών κατοχικών στρατευμάτων, η ασφάλεια και οι εγγυήσεις.
Επί των συγκεκριμένων κεφαλαίων πάντως εύγλωττες ήταν και είναι οι δημόσιες τοποθετήσεις της τουρκικής πλευράς με βάση τις οποίες λίγα, ελάχιστα ή καθόλου θα πρέπει να περιμένει η Λευκωσία, αφού και οι εγγυήσεις και η παραμονή τουρκικών στρατευμάτων και οι έποικοι χαρακτηρίζονται συχνά-πυκνά ως κόκκινες γραμμές για την τουρκική πλευρά. Όσον δε αφορά στο εδαφικό και εκεί οι δημόσιες τοποθετήσεις είναι απογοητευτικές. Στόχευση της τουρκικής πλευράς παραμένει η μεθόδευση αδιεξόδου και η αναγκαστική αλλαγή της διαδικασίας, ευελπιστώντας σε ένα δεύτερο 2004 με ευνοϊκή για τις τουρκικές στοχεύσεις επιδιαιτησία ή επίρριψη ευθυνών στην ελληνοκυπριακή πλευρά, απαλλαγή της Άγκυρας από κάθε ευθύνη ενόψει και των ευρωπαϊκών προσδοκιών της και τέλος παράλληλη αναβάθμιση στη συνέχεια τού ψευδοκράτους. Το μείζον ερώτημα για τη Γενεύη είναι ποια οδό θα ακολουθήσουν τα Ηνωμένα Έθνη.
Μέχρι στιγμής ορισμένοι αξιωματούχοι των Ηνωμένων Εθνών παρουσιάζονται να αποφεύγουν να λάβουν υπ’ όψιν ποια πλευρά είναι εκείνη που τοποθετείται εποικοδομητικά και στα πλαίσια τού διεθνούς και ευρωπαϊκού δικαίου στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων, ποιας πλευράς οι τοποθετήσεις συνάδουν πράγματι με τα συμφωνηθέντα και ποια πλευρά κινείται πράγματι στα πλαίσια αναζήτησης λύσης διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας.
Αντί τούτων των ουσιαστικών κριτηρίων επί της ουσίας της προσπάθειας, οι ίδιοι αξιωματούχοι παρουσιάζονται ως νέοι Αννες και Καϊάφες έτοιμοι να επικεντρωθούν σε θέματα διαδικασίας αγνοώντας την ουσία και να ωθήσουν τα πράγματα στην κατεύθυνση που επιδιώκει η Άγκυρα. Προχώρησαν μάλιστα περαιτέρω να εξαγγέλλουν από μόνοι τους χρονοδιαγράμματα, όπως ο Ιούλιος του 2012 και η ανάληψη της προεδρίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την Κυπριακή Δημοκρατία, χωρίς να εξηγούν σε οποιονδήποτε ποια επιτέλους είναι η σχέση μεταξύ της κυπριακής προεδρίας και της προσπάθειας στο Κυπριακό.
Στις υποδείξεις δε ότι εκείνοι που πολύ περισσότερο από κάθε άλλη πλευρά (και ακόμη περισσότερο από τούς ιδίους τους αξιωματούχους για τους οποίους γίνεται λόγος) επιθυμούν το συντομότερο δυνατόν την επίλυση του προβλήματος δεν είναι άλλοι από τα ίδια τα θύματα της υπόθεσης, τους Ελληνοκυπρίους δηλαδή, και πως αν θέλουν πράγματι ορισμένοι γρήγορα λύση το μόνο που οφείλουν να πράξουν είναι να ζητήσουν άμεση προσαρμογή της Άγκυρας στο διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο, αλλά και σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και βασικών ελευθεριών, οι ίδιοι πάντα αξιωματούχοι (που με βάση τους όρους εντολής τους από τα Ηνωμένα Έθνη αυτό όφειλαν εξ αρχής να πράξουν) υποδύονται ότι δεν αντιλαμβάνονται ποια είναι η αλήθεια και πού είναι το πρόβλημα.
Εντατικοποίηση αλλά πώς και προς τα πού;
Σχεδόν βέβαιη μετά τη Γενεύη θεωρείται η εντατικοποίηση των διαπραγματεύσεων. Το αν αυτή η εντατικοποίηση θα συνδυαστεί με πρακτική υποχρέωση προσαρμογής και της άλλης πλευράς στο θεωρούμενο ως πλαίσιο αναζήτησης λύσης του Κυπριακού, ή αν η εντατικοποίηση θα συνδυαστεί με διαδικαστικά τεχνάσματα στην κατεύθυνση ολοκλήρωσης ενός πρακτικού αναγκαστικού χρονοδιαγράμματος επίτευξης συμφωνίας ανεξαρτήτως της στάσης που τηρεί εκάστη των πλευρών, είναι το κριτήριο για την επόμενη κρίσιμη περίοδο. Η μάχη θα δοθεί σε πολλά επίπεδα.
Το τελευταίο είναι το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και τα εσωτερικά εκεί ισοζύγια.
Ευτυχώς εκεί υπάρχουν ερείσματα. Καλό θα ήταν όμως να μην αναγκαστεί η ελληνοκυπριακή πλευρά να φτάσει μέχρι εκεί, γιατί αν τα πράγματα οδηγηθούν στο ύστατο ανάχωμα, μια ζημιά θα έχει ήδη γίνει. Ευτυχώς βέβαια που θα υπάρχει το ύστατο έρεισμα, αλλά το ερώτημα τότε θα είναι το μέγεθος της ζημιάς.
Του Πάρη Ποταμίτη από τον Κυριακάτικο Φιλελεύθερο
Κατά τη δεύτερη περίοδο, μετά δηλαδή την αντικατάσταση του Μεχμέτ Αλί Ταλάτ από τον Ντερβίς Ερογλου στην ηγεσία των Τουρκοκυπρίων, πραγματική διαπραγμάτευση δεν υπήρξε παρά σε ελάχιστα και επιμέρους θέματα. Εκείνο που υπήρξε κυρίως κατά τη δεύτερη αυτή περίοδο ήταν η μόνιμη προσπάθεια της τουρκικής πλευράς αποτελμάτωσης της διαδικασίας με στόχο την εκτροπή και αλλαγή της (της διαδικασίας) με εισαγωγή στοιχείων όπως τα χρονοδιαγράμματα, η επιδιαιτησία και η σύγκληση πολυμερούς διάσκεψης ως έχουν τα πράγματα τώρα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και σε κεφάλαια όπου με μονομερείς πρωτοβουλίες της και σημαντικές, προχωρημένες προτάσεις της η ελληνοκυπριακή πλευρά συνέτεινε στο να υπάρξουν κάποιες συγκλίσεις, όπως για παράδειγμα στο κεφάλαιο Διακυβέρνηση και εκτελεστική εξουσία, η αντίδραση τής άλλης πλευράς ήταν από απογοητευτική μέχρι προκλητική. Όχι μόνο δηλαδή δεν ακολούθησαν ανάλογες συμβιβαστικές τοποθετήσεις, ούτε επί Ταλάτ ούτε επί Ερογλου, αλλά ο Ερογλου ακόμη και στο κεφάλαιο εκτελεστική εξουσία σύμφωνα με διπλωματικές πηγές, προχώρησε σε αναίρεση των προηγούμενων τουρκικών τοποθετήσεων αναιρώντας έτσι και τις ανάλογες προηγούμενες συγκλίσεις.
Η δικαιολογία μάλιστα του Ερογλου για την υπαναχώρηση, ήταν ότι ο Ταλάτ είχε συμφωνήσει στα όσα είχε συμφωνήσει υπό τον όρο ότι θα γίνονταν δεκτές οι προτάσεις Ταλάτ του Ιανουαρίου 2010! Υπενθυμίζεται ότι οι προτάσεις αυτές -που είχαν ετοιμαστεί στην Άγκυρα- είχαν χαρακτηριστεί από το σύνολο της ελληνοκυπριακής πολιτικής ηγεσίας ως απολύτως απαράδεκτες και «επικοινωνιακό παιγνίδι της Τουρκίας». Ούτε και βεβαίως υπήρξε τότε στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης οποιαδήποτε παρόμοια διασύνδεση.
Έτσι περαιτέρω, καθ’ όλη την τελευταία περίοδο -όπως και πριν εξάλλου- πραγματική διαπραγμάτευση επί σειράς κεφαλαίων κρίσιμης σημασίας ιδίως για την ελληνοκυπριακή πλευρά επίσης δεν υπήρξε. Αναφερόμαστε ιδίως στο εδαφικό και το θέμα των εποίκων όπως και σε άλλα θέματα όπως η αποχώρηση των τουρκικών κατοχικών στρατευμάτων, η ασφάλεια και οι εγγυήσεις.
Επί των συγκεκριμένων κεφαλαίων πάντως εύγλωττες ήταν και είναι οι δημόσιες τοποθετήσεις της τουρκικής πλευράς με βάση τις οποίες λίγα, ελάχιστα ή καθόλου θα πρέπει να περιμένει η Λευκωσία, αφού και οι εγγυήσεις και η παραμονή τουρκικών στρατευμάτων και οι έποικοι χαρακτηρίζονται συχνά-πυκνά ως κόκκινες γραμμές για την τουρκική πλευρά. Όσον δε αφορά στο εδαφικό και εκεί οι δημόσιες τοποθετήσεις είναι απογοητευτικές. Στόχευση της τουρκικής πλευράς παραμένει η μεθόδευση αδιεξόδου και η αναγκαστική αλλαγή της διαδικασίας, ευελπιστώντας σε ένα δεύτερο 2004 με ευνοϊκή για τις τουρκικές στοχεύσεις επιδιαιτησία ή επίρριψη ευθυνών στην ελληνοκυπριακή πλευρά, απαλλαγή της Άγκυρας από κάθε ευθύνη ενόψει και των ευρωπαϊκών προσδοκιών της και τέλος παράλληλη αναβάθμιση στη συνέχεια τού ψευδοκράτους. Το μείζον ερώτημα για τη Γενεύη είναι ποια οδό θα ακολουθήσουν τα Ηνωμένα Έθνη.
Μέχρι στιγμής ορισμένοι αξιωματούχοι των Ηνωμένων Εθνών παρουσιάζονται να αποφεύγουν να λάβουν υπ’ όψιν ποια πλευρά είναι εκείνη που τοποθετείται εποικοδομητικά και στα πλαίσια τού διεθνούς και ευρωπαϊκού δικαίου στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων, ποιας πλευράς οι τοποθετήσεις συνάδουν πράγματι με τα συμφωνηθέντα και ποια πλευρά κινείται πράγματι στα πλαίσια αναζήτησης λύσης διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας.
Αντί τούτων των ουσιαστικών κριτηρίων επί της ουσίας της προσπάθειας, οι ίδιοι αξιωματούχοι παρουσιάζονται ως νέοι Αννες και Καϊάφες έτοιμοι να επικεντρωθούν σε θέματα διαδικασίας αγνοώντας την ουσία και να ωθήσουν τα πράγματα στην κατεύθυνση που επιδιώκει η Άγκυρα. Προχώρησαν μάλιστα περαιτέρω να εξαγγέλλουν από μόνοι τους χρονοδιαγράμματα, όπως ο Ιούλιος του 2012 και η ανάληψη της προεδρίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την Κυπριακή Δημοκρατία, χωρίς να εξηγούν σε οποιονδήποτε ποια επιτέλους είναι η σχέση μεταξύ της κυπριακής προεδρίας και της προσπάθειας στο Κυπριακό.
Στις υποδείξεις δε ότι εκείνοι που πολύ περισσότερο από κάθε άλλη πλευρά (και ακόμη περισσότερο από τούς ιδίους τους αξιωματούχους για τους οποίους γίνεται λόγος) επιθυμούν το συντομότερο δυνατόν την επίλυση του προβλήματος δεν είναι άλλοι από τα ίδια τα θύματα της υπόθεσης, τους Ελληνοκυπρίους δηλαδή, και πως αν θέλουν πράγματι ορισμένοι γρήγορα λύση το μόνο που οφείλουν να πράξουν είναι να ζητήσουν άμεση προσαρμογή της Άγκυρας στο διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο, αλλά και σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και βασικών ελευθεριών, οι ίδιοι πάντα αξιωματούχοι (που με βάση τους όρους εντολής τους από τα Ηνωμένα Έθνη αυτό όφειλαν εξ αρχής να πράξουν) υποδύονται ότι δεν αντιλαμβάνονται ποια είναι η αλήθεια και πού είναι το πρόβλημα.
Εντατικοποίηση αλλά πώς και προς τα πού;
Σχεδόν βέβαιη μετά τη Γενεύη θεωρείται η εντατικοποίηση των διαπραγματεύσεων. Το αν αυτή η εντατικοποίηση θα συνδυαστεί με πρακτική υποχρέωση προσαρμογής και της άλλης πλευράς στο θεωρούμενο ως πλαίσιο αναζήτησης λύσης του Κυπριακού, ή αν η εντατικοποίηση θα συνδυαστεί με διαδικαστικά τεχνάσματα στην κατεύθυνση ολοκλήρωσης ενός πρακτικού αναγκαστικού χρονοδιαγράμματος επίτευξης συμφωνίας ανεξαρτήτως της στάσης που τηρεί εκάστη των πλευρών, είναι το κριτήριο για την επόμενη κρίσιμη περίοδο. Η μάχη θα δοθεί σε πολλά επίπεδα.
Το τελευταίο είναι το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και τα εσωτερικά εκεί ισοζύγια.
Ευτυχώς εκεί υπάρχουν ερείσματα. Καλό θα ήταν όμως να μην αναγκαστεί η ελληνοκυπριακή πλευρά να φτάσει μέχρι εκεί, γιατί αν τα πράγματα οδηγηθούν στο ύστατο ανάχωμα, μια ζημιά θα έχει ήδη γίνει. Ευτυχώς βέβαια που θα υπάρχει το ύστατο έρεισμα, αλλά το ερώτημα τότε θα είναι το μέγεθος της ζημιάς.
Του Πάρη Ποταμίτη από τον Κυριακάτικο Φιλελεύθερο