Την ιστορία και την παράδοση του «Μενούση» στον χώρο και στον χρόνο αναζητεί χρόνια ολόκληρα η ιστορικός Ευτυχία Λιάτα. Εξετάζει 100 διαφορετικές παραλλαγές του τραγουδιού, που διασπείρονται στον χώρο και στον χρόνο. Μολονότι οι ρίζες κάποιων παραλλαγών του μπορεί να φτάνουν ως τα ακριτικά τραγούδια του ελληνικού Μεσαίωνα, οι περισσότερες παραλλαγές χρονολογούνται στα τέλη του 17ου-αρχές 18ου αιώνα - μετά τα μέσα του 19ου
αιώνα η λαοφιλής ηπειρώτικη εκδοχή του τραγουδιού. Μπορεί να αλλάζουν τα ονόματα των γλεντοκόπων, το σημείο συνάντησης του άντρα με τη γυναίκα ή τα ρούχα της αλλά η ιστορία παραμένει η ίδια. Λέει η κ. Λιάτα: "Στη δραματική ιστορία, που αναφέρεται, οφείλει το τραγούδι τη ζωντάνια και τη μακροβιότητά του, αλλά και στον κεντρικό χαρακτήρα της αφήγησης. Ο Μενούσης ή Μανώλης ή Αντώνης, όπως και αν λέγεται ο πρωταγωνιστής στις διάφορες παραλλαγές, είναι μια τραγική φιγούρα, θύτης και θύμα μαζί, που έχει γίνει στη συλλογική συνείδηση ένας λαϊκός ήρωας στο μεταίχμιο του παλιού με τον νέο κόσμο, γι' αυτό και ο Μενούσης, γλεντοκόπος, φονιάς και θύμα του πάθους του, κυνηγημένος, λες, από τις ερινύες του, περιφέρεται ασταμάτητα αιώνες τώρα ζητώντας τη δικαίωση και τη λύτρωση μέσα από τη χαρά και τον καημό των άλλων». Τραγουδιέται ως τραγούδι της τάβλας, ως τραγούδι του γάμου ακόμη και ως νανούρισμα. Χορεύεται από άντρες και γυναίκες, σε αργούς και γρήγορους χορούς, ενέπνευσε διασκευές σε συνθέτες μη παραδοσιακής μουσικής (Γιώργος Κατσαρός, Βαγγέλης Παπαθανασίου κ.ά.) και επιχειρήθηκε ακόμη και κινηματογραφική μεταφορά του στη δεκαετία του '60 («Ο Μενούσης», σκηνοθεσία Βασίλης Κονταξής, 1969). Σε αυτή τη δραματική ιστορία οφείλει το τραγούδι τη ζωντάνια και τη μακροβιότητά του, υποστηρίζει η συγγραφέας, αλλά και στον κεντρικό χαρακτήρα της αφήγησης. Ο Μενούσης ή Μανώλης ή Αντώνης, όπως και αν λέγεται ο πρωταγωνιστής στις διάφορες παραλλαγές, είναι μια τραγική φιγούρα, θύτης και θύμα μαζί, που έχει γίνει στη συλλογική συνείδηση ένας λαϊκός ήρωας στο μεταίχμιο του παλιού με τον νέο κόσμο, γι' αυτό και «Ο Μενούσης, γλεντοκόπος, φονιάς και θύμα του πάθους του, κυνηγημένος, λες, από τις ερινύες του, περιφέρεται ασταμάτητα αιώνες τώρα ζητώντας τη δικαίωση και τη λύτρωση μέσα από τη χαρά και τον καημό των άλλων».
αιώνα η λαοφιλής ηπειρώτικη εκδοχή του τραγουδιού. Μπορεί να αλλάζουν τα ονόματα των γλεντοκόπων, το σημείο συνάντησης του άντρα με τη γυναίκα ή τα ρούχα της αλλά η ιστορία παραμένει η ίδια. Λέει η κ. Λιάτα: "Στη δραματική ιστορία, που αναφέρεται, οφείλει το τραγούδι τη ζωντάνια και τη μακροβιότητά του, αλλά και στον κεντρικό χαρακτήρα της αφήγησης. Ο Μενούσης ή Μανώλης ή Αντώνης, όπως και αν λέγεται ο πρωταγωνιστής στις διάφορες παραλλαγές, είναι μια τραγική φιγούρα, θύτης και θύμα μαζί, που έχει γίνει στη συλλογική συνείδηση ένας λαϊκός ήρωας στο μεταίχμιο του παλιού με τον νέο κόσμο, γι' αυτό και ο Μενούσης, γλεντοκόπος, φονιάς και θύμα του πάθους του, κυνηγημένος, λες, από τις ερινύες του, περιφέρεται ασταμάτητα αιώνες τώρα ζητώντας τη δικαίωση και τη λύτρωση μέσα από τη χαρά και τον καημό των άλλων». Τραγουδιέται ως τραγούδι της τάβλας, ως τραγούδι του γάμου ακόμη και ως νανούρισμα. Χορεύεται από άντρες και γυναίκες, σε αργούς και γρήγορους χορούς, ενέπνευσε διασκευές σε συνθέτες μη παραδοσιακής μουσικής (Γιώργος Κατσαρός, Βαγγέλης Παπαθανασίου κ.ά.) και επιχειρήθηκε ακόμη και κινηματογραφική μεταφορά του στη δεκαετία του '60 («Ο Μενούσης», σκηνοθεσία Βασίλης Κονταξής, 1969). Σε αυτή τη δραματική ιστορία οφείλει το τραγούδι τη ζωντάνια και τη μακροβιότητά του, υποστηρίζει η συγγραφέας, αλλά και στον κεντρικό χαρακτήρα της αφήγησης. Ο Μενούσης ή Μανώλης ή Αντώνης, όπως και αν λέγεται ο πρωταγωνιστής στις διάφορες παραλλαγές, είναι μια τραγική φιγούρα, θύτης και θύμα μαζί, που έχει γίνει στη συλλογική συνείδηση ένας λαϊκός ήρωας στο μεταίχμιο του παλιού με τον νέο κόσμο, γι' αυτό και «Ο Μενούσης, γλεντοκόπος, φονιάς και θύμα του πάθους του, κυνηγημένος, λες, από τις ερινύες του, περιφέρεται ασταμάτητα αιώνες τώρα ζητώντας τη δικαίωση και τη λύτρωση μέσα από τη χαρά και τον καημό των άλλων».