Έρευνα κοινής γνώμης και στις δύο
κοινότητες που διενεργήθηκε από τη δικοινοτική πρωτοβουλία ''Κύπρος
2015'', καταδεικνύει μεταξύ άλλων ότι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι
παραμένουν θετικοί ως προς μια ομοσπονδιακή διευθέτηση, αλλά...
έχουν αντικρουόμενες αντιλήψεις ως προς το πώς πρέπει αν επιλυθούν τα ζητήματα Ασφάλειας, Εδαφικού και Εποίκων.
Η δημοσκόπηση διενεργήθηκε με δείγμα 1,000 Ελληνοκύπριων και 1,000 Τουρκοκύπριων χρησιμοποιώντας προσωπικές συνεντεύξεις στις οικίες των ερωτηθέντων και στη μητρική τους γλώσσα. Το ερωτηματολόγιο σχεδιάστηκε μέσω συμμετοχικής διαδικασίας που περιέλαβε την πολιτική ηγεσία και πολιτικές δυνάμεις από τις δύο κοινότητες. Η δημοσκόπηση έγινε από τις 17 Μαρτίου μέχρι τις 14 Απριλίου 2011.
Συγκεκριμένα, στο κεφάλαιο της Ασφάλειας, η έρευνα κατέδειξε ότι Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι διαφωνούν ως προς την ενδεχόμενη συνέχιση των τουρκικών εγγυήσεων, με τους Ελληνοκύπριους να είναι σθεναρά εναντίον και τους Τουρκοκύπριους να είναι σθεναρά υπέρ.
Παρά τη διαφωνία αυτή, και οι δύο κοινότητες συμφωνούν ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να παίξει ρόλο ως ένας από τους εγγυητές της εφαρμογής μιας λύσης, θέτοντας κίνητρα για εφαρμογή και κυρώσεις για μη εφαρμογή, οι οποίες θα σχετίζονται με ωφελήματα της ΕΕ και συμμετοχή στις αποφάσεις που παίρνει η ΕΕ.
Σε περίπτωση σύγκλησης διεθνούς διάσκεψης και οι δύο κοινότητες συμφωνούν ότι παρόντες πρέπει να είναι οι Ελληνοκύπριοι / Κυπριακή Δημοκρατία, οι Τουρκοκύπριοι, η Τουρκία, η Ελλάδα, η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα Ηνωμένα Εθνη. Και οι δύο κοινότητες συμφωνούν ότι τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ δεν πρέπει να είναι ξεχωριστά παρόντες σε μια τέτοια διάσκεψη.
Στο Εδαφικό, σύμφωνα με την έρευνα, η ελάχιστη εδαφική αναπροσαρμογή που οι Ελληνοκύπριοι εμφανίζονται πρόθυμοι να αποδεχτούν είναι τα Βαρώσια και η Μόρφου να επιστραφούν υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση και η Καρπασία να γίνει ομοσπονδιακή περιοχή για χρήση και από τις δύο κοινότητες.
Οι Τουρκοκύπριοι εναντιώνονται σθεναρά σε οποιαδήποτε εδαφική αναπροσαρμογή και το μόνο σημείο σύγκλισης μεταξύ των δύο πλευρών είναι ότι και οι δύο αντιμετωπίζουν θετικά τον καθορισμό διάφορων ομοσπονδιακών περιοχών, που δεν θα ανήκουν στο Ελληνοκυπριακό ή το Τουρκοκυπριακό συνιστών κρατίδιο, αλλά σε ολόκληρη την Κύπρ, ενώ σε αυτές τις περιοχές δεν θα υπάρχουν περιορισμοί στο δικαίωμα κατοικίας.
Σε ό,τι αφορά τους έποικους, οι Ελληνοκύπριοι αναμένουν ότι οι περισσότεροι από τους έποικους που ήρθαν από την Τουρκία μετά το 1974, περιλαμβανομένων και των απογόνων τους, θα πρέπει να επιστρέψουν στην Τουρκία μετά από μια διευθέτηση, με την μόνη ενδεχόμενη εξαίρεση όσοι έχουν παντρευτεί με Τουρκοκύπριους και τα παιδιά τέτοιων μικτών γάμων.
Από την άλλη, οι Τουρκοκύπριοι πιστεύουν ότι σε εποίκους που έχουν ήδη ζήσει στην Κύπρο για πολλές δεκαετίες με τις οικογένειες τους πρέπει να δοθεί το δικαίωμα παραμονής μετά από μια διευθέτηση. Το μόνο σημείο στο οποίο οι δύο κοινότητες συμφωνούν στο κεφάλαιο των εποίκων είναι ότι πολλές περιπτώσεις ατόμων που ήρθαν από την Τουρκία μπορούν να επιλυθούν επιτρέποντας τους να παραμείνουν μετά από μια διευθέτηση, αλλά μόνο με άδεια παραμονής και εργασίας – όχι ως υπήκοοι με δικαίωμα ψήφου.
Στο κεφάλαιο που αφορά τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) και οι δύο κοινότητες έχουν εκφράσει συμφωνία σε αρκετά προτεινόμενα μέτρα και ειδικά στην αναστύλωση θρησκευτικών, ιστορικών και πολιτιστικών μνημείων που είναι σημαντικά για κάθε κοινότητα. Και οι δύο κοινότητες αποδέχονται επίσης τον τερματισμό των καθημερινών αρνητικών δηλώσεων των πολιτικών ηγετών κατά της άλλης κοινότητας.
Η έρευνα κατέδειξε ότι και οι δύο κοινότητες συμφωνούν ότι πρέπει να υπάρξει μείωση των γραφειοκρατικών διαδικασιών στα οδοφράγματα. Σε αντίθεση, πακέτα που αφορούν ζητήματα σχετικά με απευθείας εμπόριο, απευθείας πτήσεις, Βαρώσια και πανεπιστήμια τείνουν να απορρίπτονται από τη μια ή την άλλη κοινότητα.
Παρά ταύτα, η πρόταση για άνοιγμα των Βαρωσίων ως μια διακοινοτική περιοχή υπό την αιγίδα του ΟΗΕ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι θα μπορούν να ζουν και να εργάζονται μαζί, θεωρείται αποδεκτή και από τις δύο κοινότητες.
Το πρόγραμμα ''Κύπρος 2015'' υλοποιείται σε συνεργασία με τον Οργανισμό Interpeace που εδρεύει στη Γενεύη και υποστηρίζεται από το πρόγραμμα Δράση Για Συνεργασία και Εμπιστοσύνη (UNDP-ACT) στην Κύπρο και την Αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
έχουν αντικρουόμενες αντιλήψεις ως προς το πώς πρέπει αν επιλυθούν τα ζητήματα Ασφάλειας, Εδαφικού και Εποίκων.
Η δημοσκόπηση διενεργήθηκε με δείγμα 1,000 Ελληνοκύπριων και 1,000 Τουρκοκύπριων χρησιμοποιώντας προσωπικές συνεντεύξεις στις οικίες των ερωτηθέντων και στη μητρική τους γλώσσα. Το ερωτηματολόγιο σχεδιάστηκε μέσω συμμετοχικής διαδικασίας που περιέλαβε την πολιτική ηγεσία και πολιτικές δυνάμεις από τις δύο κοινότητες. Η δημοσκόπηση έγινε από τις 17 Μαρτίου μέχρι τις 14 Απριλίου 2011.
Συγκεκριμένα, στο κεφάλαιο της Ασφάλειας, η έρευνα κατέδειξε ότι Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι διαφωνούν ως προς την ενδεχόμενη συνέχιση των τουρκικών εγγυήσεων, με τους Ελληνοκύπριους να είναι σθεναρά εναντίον και τους Τουρκοκύπριους να είναι σθεναρά υπέρ.
Παρά τη διαφωνία αυτή, και οι δύο κοινότητες συμφωνούν ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να παίξει ρόλο ως ένας από τους εγγυητές της εφαρμογής μιας λύσης, θέτοντας κίνητρα για εφαρμογή και κυρώσεις για μη εφαρμογή, οι οποίες θα σχετίζονται με ωφελήματα της ΕΕ και συμμετοχή στις αποφάσεις που παίρνει η ΕΕ.
Σε περίπτωση σύγκλησης διεθνούς διάσκεψης και οι δύο κοινότητες συμφωνούν ότι παρόντες πρέπει να είναι οι Ελληνοκύπριοι / Κυπριακή Δημοκρατία, οι Τουρκοκύπριοι, η Τουρκία, η Ελλάδα, η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα Ηνωμένα Εθνη. Και οι δύο κοινότητες συμφωνούν ότι τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ δεν πρέπει να είναι ξεχωριστά παρόντες σε μια τέτοια διάσκεψη.
Στο Εδαφικό, σύμφωνα με την έρευνα, η ελάχιστη εδαφική αναπροσαρμογή που οι Ελληνοκύπριοι εμφανίζονται πρόθυμοι να αποδεχτούν είναι τα Βαρώσια και η Μόρφου να επιστραφούν υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση και η Καρπασία να γίνει ομοσπονδιακή περιοχή για χρήση και από τις δύο κοινότητες.
Οι Τουρκοκύπριοι εναντιώνονται σθεναρά σε οποιαδήποτε εδαφική αναπροσαρμογή και το μόνο σημείο σύγκλισης μεταξύ των δύο πλευρών είναι ότι και οι δύο αντιμετωπίζουν θετικά τον καθορισμό διάφορων ομοσπονδιακών περιοχών, που δεν θα ανήκουν στο Ελληνοκυπριακό ή το Τουρκοκυπριακό συνιστών κρατίδιο, αλλά σε ολόκληρη την Κύπρ, ενώ σε αυτές τις περιοχές δεν θα υπάρχουν περιορισμοί στο δικαίωμα κατοικίας.
Σε ό,τι αφορά τους έποικους, οι Ελληνοκύπριοι αναμένουν ότι οι περισσότεροι από τους έποικους που ήρθαν από την Τουρκία μετά το 1974, περιλαμβανομένων και των απογόνων τους, θα πρέπει να επιστρέψουν στην Τουρκία μετά από μια διευθέτηση, με την μόνη ενδεχόμενη εξαίρεση όσοι έχουν παντρευτεί με Τουρκοκύπριους και τα παιδιά τέτοιων μικτών γάμων.
Από την άλλη, οι Τουρκοκύπριοι πιστεύουν ότι σε εποίκους που έχουν ήδη ζήσει στην Κύπρο για πολλές δεκαετίες με τις οικογένειες τους πρέπει να δοθεί το δικαίωμα παραμονής μετά από μια διευθέτηση. Το μόνο σημείο στο οποίο οι δύο κοινότητες συμφωνούν στο κεφάλαιο των εποίκων είναι ότι πολλές περιπτώσεις ατόμων που ήρθαν από την Τουρκία μπορούν να επιλυθούν επιτρέποντας τους να παραμείνουν μετά από μια διευθέτηση, αλλά μόνο με άδεια παραμονής και εργασίας – όχι ως υπήκοοι με δικαίωμα ψήφου.
Στο κεφάλαιο που αφορά τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) και οι δύο κοινότητες έχουν εκφράσει συμφωνία σε αρκετά προτεινόμενα μέτρα και ειδικά στην αναστύλωση θρησκευτικών, ιστορικών και πολιτιστικών μνημείων που είναι σημαντικά για κάθε κοινότητα. Και οι δύο κοινότητες αποδέχονται επίσης τον τερματισμό των καθημερινών αρνητικών δηλώσεων των πολιτικών ηγετών κατά της άλλης κοινότητας.
Η έρευνα κατέδειξε ότι και οι δύο κοινότητες συμφωνούν ότι πρέπει να υπάρξει μείωση των γραφειοκρατικών διαδικασιών στα οδοφράγματα. Σε αντίθεση, πακέτα που αφορούν ζητήματα σχετικά με απευθείας εμπόριο, απευθείας πτήσεις, Βαρώσια και πανεπιστήμια τείνουν να απορρίπτονται από τη μια ή την άλλη κοινότητα.
Παρά ταύτα, η πρόταση για άνοιγμα των Βαρωσίων ως μια διακοινοτική περιοχή υπό την αιγίδα του ΟΗΕ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι θα μπορούν να ζουν και να εργάζονται μαζί, θεωρείται αποδεκτή και από τις δύο κοινότητες.
Το πρόγραμμα ''Κύπρος 2015'' υλοποιείται σε συνεργασία με τον Οργανισμό Interpeace που εδρεύει στη Γενεύη και υποστηρίζεται από το πρόγραμμα Δράση Για Συνεργασία και Εμπιστοσύνη (UNDP-ACT) στην Κύπρο και την Αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.