Τη στιγμή που οι ειδικοί προσπαθούν να σκιαγραφήσουν το προφίλ του δράστη της διπλής τρομοκρατικής επίθεσης στη Νορβηγία που στοίχισε τη ζωή σε...
τουλάχιστον 76 ανθρώπους, το μέγεθος της τραγωδίας καθίσταται πιο εμφανές καθώς βλέπουν το φως της δημοσιότητας περισσότερες μαρτυρίες επιζώντων και ιστορίες θυμάτων από το νησί Ουτόγια.
Οι ιστορίες των ανθρώπων που αγνοούνται ή έχασαν τη ζωή τους από τη τυφλή επίθεση συγκλονίζουν: ο πόνος, είπε χαρακτηριστικά ένας συγγενής, είναι «απύθμενος».
Ο 51χρονος εθελοντής φύλακας ασφαλείας Τροντ Μπέρνστεν, πατέρας δύο παιδιών και ετεροθαλής αδελφός της πριγκίπισσας της Νορβηγίας Μέτε Μάριτ, σκοτώθηκε ενώ προσπαθούσε να σώσει τα παιδιά από τις αδέσποτες σφαίρες του Άντερς Μπέχρινγκ Μπρέιβικ στην Ουτόγια.
Πριν επιχειρήσει να βοηθήσει τα υπόλοιπα παιδιά, κατάφερε να κρύψει τον δεκάχρονο γιο του σε ασφαλές σημείο. Στο τελευταίο τηλεφώνημα προς τη σύντροφό του, είπε ότι προσπαθούσε να φυγαδεύσει τους πανικόβλητους νέους από το νησί, αλλά σύντομα θα γινόταν το δεύτερο θύμα του δράστη.
Η Μόνικα Μποσέι, 45 χρόνων, σε λίγες ημέρες θα γινόταν διευθύντρια του Νορβηγικού Ναυτικού Μουσείου, έχοντας εργαστεί στο Ουτόγια για περισσότερα από 20 χρόνια. Ήταν ένα από τα πρώτα θύματα του Μπρέιβικ. Ο σύζυγος και οι δυο της κόρες βρίσκονταν επίσης στο νησί, αλλά επέζησαν της επίθεσης.
«Βγήκα από την κρυψώνα μου και είδα πτώματα να κείτονται παντού. Δεν ήμουν σίγουρος πόσα, τουλάχιστον 10 νεαρά άτομα», είπε ο Γιάραν Μπέργκ, μέλος του νορβηγικού Εργατικού Κόμματος, περιγράφοντας τις τραγικές στιγμές που έζησε, ενώ προσπαθούσε να ξεφύγει από τις σφαίρες του Μπρέιβικ.
«Μία εικόνα θα μείνει για πάντα χαραγμένη στο μυαλό μου: ένα κορίτσι 16 ή 17 χρόνων, να κείτεται στο έδαφος με μία τρύπα στην κορυφή του κεφαλιού της. Το πιο φρικιαστικό θέαμα που έχω δει ποτέ», προσέθεσε.
Ο Μπεργκ δεν ήταν ο μόνος που αντίκρισε το λουτρό αίματος, καθώς έτρεχε να σωθεί ο ίδιος. Ο 23χρονος Κγιέτιλ Βέβλε, ήταν παρών στους πρώτους πυροβολισμούς του Μπρέιβικ. Όταν συνειδητοποίησε ότι δεν επρόκειτο για πραγματικό αστυνομικό, αλλά για δολοφόνο κρύφτηκε πίσω από έναν θάμνο και έπειτα αναζήτησε καταφύγιο σε ένα μικρό δωμάτιο στις εγκαταστάσεις τις κατασκήνωσης.
«Καθ' οδόν είδα ένα θύμα ξαπλωμένο να αιμορραγεί. Αλλά κανείς από εμάς δεν ήταν σε θέση να βοηθήσει κάποιον που αιμορραγούσε τόσο πολύ. Και ακούγαμε πυροβολισμούς πίσω μας. Γι' αυτό έπρεπε να συνεχίσουμε» εξιστορεί. Ο Βέβλε, όπως και πολλοί άλλοι νέοι στην κατασκήνωση, έστειλε γραπτό μήνυμα στους γονείς του στο οποίο τους έλεγε ότι τους αγαπάει. «Δεν είχα αμφιβολία ότι ήταν η τελευταία φορά που επικοινωνούσα μαζί τους», είπε.
Ο 21χρονος Άντριαν Πράκον, δέχθηκε έναν πυροβολισμό στον ώμο. Κατάφερε να επιζήσει μένοντας ακίνητος και προσποιούμενος τον νεκρό. Κρύφτηκε σε ασφαλές σημείο, αφότου ο Μπρέιβικ σταμάτησε να πυροβολεί. Ο Πράκον βγήκε μόνο όταν άκουσε έναν αστυνομικό να αναζητά επιζώντες.
«Βγήκα διστακτικά, τρέμοντας ακόμη από τον φόβο, κοίταξα ψηλά, κατευθείαν στο πρόσωπο του αστυνομικού. Είχε το όπλο του στραμμένο προς εμένα και με διέταξε να σηκώσω τα χέρια μου. Το έκανα ελπίζοντας ότι επρόκειτο για την πραγματική αστυνομία. Και, ευτυχώς, ήταν», δήλωσε ο 21χρονος στην κρατική νορβηγική τηλεόραση. Την ίδια τύχη, ωστόσο, δεν είχε ο 23χρονος Γκούναρ Λινάκερ, ο οποίος έπεσε νεκρός στη διάρκεια της βίαιης επίθεσης.
Ο πατέρας του, Ρόαλντ Λινάκερ, είπε ότι επικοινώνησε με τον γιο του -τον «μεγάλο αρκούδο» όπως τον αποκαλούσε η οικογένειά του- τη στιγμή που ξεκίνησαν οι πυροβολισμοί.
«Επικοινωνήσαμε και το τελευταίο πράγμα που άκουσα ήταν: 'Μπαμπά, μπαμπά μας πυροβολούν, πρέπει να σε αφήσω'. Ήταν εξαιρετικά δύσκολο, το αγόρι μου πέθανε. Δεν θα μπορούσα ποτέ να το φανταστώ. Ο Γκούναρ ήταν μεγάλος σαν αρκούδος και είχε τόσα να δώσει όσα το μέγεθός του», δήλωσε.
Ο 14χρονος Γιοχάνες Μπούο από τη νότια Νορβηγία, αγνοείται. Ένα μήνυμα στο λογαριασμό του στην ιστοσελίδα κοινωνικής δικτύωσης Facebook γράφει: «Αγαπητέ Γιον! Αυτό που συνέβη είναι εξωπραγματικό. Είσαι ένα απίστευτα δυνατό άτομο... Όλοι ελπίζουμε απεγνωσμένα να επιστρέψεις στο σπίτι σώος και αβλαβής. Ελπίζουμε και προσευχόμαστε για εσένα».
Οι ιστορίες των ανθρώπων που αγνοούνται ή έχασαν τη ζωή τους από τη τυφλή επίθεση συγκλονίζουν: ο πόνος, είπε χαρακτηριστικά ένας συγγενής, είναι «απύθμενος».
Ο 51χρονος εθελοντής φύλακας ασφαλείας Τροντ Μπέρνστεν, πατέρας δύο παιδιών και ετεροθαλής αδελφός της πριγκίπισσας της Νορβηγίας Μέτε Μάριτ, σκοτώθηκε ενώ προσπαθούσε να σώσει τα παιδιά από τις αδέσποτες σφαίρες του Άντερς Μπέχρινγκ Μπρέιβικ στην Ουτόγια.
Πριν επιχειρήσει να βοηθήσει τα υπόλοιπα παιδιά, κατάφερε να κρύψει τον δεκάχρονο γιο του σε ασφαλές σημείο. Στο τελευταίο τηλεφώνημα προς τη σύντροφό του, είπε ότι προσπαθούσε να φυγαδεύσει τους πανικόβλητους νέους από το νησί, αλλά σύντομα θα γινόταν το δεύτερο θύμα του δράστη.
Η Μόνικα Μποσέι, 45 χρόνων, σε λίγες ημέρες θα γινόταν διευθύντρια του Νορβηγικού Ναυτικού Μουσείου, έχοντας εργαστεί στο Ουτόγια για περισσότερα από 20 χρόνια. Ήταν ένα από τα πρώτα θύματα του Μπρέιβικ. Ο σύζυγος και οι δυο της κόρες βρίσκονταν επίσης στο νησί, αλλά επέζησαν της επίθεσης.
«Βγήκα από την κρυψώνα μου και είδα πτώματα να κείτονται παντού. Δεν ήμουν σίγουρος πόσα, τουλάχιστον 10 νεαρά άτομα», είπε ο Γιάραν Μπέργκ, μέλος του νορβηγικού Εργατικού Κόμματος, περιγράφοντας τις τραγικές στιγμές που έζησε, ενώ προσπαθούσε να ξεφύγει από τις σφαίρες του Μπρέιβικ.
«Μία εικόνα θα μείνει για πάντα χαραγμένη στο μυαλό μου: ένα κορίτσι 16 ή 17 χρόνων, να κείτεται στο έδαφος με μία τρύπα στην κορυφή του κεφαλιού της. Το πιο φρικιαστικό θέαμα που έχω δει ποτέ», προσέθεσε.
Ο Μπεργκ δεν ήταν ο μόνος που αντίκρισε το λουτρό αίματος, καθώς έτρεχε να σωθεί ο ίδιος. Ο 23χρονος Κγιέτιλ Βέβλε, ήταν παρών στους πρώτους πυροβολισμούς του Μπρέιβικ. Όταν συνειδητοποίησε ότι δεν επρόκειτο για πραγματικό αστυνομικό, αλλά για δολοφόνο κρύφτηκε πίσω από έναν θάμνο και έπειτα αναζήτησε καταφύγιο σε ένα μικρό δωμάτιο στις εγκαταστάσεις τις κατασκήνωσης.
«Καθ' οδόν είδα ένα θύμα ξαπλωμένο να αιμορραγεί. Αλλά κανείς από εμάς δεν ήταν σε θέση να βοηθήσει κάποιον που αιμορραγούσε τόσο πολύ. Και ακούγαμε πυροβολισμούς πίσω μας. Γι' αυτό έπρεπε να συνεχίσουμε» εξιστορεί. Ο Βέβλε, όπως και πολλοί άλλοι νέοι στην κατασκήνωση, έστειλε γραπτό μήνυμα στους γονείς του στο οποίο τους έλεγε ότι τους αγαπάει. «Δεν είχα αμφιβολία ότι ήταν η τελευταία φορά που επικοινωνούσα μαζί τους», είπε.
Ο 21χρονος Άντριαν Πράκον, δέχθηκε έναν πυροβολισμό στον ώμο. Κατάφερε να επιζήσει μένοντας ακίνητος και προσποιούμενος τον νεκρό. Κρύφτηκε σε ασφαλές σημείο, αφότου ο Μπρέιβικ σταμάτησε να πυροβολεί. Ο Πράκον βγήκε μόνο όταν άκουσε έναν αστυνομικό να αναζητά επιζώντες.
«Βγήκα διστακτικά, τρέμοντας ακόμη από τον φόβο, κοίταξα ψηλά, κατευθείαν στο πρόσωπο του αστυνομικού. Είχε το όπλο του στραμμένο προς εμένα και με διέταξε να σηκώσω τα χέρια μου. Το έκανα ελπίζοντας ότι επρόκειτο για την πραγματική αστυνομία. Και, ευτυχώς, ήταν», δήλωσε ο 21χρονος στην κρατική νορβηγική τηλεόραση. Την ίδια τύχη, ωστόσο, δεν είχε ο 23χρονος Γκούναρ Λινάκερ, ο οποίος έπεσε νεκρός στη διάρκεια της βίαιης επίθεσης.
Ο πατέρας του, Ρόαλντ Λινάκερ, είπε ότι επικοινώνησε με τον γιο του -τον «μεγάλο αρκούδο» όπως τον αποκαλούσε η οικογένειά του- τη στιγμή που ξεκίνησαν οι πυροβολισμοί.
«Επικοινωνήσαμε και το τελευταίο πράγμα που άκουσα ήταν: 'Μπαμπά, μπαμπά μας πυροβολούν, πρέπει να σε αφήσω'. Ήταν εξαιρετικά δύσκολο, το αγόρι μου πέθανε. Δεν θα μπορούσα ποτέ να το φανταστώ. Ο Γκούναρ ήταν μεγάλος σαν αρκούδος και είχε τόσα να δώσει όσα το μέγεθός του», δήλωσε.
Ο 14χρονος Γιοχάνες Μπούο από τη νότια Νορβηγία, αγνοείται. Ένα μήνυμα στο λογαριασμό του στην ιστοσελίδα κοινωνικής δικτύωσης Facebook γράφει: «Αγαπητέ Γιον! Αυτό που συνέβη είναι εξωπραγματικό. Είσαι ένα απίστευτα δυνατό άτομο... Όλοι ελπίζουμε απεγνωσμένα να επιστρέψεις στο σπίτι σώος και αβλαβής. Ελπίζουμε και προσευχόμαστε για εσένα».
madata.gr