Σήμερα, εποχή μεγάλων και μακροχρόνιων κινητοποιήσεων στις απανταχού πλατείες της χώρας, κανείς δεν θυμάται την πληθώρα προσλήψεων που γίνονταν υπό την ασφυκτική πολιτική πίεση της κοινωνίας, τους διορισμούς ανδρών, γυναικών, παίδων, θείων, ανιψιών, στο σίγουρο, λαοφιλές και ασφαλές Δημόσιο... Κανείς δεν θυμάται την ασφυκτική πίεση στους κατά τόπους βουλευτές και υπουργούς να κοιτάξουν, «τώρα που ήρθαμε στα πράγματα», να βολέψουν τα... «δικά μας παιδιά»! Τι κι αν δεν υπήρχε αντικείμενο εργασίας; Το εφεύρισκαν με θαυμαστά αντανακλαστικά που σε τίποτα δεν θύμιζαν τους ράθυμους ρυθμούς του Δημοσίου! Αυτή η κοινωνία, για την οικοδόμηση της οποίας πίεσε ασφυκτικά ο homo metapoliticus, δεν ήταν που ανέδειξε ως υπέρτατο αγαθό το δημοσιοϋπαλληλίκι, ή κάνω λάθος; Αυτή η κοινωνία, με την πάντα πρόθυμη συνεπικουρία των «προοδευτικών» της δυνάμεων, δεν απαίτησε να εισάγεται πάση θυσία «το παιδί μας» στο πανεπιστήμιο; Αυτή η κοινωνία δεν εδραίωσε ως κεκτημένο της δικαίωμα το να γράφει 5 ο νεαρός της βλαστός και να εισάγεται στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα; Αυτή η κοινωνία δεν απαίτησε ως κεκτημένο τις συντριπτικές απλοποιήσεις στην Παιδεία, μέσα από μια σειρά καταργήσεων και όχι εμπλουτισμού της; Αυτή η κοινωνία δεν αποδέχτηκε και δεν υπέθαλψε την κομματικοποίηση της εθνικής μας γλώσσας από το προοδευτικό κίνημα που μετρούσε τη μόρφωση και την καλλιέργεια με κομματικές μεζούρες; Αυτή η κοινωνία δεν απεδέχθη ως κορυφαία στιγμή του πνευματικού πολιτισμού της, ως ρηξικέλευθη τομή στο γλωσσικό μας ζήτημα το να εκφέρεται ο Ιούλιος, Ιούλης;
Αγανακτούμε – και δικαίως – για την προκλητική ατιμωρησία των επιόρκων πολιτικών. Μα και στα κατώτερα κλιμάκια του κοινωνικού βίου, η ατιμωρησία αποτελεί θεσμικά κατοχυρωμένη πρακτική. Τολμούσε το ελληνικό κράτος να επέμβει θεσμικά σε... κεκτημένα, όταν και όπου αυτά μεταφράζονταν σε πλήρη ασυδοσία; Τολμούσε η χώρα να τα βάλει με τους αγρότες της, όταν αυτοί έκλειναν και άνοιγαν τους δρόμους υπό τις επευφημίες όλου του πολιτικού συστήματος; Τολμούσε η χώρα να αντιμιλήσει στους συνδικαλιστές των ΔΕΚΟ για τα κεκτημένα με αγώνες και θυσίες... 34 εκατομμύρια για μπόνους στη ΓΕΝΟΠ; Τολμούσε η πατρίδα να ψελλίσει κάτι στους συνταξιούχους των σαράντα και πενήντα χρόνων; Στους 30.000 υγιείς αναπήρους της χώρας που κανείς δεν τους γνώριζε; Τολμούσε κανείς να μιλήσει για το όργιο των κομματικών συμβασιούχων ή για τα κεκτημένα των αδρά αμειβομένων οδοκαθαριστών που πνίγουν την Αθήνα για ψύλλου πήδημα στα σκουπίδια, όσες φορές γουστάρουν και αποτελεί έγκλημα καθοσιώσεως το να διαμαρτυρηθεί κανείς για αυτή την τεραστίων διαστάσεων ντροπή; Κανείς δεν... αγανάκτησε την τελευταία τεσσαρακονταετία για όλη αυτή τη γιγαντιαία ασυδοσία, της οποίας μοναδικός και παντοδύναμος πρωταγωνιστής ήταν τα κεκτημένα! Κανείς δεν βγήκε από τα ρούχα του όταν στις τοπικές κοινωνίες ο βουλευτής -υπουργός κανόνιζε «για πάρτη τους»! Ποιος νοιάστηκε ποτέ αληθινά στη χώρα αυτή για τον δημόσιο χώρο, το δημόσιο συμφέρον, τη δημόσια περιουσία, τη δημόσια αξιοπρέπεια; Αν διαβάσει κανείς σήμερα κάποια έντυπα, σχηματίζει την εντύπωση ότι η χώρα κατοικείται από ρακένδυτες, εξαθλιωμένες και πεινασμένες σκιές, που σέρνονται εγκαταλειμμένες ανάμεσα σε χαλάσματα. Αυτό βοηθάει την προοδευτική μας συνείδηση ώστε να κλείσουμε ακόμα περισσότερο τα μάτια μας στην πραγματικότητα προκειμένου κάποιοι να συνεχίσουν την επαναστατική τους γυμναστική σε βάρος του μέλλοντος της χώρας. Αντί λοιπόν να επενδύουμε όλα μας τα λεφτά με πρωτοφανή ζήλο στη χρεοκοπία της χώρας, ας κάνουμε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις του μέλλοντός μας.
http://topontiki.gr/article/19172