Δικαίως γιατί η συζήτηση αυτή αφορά την υγεία το σημαντικότερο αγαθό κάθε ανθρώπου, και βέβαια την χαμηλή παροχή υπηρεσιών υγείας των δημόσιων νοσοκομειακών μονάδων της περιοχής. Χαμηλή παροχή υπηρεσιών που οριοθετείται απ΄ την υπολειτουργία ή και το κλείσιμο κλινικών ή και μονάδων.
Και βέβαια η συζήτηση αυτή αφορά όλους τους πολίτες της Δυτικής Μακεδονίας και ανάμεσα σ΄ αυτούς εκείνους που καλούνται να παίρνουν αποφάσεις σε τοπικό ή σε εθνικό επίπεδο διεκδικώντας ή καθορίζοντας τα τεκταινόμενα στον τόπο αυτό.
Αυτή η συζήτηση εδώ στην Κοζάνη μας αφορά πολύ περισσότερο, αφού η ίδρυση του Μαμάτσειου Νοσοκομείου οφείλεται κυρίως στους ευεργέτες Κων/νο Μαμάτσιο και Στάμκο Αναστάσιο, στους απόδημους Κοζανίτες και στον αγώνα του Δημάρχου Αστερίου Τέρπου.
Οι δωρεές και η προσπάθεια όλων των προαναφερομένων οδήγησε στην θεμελίωση του Μαμάτσειου Νοσοκομείου το 1954. Πολλά, πάρα πολλά, άλλαξαν από τότε .
Το Μαμάτσειο σήμερα μετά τις επεκτάσεις του ασφυκτιά. Ασφυκτιά από την χωροθέτησή του μέσα σε πυκνοδομημένη περιοχή στον αστικό ιστό. Ασφυκτιά από την έλλειψη ζωτικού χώρου μέσα στο οικόπεδό του, που καθιστά απαγορευτική την οποιαδήποτε σκέψη για επέκτασή του. Ασφυκτιά από τους πολίτες που εξυπηρετεί, αφού είναι ο πόλος αναφοράς για τους πολίτες τουλάχιστον 3 δήμων (Κοζάνης, Σερβίων – Βελβεντού και Βοϊου) παρέχοντας υπηρεσίες στο μεγαλύτερο πληθυσμιακά μέρος από τα νοσοκομεία της Δυτικής Μακεδονίας.
Είναι εν τέλει μία υποδομή που έκλεισε τον κύκλο ζωής της σαν υποδομή παροχής υπηρεσιών υγείας δευτεροβάθμιου επιπέδου και συνεπώς κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί με σοβαρά επιχειρήματα, ότι δεν είναι απολύτως αναγκαίο ένα νέο νοσοκομείο στην Κοζάνη.
Ας επανέλθουμε όμως στη συζήτηση κι ας προσπαθήσουμε να την οριοθετήσουμε.
• Είναι γεγονός ότι το Εθνικό Σύστημα Υγείας περνά μια πολύπλευρη και πολύχρονη κρίση. Κρίση που έδωσε χώρο στον ιδιωτικό τομέα υγείας. Το μερίδιο αγοράς των ιδιωτικών νοσοκομείων από το 13% το 2000 αυξήθηκε στο 27% το 2008 με εκτίμηση να φτάσει το 31% το 2012.
• Το επίπεδο υγείας που απολαμβάνουν οι Έλληνες δεν είναι ικανοποιητικό. Το επίπεδο ικανοποίησης απ΄ το σύστημα υγείας στην πατρίδα μας ( ικανοποιητικό και πολύ ικανοποιητικό) ήταν 19%, όταν στην ΕΕ το ποσοστό αυτό ανέρχονταν στο 51% (European parliament 1998).
Σε ότι αφορά την περιοχή μας, δυστυχώς, το επίπεδο ικανοποίησης το ζούμε καθημερινά γύρω μας.
Οι κλειστές κλινικές, τα υποστελεχομένα νοσοκομεία, τα άτυχα περιστατικά που οδηγούν σε απώλειες ζωών, δημιουργούν μια έκδηλη κατάσταση ανησυχίας σ΄ όλη την κοινωνία και ανύπαρκτο επίπεδο ικανοποίησης απ΄ το επίπεδο υπηρεσιών υγείας που απολαμβάνουμε.
• Και ενώ δεν απολαμβάνουμε σαν Έλληνες καθόλου καλές υπηρεσίες υγείας αυτό το πληρώνουμε πανάκριβα, και κυρίως το πληρώνουμε απ΄ τις τσέπες μας και όχι μέσω των ασφαλιστικών μας εισφορών ή απ΄ την κρατική συνεισφορά μέσω των φόρων.
Περίπου το 10% του ΑΕΠ κάθε χρόνο κατευθύνεται σε δαπάνες υγείας ( και δεν καταγράφονται τα ¨μαύρα¨), ενώ την περίοδο 2000-2007 το ποσοστό αύξησης των δαπανών υγείας στη χώρα μας ήταν σχεδόν διπλάσιο απ΄ αυτό των χωρών του ΟΟΣΑ.
• Αν δούμε και το θέμα της κατανάλωσης φαρμάκων είμαστε μακράν οι πρωταθλητές. Ξοδεύαμε κάθε χρόνο πάνω από 564 € για φάρμακα, όταν ο μέσος Ευρωπαϊκός πολίτης ξοδεύει μόλις 328 €.
Και όλες αυτές τις δαπάνες τις πληρώνουμε κυρίως απ΄ την τσέπη μας. Στην Ελλάδα η ιδιωτική δαπάνη είναι 47% των συνολικών δαπανών υγείας, όταν στις χώρες του ΟΟΣΑ η αντίστοιχη ιδιωτική είναι μόνο 27%.
Άρα το σύστημα υγείας που έχουμε δεν είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικό, ούτε οικονομικό ας το σημειώσουμε και αυτό, και κυρίως είναι κοινωνικά άδικο.
Συνεπώς πληρώνουμε πολλά για να έχουμε την υγεία μας, τα πληρώνουμε όλο και περισσότερο απ΄ την τσέπη μας, το δημόσιο σύστημα υγείας συνεχώς υποχωρεί, αφήνοντας χώρο για τον ιδιωτικό τομέα και βέβαια δεν απολαμβάνουμε καθόλου καλές υπηρεσίες υγείας.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο λοιπόν το συμπέρασμα της πρόσφατης μελέτης του ΟΟΣΑ ¨ Η υγεία με μια ματιά¨ ( Health at a glance) ότι : οι υψηλές δαπάνες για την υγεία δεν συνεπάγονταν απαραιτήτως καλές υπηρεσίες υγείας.
Αυτό είναι λοιπόν το περιβάλλον που ισχύει για την υγεία στην χώρα μας, αυτό είναι το περιβάλλον μέσα στο οποίο πρέπει να δούμε και το θέμα της υγείας στην περιοχή. Αν σ΄ αυτό προσθέσουμε και την ιδιαίτερα δυσμενή συγκυρία που βιώνει η χώρα μας, θα έχουμε όλη την εικόνα.
Και δεν επισημαίνω την δυσμενή οικονομική συγκυρία σαν αρνητικό παράγοντα, γιατί στις δύσκολες κοινωνικοοικονομικές περιστάσεις παίρνονται και οι σημαντικές αποφάσεις που τέμνουν : εξαρτήσεις, συνήθειες, παραγοντισμούς, ανορθολογισμούς κτλ.
Προκειμένου λοιπόν να οδηγηθούμε σ΄ ένα συμπέρασμα θα διατυπώσουμε τρία ερωτήματα.
• Μπορεί η Δυτική Μακεδονία με το συγκεκριμένο πληθυσμιακό μέγεθος, με τα συγκεκριμένα γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά και με τα οδικά έργα υποδομής που κατασκευάστηκαν, να συνεχίσει να εξυπηρετείται από 5 νοσοκομεία, που όλα τους θα είναι πλήρως στελεχωμένα και εξοπλισμένα ώστε να παρέχουν ολοκληρωμένες ιατρικές υπηρεσίες στους πολίτες;
Μπορούμε θαρρώ εύκολα να συμφωνήσουμε πως για τον πληθυσμό των 300.000 κατοίκων ( αλήθεια θα είναι τόσος και μετά την απογραφή του 2011;), με τον μηδενισμό των αποστάσεων μεταξύ των αστικών κέντρων, 5 νοσοκομεία εξοπλισμένα – στελεχωμένα, δεν είναι δυνατόν να έχουμε. Είναι ανάγκη λοιπόν να ξεφύγουμε απ΄ τις επιλογές του παρελθόντος που για να συντηρηθούν μετερχόμαστε διαφόρων ειδών ¨ τονωτικές ενέσεις¨ (τα χαρακτηρίζουμε σαν ¨παραμεθόρια¨ για να έχουμε ιδιαίτερα κίνητρα και να προσελκύσουν πιο εύκολα ιατρικό προσωπικό).
• Και τι μπορεί να γίνει; Υπάρχει ένα σημείο στην περιοχή που να προσφέρεται για την ανέγερση νοσοκομείου; Υπάρχει ένα σημείο που να εξυπηρετεί πέραν των Δημοτών της Κοζάνης και τους Δημότες των άλλων γειτονικών Δήμων (Βοϊου, Σερβίων-Βελβεντού και όχι μόνο);
Και στο σημείο αυτό εύκολα μπορούμε να συμφωνήσουμε. Ο κόμβος της Εγνατίας στα Κοίλα είναι ένα σημείο εύκολα και γρήγορα προσβάσιμο. Ένα σημείο που οι κάτοικοι του Δήμου και της ευρύτερης περιοχής, καθώς και οι χρήστες της Εγνατίας οδού μπορούν εύκολα να προσεγγίσουν χωρίς τις καθυστερήσεις που συνεπάγεται η είσοδος στο κέντρο της Κοζάνης.
Και επιπλέον στην περιοχή υπάρχουν όλες οι απαραίτητες δημόσιες εκτάσεις που μπορούν να φιλοξενήσουν το νέο ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ.
Αποφεύγω να το χαρακτηρίσω Νομαρχιακό ή όπως αλλιώς. Αυτό κατά την γνώμη μου είναι το δευτερεύον. Το πρωτεύον είναι να γίνει ένα ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ που να παρέχει ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΕΣ υπηρεσίες. Το αν αυτό μπορεί να μετεξελιχθεί στη συνέχεια, είναι ένα ζήτημα που θα το αναδείξει η ίδια η ζωή.
• Και θα απαξιώσουμε εντελώς τις υφιστάμενες υποδομές και εγκαταστάσεις, θα σπαταλήσουμε νέους πόρους στην δύσκολη οικονομική συγκυρία που βιώνουμε;
Είμαι ο τελευταίος που θα τολμούσα να προτείνω επιλογές που δεν παίρνουν υπ΄ όψιν τους την δύσκολη οικονομική κατάσταση που βιώνει η χώρα. Ιδίως μια χρονική στιγμή που έχουμε ανάγκη και το τελευταίο ευρώ.
Όμως η διάσταση αυτή κάποιους μας απασχολούσε διαχρονικά. Κάποιους απ΄ τους υπηρετούντες το Εθνικό σύστημα υγείας, θα πρέπει να τους απασχολεί ακόμη περισσότερο, γιατί ήξεραν από μέσα την κατασπατάληση ανθρώπινου δυναμικού και πόρων που συνέβαιναν εδώ και χρόνια. Η κατασπατάληση πόρων που έγινε με επιλογές όπως π.χ. για κατασκευή νέων υγειονομικών μονάδων, που ήταν βέβαιο ότι δεν θα δούλευαν ποτέ. Όπως και το πάρτι που γινόταν τόσα χρόνια στο χώρο των φαρμάκων.
Σήμερα σ΄ όλα τα αστικά κέντρα η πρωτοβάθμια παροχή υπηρεσιών υγείας είναι ιδιαίτερα υποβαθμισμένη. Παρέχεται κατά κανόνα σε υποβαθμισμένες, μισθωμένες εγκαταστάσεις, επιβαρύνοντας την λειτουργία των υφιστάμενων Νοσοκομειακών μονάδων με περιστατικά που θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται από πρωτοβάθμιες μονάδες υγείας.
Η μετεξέλιξη λοιπόν των υφιστάμενων μονάδων σε αστικά πολυιατρεία, σε κέντρα υγείας αστικού τύπου, συγκεντρώνοντας διάσπαρτες υπηρεσίες παροχής υγειονομικών υπηρεσιών ( ΙΚΑ , πολυιατρείο ΔΕΗ κτλ) σε συνδυασμό με ένα ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ που θα παρέχει υγειονομικές υπηρεσίες αποκλειστικά δευτεροβάθμιου επιπέδου, είναι κατά την άποψη μου η μετεξέλιξη του υφιστάμενου υγειονομικού συστήματος, στην κατεύθυνση της αναβάθμισης των παρεχόμενων υπηρεσιών σ΄ όλους τους πολίτες.
• Και θα αναρωτηθεί κάποιος είναι αυτό εφικτό σήμερα; Υπάρχουν οι πόροι;
Είναι βέβαιο ότι σήμερα δεν υπάρχουν λιμνάζοντα 100 ή 200 εκ € που περιμένουν πότε θα τα απορροφήσουμε για την κατασκευή ενός νέου ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟΥ. Είναι όμως η κατάλληλη στιγμή να ξεκινήσουμε να μελετούμε το εγχείρημα αυτό.
Τέτοιου μεγέθους έργα απαιτούν χρονοβόρα ωρίμανση και αξιόλογο μελετητικό έργο. Οι πόροι για το σκοπό αυτό μπορούν να βρεθούν, ώστε το νέο ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ να μπορεί να υλοποιηθεί εκμεταλλευόμενο πόρους απ΄ το 5ο ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ (ή όπως αυτό θα ονομαστεί). Αρκεί να ξεκινήσουμε έγκαιρα. Αρκεί να ξεκινήσουμε σήμερα. Και αυτό μια προϋπόθεση έχει. Να συμφωνήσουμε στον στόχο. Να αποκτήσουμε μια συναντίληψη για το υγειονομικό μέλλον της περιφέρειας.
Αφήνοντας κατά μέρος προκαταλήψεις και τοπικισμούς και αναλογιζόμενοι μόνο τις ανάγκες των πολιτών στον τομέα της υγείας.
Όμως η συζήτηση αυτή πρέπει να ολοκληρωθεί σύντομα. Γιατί συζητήσεις χωρίς αποφάσεις δεν οδηγούν σε έργο. Μέχρι τότε θα μετρούμε απουσίες γιατρών, θα καταγράφουμε κλινικές να κλείνουν, θα συνεχίσουμε να μετράμε ανθρώπινες απώλειες δυστυχώς, και φυσικά πόρους. Πόρους βέβαια θα συνεχίσουμε να σπαταλούμε συνεχίζοντας να λειτουργούμε ένα ανορθολογικό υγειονομικό σύστημα.
Η περιοχή μας είναι πρωτοπόρος σε πολλά πράγματα στη χώρα μας. Ας τολμήσουμε να κάνουμε την ανατροπή και στον τομέα της υγείας.
Είναι απλός ο λογαριασμός του τι γλιτώνει η πολιτεία μόνο από την περιοχή μας, αν περικόψει την κατά κεφαλήν φαρμακευτική δαπάνη ( κάτι που είναι απόλυτα εφικτό, κατά 100 ευρώ).
Και βέβαια τις όποιες συγκρίσεις κάνουμε και τις όποιες αναλύσεις, δεν πρέπει να συγκρίνουμε μόνο τα νοσοκομεία μας, την διασπορά τους, το κόστος επένδυσης για άλλο νοσοκομείο, τα λειτουργικά τους κόστη και ούτω καθ΄εξής.
Επιβάλλεται να δούμε ολοκληρωμένα το θέμα της παροχής υπηρεσιών υγείας από τον δημόσιο τομέα συνολικά. Με αυτόν τον τρόπο και καλύτερη αξιοποίηση των υγειονομικών μονάδων θα έχουμε και εξοικονόμηση πόρων και καλύτερες υπηρεσίες υγείας.
Γιατί εν τέλει πρέπει να απαντήσουμε και σε ένα καίριο ερώτημα,
Θέλουμε αξιόπιστο δημόσιο σύστημα υγείας, θέλουμε τα νοσοκομεία μας να είναι ενδιάμεσοι σταθμοί στις ιδιωτικές υγειονομικές μονάδες των μεγάλων αστικών κέντρων; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό, δικαιολογεί και τις επόμενες επιλογές μας.