Κεντρικό ζήτημα, στο οποίο συγκλίνουν όλες οι αντιδράσεις, αποτελεί το νέο μοντέλο διοίκησης, το λεγόμενο Συμβούλιο Διοίκησης, το οποίο στο νομοσχέδιο εμφανίζεται ως «Συμβούλιο του Ιδρύματος».
Δεδομένου ότι πρόκειται για ένα όργανο ουσιαστικά μη αιρετό, που συγκεντρώνει υπερεξουσίες έναντι όλων των άλλων, και άρα καθορίζει αποφασιστικά τη φυσιογνωμία του πανεπιστημίου, προκαλεί τα γενικευμένα πυρά από την αντιπολίτευση, τους πρυτάνεις, την ΠΟΣΔΕΠ, τους καθηγητές οι οποίοι υπήρξαν συνομιλητές της Διαμαντοπούλου, τους προέδρους των ΤΕΙ, το ειδικό κι εργαστηριακό προσωπικό των ΑΕΙ, ακόμα και εσωκομματικά: ενστάσεις έχουν διατυπώσει τόσο βουλευτές του ΠΑΣΟΚ όσο και ηΠΑΣΠ ΑΕΙ και η ΠΑΣΠ ΤΕΙ.
Ωστόσο οι αντιδράσεις διαφοροποιούνται ποιοτικά: άλλοι υποστηρίζουν ότι το Συμβούλιο μπορεί να παραμείνει στο νομοσχέδιο, με ρόλο όμως ελεγκτικό και συμβουλευτικό απέναντι στα εκλεγμένα όργανα διοίκησης που θα πρέπει να έχουν πρωταρχικό ρόλο (ΠΟΣΔΕΠ), και άλλοι κατηγορηματικά εκφράζουν τη θέση ότι το εν λόγω όργανο ουσιαστικά συνιστά καθοριστικό πλήγμα στο δικαίωμα του πανεπιστημίου να αυτοδιοικείται.
Απορριπτέο
Στο μεταξύ, για μια σειρά άλλων ζητημάτων που καινοφανώς εισάγει το νομοσχέδιο (κατάργηση ασύλου, χρηματοδότηση, τριετή πτυχία, ίδρυση Α.Ε. που θα διαχειρίζονται τα περιουσιακά των ιδρυμάτων και θα αναζητούν πόρους κ.λπ.) οι αντιδράσεις ποικίλλουν, με ορισμένους να βλέπουν «θετικά σημεία» και περιθώρια «βελτίωσης». Άλλοι, όπως τα κόμματα της Αριστεράς, σημαντική μερίδα καθηγητών, διδασκόντων, φοιτητών και πρυτάνεων, θεωρούν ότι το νομοσχέδιο είναι απορριπτέο συνολικά, καθώς οδηγεί στη διάλυση του δημοκρατικού και δημόσιου χαρακτήρα του, επιβάλλοντας – ταχέως, με την «ευκαιρία» της κρίσης – τα «νεοφιλελεύθερα» πρότυπα της Διακήρυξης της Μπολόνια και του ΟΟΣΑ, που προσδένουν το πανεπιστήμιο στο άρμα της αγοράς. Εξάλλου για πρώτη φορά όριζεται ως αποστολή των πανεπιστημίων να «ανταποκρίνονται στις ανάγκες της αγοράς εργασίας και των επαγγελματικών πεδίων, καθώς και στις αναπτυξιακές ανάγκες της χώρας».
Είναι ενδεικτικό ότι ακόμη κι επώνυμοι καθηγητές που τα προηγούμενα χρόνια υποστήριξαν την κυρίαρχη μεταρρυθμιστική κατεύθυνση, σήμερα σημειώνουν ότι «η κυβέρνηση έρχεται να επιβάλει ένα ολιγαρχικόκαι δεσποτικό μοντέλο διοίκησης και διαχείρισης των πανεπιστημίων», το οποίο διακρίνεται από «μειωμένη δημοκρατική νομιμοποίηση των διοικητικών οργάνων», «επαναφορά της σκληρής ιεραρχίας της “έδρας”», «σύγχυση της εκπαίδευσης με την κατάρτιση», «μείωση της έρευνας έναντι της διδασκαλίας». Όλα αυτά, υπογραμμίζουν, «οδηγούν σε ένα μοντέλο “εκπαιδευτικών υπηρεσιών”, που δεν έχει αναλογία με την ακαδημαϊκή λειτουργία και αντιστοιχία με τις κοινωνικές ανάγκες». Τα παραπάνω εκφράζουν καθηγητές όπως ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, ο Αντώνης Λιάκος, ο Στέφανος Πεσμαζό-γλου, η Μαρία Ρεπούση, ο Ηλίας Νικο-λακόπουλος κ.ά.
Το νομοσχέδιο και τα σημεία τριβής
Ποια είναι τα βασικά αγκάθια του νομοσχεδίου.
1 Τα Συμβούλια Διοίκησης, λοιπόν, συγκεντρώνουν τα πυρά όλων, καθώς έχουν όλων των ειδών τις αρμοδιότητες: στρατηγικές, ακαδημαϊκές, εποπτικές, οικονομικές, διοικητικές. Σ’ αυτά λογοδοτούν οι πάντες, πλην όμως αυτά δεν λογοδοτούν στην πανεπιστημιακή κοινότητα. Αμέσως επόμενο σκαλί συγκέντρωσης εξουσιών αποτελεί ο πρύτανης, ο οποίος εκλέγεται έπειτα από διεθνή διαγωνισμό, κάτι που έχει προκαλέσει σφοδρές αντιδράσεις. Όπως και το γεγονός ότι τα μισά σχεδόν μέλη του Συμβουλίου του Ιδρύματος (7 από τα 15) δεν ανήκουν στην οικεία πανεπιστημιακή κοινότητα, αλλά είναι εξωτερικά (ιδιώτες, «προσωπικότητες» κ.ά). Μέσα σ’ όλα προβλέπεται η ανασύσταση της έδρας καθώς και δυνατότητα πρόσληψης καθηγητών «διεθνούς» κύρους από το εξωτερικό. Όλα τα παραπάνω, σύμφωνα με τους πιο οξείς επικριτές του νομοσχεδίου, συνιστούν κατάργηση της δημοκρατίας (απουσία αιρετών οργάνων, μη εκπροσώπηση του συνόλου της πανεπιστημιακής κοινότητας στα όργανα και τη λήψη αποφάσεων κ.λπ.) και του αυτοδιοίκητου των πανεπιστημίων. Ενισχύουν δε τη «συναλλαγή» με εξωπανεπιστημιακά συμφέροντα, την «αδιαφάνεια», τον «κομματισμό» (Γ. Μυλόπουλος, πρύτανης ΑΠΘ).
2 Μεγάλο αγκάθι συνιστά και η χρηματοδότηση. Αυτή χορηγείται πλέον ύστερα από συμφωνία του κάθε ιδρύματος με το υπουργείο (τετραετείς προγραμματικοί σχεδιασμοί) και κατόπιν των αποτελεσμάτων της αξιολόγησης, η οποία βασίζεται σε μια σειρά αγοραίων και όχι απαραίτητα ακαδημαϊκών κριτηρίων «αποδοτικότητας», «ανταγωνιστικότητας» κ.λπ. Πρυτάνεις και καθηγητές βλέπουν εδώ απουσία εγγυήσεων για τη χρηματοδότηση, ειδικά για το πεδίο της ασθμαίνουσας έρευνας, ενώ η «ίδρυση νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με τη μορφή ανώνυμης εταιρείας» για τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων των ιδρυμάτων και την αναζήτηση πόρων από την αγορά, χορηγούς κλπ. επιβεβαιώνει, σύμφωνα με πολλούς, προειδοποιήσεις για ώθηση των πανεπιστημίων στο κυνήγι των πόρων, λόγω μείωσης της κρατικής χρηματοδότησης – ήδη φέτος έχει τουλάχιστον υποδιπλασιαστεί, όπως επισημαίνεται αρμοδίως (ΠΟΣΔΕΠ, πρυτάνεις). Τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας αναρωτιούνται ανοιχτά ποια θα είναι στο εξής η ποιότητα της έρευνας όταν αυτή θα ετεροκαθορίζεται από το υπουργείο και τους παράγοντες της αγοράς.
3 Με βάση τα παραπάνω, εκδηλώνεται η καχυποψία για τη σταδιακή επιβολή διδάκτρων – αν τα πανεπιστήμια δεν καταστεί δυνατόν να βρουν πόρους από την αγορά, όταν η προοπτική της κρίσης έχει ορίζοντα τουλάχιστον δεκαετίας. Δίδακτρα προβλέπονται για μεταπτυχιακά και διδακτορικά προγράμματα καθώς και για εκείνα της διά βίου μάθησης.
4 Την τάση απόσυρσης του υπουργείου από τη χρηματοδότηση υπονοεί, σύμφωνα με καθηγητές, και η πρόβλεψη για χορήγηση των συγγραμμάτων μόνο ηλεκτρονικά από το 2014, κάτι που εκλαμβάνεται ως κατάργηση του δωρεάν συγγράμματος (το κόστος εκτύπωσης, π.χ., το αναλαμβάνει ο φοιτητής). Επίσης εγκατάλειψη της φοιτητικής μέριμνας (σίτηση, εστίες), σε μια συγκυρία που τα νοικοκυριά στενάζουν από τους φόρους και τις περικοπές και η στρόφιγγα της χρηματοδότησης κλείνει, θεωρείται ότι υποδηλώνει η δυνατότητα φοιτητικών δανείων από τράπεζες με εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου.
5 Όσον αφορά τις σπουδές, αγκάθι αποτελούν ο διαχωρισμός των τριών κύκλων σπουδών και η αντιστοίχισή τους σε πιστωτικές μονάδες, και γενικά ο τρόπος που οι τελευταίες κατακερματίζουν την ενότητα των σπουδών και των επιστημονικών αντικειμένων, και βέβαια τα τριετή πτυχία. Όλα τα τα παραπάνω ωθούν, σύμφωνα με ορισμένη κριτική, σε εξατομικευμένα και υποβαθμισμένα στην αγορά εργασίας πτυχία, χωρίς συλλογικά επαγγελματικά δικαιώματα. Ούτε ο πρώην υπουργός Παιδείας Άρης Σπηλιωτόπουλος δεν τα στήριξε, λέγοντας ότι «η ίδια η Ευρώπη έρχεται στα δικά μας, δηλαδή στην τετραετή φοίτηση».
6 Τέλος, καμία ρητή αναφορά στο άσυλο δεν υπάρχει, κάνοντας την ακαδημαϊκή κοινότητα να μιλά για ουσιαστική κατάργησή του, ενώ προβλέπεται μόνο ότι «με τον οργανισμό κάθε ιδρύματος ορίζεται η διαδικασία διαφύλαξης της ακαδημαϊκής ελευθερίας». Βεβαίως η κατάργηση του ασύλου δεν φαίνεται να συναντά μεγάλες αντιδράσεις, πλην της Αριστεράς και μερίδας διδασκόντων και φοιτητών.