ήδη ανεσκαμμένου μεγάλου τετράγωνου αρχαϊκού κτίσματος Θ (β’ μισό 6ου π.Χ.), οι τοίχοι του οποίου σώζονται σε μέγιστο ύψος 1,50 μ. το οποίο επικοινωνεί με το λουτρό του ιερού. Αποκαλύφθηκαν επίσης έξι νέοι τοίχοι, βαθύτερα θεμελιωμένοι από τους ήδη ορατούς του Νοτίου Συγκροτήματος και κάτω από το λουτρό, γεγονός που αποδεικνύει πως προϋπήρχε αυτών ακόμα ένα κτίσμα χρονολογούμενο στην πρώτη φάση λειτουργίας του ιερού (550 π.Χ.).
Η έρευνα συνεχίστηκε στο ναόσχημο οικοδόμημα του τειχισμένου λατρευτικού περιβόλου του ιερού. Διαπιστώθηκε ότι αυτό, εκτός από σηκό και άδυτο, έχει και πρόδομο αποτελούμενο από πλακόστρωτο διάδρομο, τέσσερις μικρούς χώρους εκατέρωθεν αυτού και κατώφλι μεγάλων διαστάσεων.
Στο κατώφλι αυτό βρέθηκε εντοιχισμένος σε β’ χρήση ο άνω κορμός -χωρίς το κεφάλι- αρχαϊκού κούρου, κομμένος στο ύψος της μέσης. Το γλυπτό είχε τοποθετηθεί ανάποδα στο έδαφος και έφερε δύο μολυδβοχοημένες εντορμίες για την υποδοχή του στροφέα της θύρας. Ήταν σφηνωμένο με μαρμάρινους λίθους για την καλύτερη στήριξη της θύρας και η πίσω επιφάνειά του ήταν επεξεργασμένη με βελόνι, ώστε να εφάπτεται στην πλάκα του κατωφλιού.
Ο κούρος έχει το αριστερό χέρι λυγισμένο πάνω στο θώρακα - χαρακτηριστικό γνώρισμα των παριανών εργαστηρίων γλυπτικής του τέλους του 6ου αι. π.Χ. Η αποκάλυψη του κούρου είναι πολύ σημαντική, καθώς είναι μόλις το τρίτο γλυπτό αυτής της ιδιαίτερης κατηγορίας κούρων.
Ιδιαίτερα σημαντική για τη μελέτη των πολυάριθμων θραυσμάτων γλυπτών που έχουν βρεθεί στο ιερό είναι η διαπίστωση ότι το παραπάνω θραύσμα συνανήκει με τον κάτω κορμό κούρου που είχε αποκαλυφθεί εντοιχισμένος σε τοίχο του Νότιου Συγκροτήματος το 2005. Στο ίδιο γλυπτό πιθανότατα πρέπει να αποδοθεί το κεφάλι κούρου που είχε βρεθεί το 2010. Επίσης, αποκαλύφθηκαν δύο συνανήκοντα θραύσματα από το αριστερό πόδι αρχαϊκού κούρου φυσικού μεγέθους, σωζόμενο από τη φτέρνα έως και την κνήμη. Τα θραύσματα σώζονται σε άριστη κατάσταση και δείχνουν την απαράμιλλη ποιότητα των γλυπτών των παριανών εργαστηρίων. Αυτά συνανήκουν με θραύσμα από το μηρό κούρου που είχε αποκαλυφθεί το 2005.
Δίπλα σε αυτά βρέθηκε η πλίνθος της βάσης ενός άλλου κούρου, στην οποία σώζονται τρία δάκτυλα του δεξιού ποδιού. Η προσεχής μελέτη των τριάντα και πλέον μαρμάρινων βάσεων αγαλμάτων θα βοηθήσει στη ταύτιση της παραπάνω πλίνθου και του κούρου με μία από αυτές τις βάσεις.Εργασίες κατά μήκος του στυλοβάτη του ναού, μήκους 17 μ., αποκάλυψαν την ιδιαίτερα ισχυρή θεμελίωσή του, που αποτελείται από μεγάλους δόμους γνευσίου μήκους 2 έως 4 μ., τοποθετημένους σε δύο ή τρεις επάλληλες σειρές, συνολικού ύψους 1 μ. Ο στυλοβάτης ανήκει στην κιονοστοιχία του ναού που κατασκευάστηκε γύρω στο 500 π.Χ. Αυτή έφερε επτά κίονες ύψους 3,80 μ., επομένως απαιτούσε μία τόσο ισχυρή θεμελίωση για τη στήριξη όχι μόνο της κιονοστοιχίας αλλά του θριγκού και του αετώματος.
Επίσης, κάτω από το βωμό της Εστίας Ισθμίας και εξωτερικά του ναού αποκαλύφθηκε τμήμα πρωιμότερου τοίχου κατασκευασμένου από μαρμάρινους δόμους.
Σημαντική ήταν η εύρεση κάτω από το αρχαϊκό πλακόστρωτο δάπεδο του προστώου του εστιατορίου του ιερού τμήματος τετράγωνου μαρμάρινο βόθρου τελετουργικού χαρακτήρα, διαστάσεων 1,5Χ1,5 μ. (μέσα 6ου αι. π.Χ.). Επίσης, στη Βόρεια Πύλη του περιβόλου διαπιστώθηκαν έξι διαφορετικές κατασκευαστικές φάσεις και αποκαλύφθηκαν οι δύο εντορμίες της δίφυλλης θύρας της πρώτης φάσης που χρονολογείται στην αρχαϊκή περίοδο (550 αι. π.Χ).
Τέλος, η φετινή ανασκαφή εκτός από τα παραπάνω ευρήματα έφερε στο φως πληθώρα γραπτής αρχαϊκής και γεωμετρικής κεραμικής που αποδεικνύει την λειτουργία του ιερού ήδη από τα γεωμετρικά χρόνια.
Τσιμηντήρι
Εργασίες πραγματοποιήθηκαν και στο ακατοίκητο νησάκι Τσιμηντήρι, το οποίο κατά την αρχαιότητα ήταν ενωμένο με το Δεσποτικό, σχηματίζοντας έναν ισθμό, όπως μαρτυρά και ο βωμός της Εστίας Ισθμίας. Διαπιστώθηκε η ύπαρξη πέντε μεγάλων κτιρίων, κτισμένων από μεγάλους δόμους τοπικού δολομίτη, γνευσίου και σχιστόλιθους, αλλά ανασκάφηκε μόνο το ένα, το Κτίριο Α’.
Πρόκειται για μεγάλο κτίριο, ορθογώνιας κάτοψης με προσανατολισμό Β-Ν και ορατές διαστάσεις 10,45Χ5,35 μ. Η κατασκευή του θυμίζει αυτή των κτιρίων Β, Γ, Η στο Δεσποτικό και πιθανότατα χρονολογείται στην αρχαϊκή περίοδο (6ος αι. π.Χ.). Λόγω του περιορισμένου χρόνου και της δυσκολίας που παρουσιάζει η ανασκαφή στο συγκεκριμένο νησί η έρευνά του θα συνεχιστεί το 2012.
Η ανασκαφή πραγματοποιήθηκε με τις ευγενικές χορηγίες του Ιδρύματος Ι. Λάτση και του Ιδρύματος Α.Π. Κανελλοπούλου.
http://erroso.blogspot.com/2011/07/blog-post_6430.html#ixzz1SSwpozrh