Για ποιον πατέρα θελήσαμε να μάθουμε τα μυστικά της νιότης κι αρπάξαμε τα κλειδιά του θυμού και της εξουσίας που δεν φαίνεται? Για ποιον πατέρα? Πατέρα… Για ποιον λυπηθήκαμε, κλάψαμε, γίναμε ένα με το χώμα, γίναμε δάκρυ στην άκρη της αβύσσου? Για ποιον ταριχεύσαμε οίκτους? Για ποιον ματώσαμε την περηφάνια μας?
Για ποιον πατέρα με έμαθες να σκύβω το κεφάλι όταν περνώ μπροστά από ψηλούς ανθρώπους που η ψυχή τους απέχει μια ίντσα από την κόλαση? Για ποιον πατέρα με έβαλες να μιλώ ψιθυριστά στα κύματα, να σβήνουν την λύπη μου? Για ποιον οι φόβοι μου έγιναν σκοτάδι της ημέρας μου και ο τελευταίος δρόμος της νύχτας μου?
Για ποιον πατέρα με ταξίδευες σε όνειρα θαμπά? Για ποιον πατέρα μου γέμιζες τις χούφτες με μαραμένα ρόδα? Για ποιον πατέρα κουβάλησα σταυρό φτιαγμένο από ανείπωτες λέξεις? Πατέρα…Για ποιον?
Δεν απαντάς πια. Σώπασες. Κι ούτε με κοιτάς.
Πατέρα, έκανες λάθος.
Δεν είναι ο κόσμος αυτό που φαίνεται. Δεν είναι καν αυτό που δεν φαίνεται. Είναι αυτό που επιλέγουμε. Εσύ είχες τα μάτια κλειστά. Είδα. Λέω πια πως δεν χωρώ.
Μετά ξημερώνει.
Ονειρεύτηκα χθες βράδυ ένα τόπο που δεν γελούσαν με το τσαλακωμένο ρούχο μου.. Που μοίραζαν κόκκινο κρασί στις γειτονιές κι ο κόσμος μεθυσμένος απ’ τα χρώματα του ουρανού χαμογελούσε γλυκά. Έναν τόπο ονειρεύτηκα που το πράσινο είναι πράσινο, που το γαλάζιο είναι γαλάζιο, που η θάλασσα δροσίζει, που στο χώμα φυτρώνουν ψηλά δέντρα… Έναν τόπο ονειρεύτηκα που μύριζε γιασεμί και αλήθεια. Έναν τόπο που άγγιζαν, που φιλούσαν, που χαμογελούσαν.
Ξύπνησα πατέρα από τον ύπνο που ποτέ δεν με κοίμησε.
Ξεκουράσου εσύ.
Σε συγχωρώ.
Άγριο το γένος των ανθρώπων, άγρια τα χνώτα τους και η γειτονιά τους. Κι ωστόσο έκανες λάθος. Δεν θα’ναι πάντα έτσι. Δεν είναι πάντα έτσι. Γιατί το ονειρεύτηκα. Είδα κι άλλους πατέρα στο όνειρο, να πλάθουν τον ίδιο τόπο. Είμαστε πολλοί πατέρα… Είμαστε πολλοί μα είμαστε σκόρπιοι.
Μαζί θα φωτίσουμε το σκοτάδι.
Μη ρωτάς για ποιον.
Πάντα ήταν για σένα. "
Ιωνας ο Γλάρος.
Ακόμη ένας Αγανακτισμένος