λιγότερες πιθανότητες να εμφανίσουν κατάθλιψη σε σύγκριση με όσους κοιμούνται πολύ λίγο ή πάρα πολύ. Όσο πολύτιμος όμως και να είναι ο ύπνος, σε περιόδους οικονομικής κρίσης επηρεάζεται πάρα πολύ.
Όπως ανακοίνωσαν επιστήμονες από το Κέντρο Διαταραχών Ύπνου της Cleveland Clinic στο ετήσιο συνέδριο των Ηνωμένων Επαγγελματικών Εταιρειών Υπνου (APSS) των ΗΠΑ, μελετώντας 10.654 εθελοντές μέσης ηλικίας 52 ετών διαπίστωσαν πως έξι έως εννέα ώρες ύπνος το βράδυ είναι απαραίτητες για να έχει κάποιος καλή ποιότητα ζωής και καλή ψυχική διάθεση.
Λιγότερες από έξι ώρες ή περισσότερες από εννέα φάνηκε ότι πιθανόν να προκαλέσουν βλάβη στην υγεία και την ψυχική διάθεση.
«Τα ευρήματα αυτά είναι σημαντικά, διότι οι περισσότεροι άνθρωποι ναι μεν υποψιάζονται ότι ο λιγοστός ύπνος δεν τους επιτρέπει να νιώθουν “ζωντανοί” και ξεκούραστοι την επόμενη μέρα, οι περισσότεροι όμως αγνοούν πως ο πολύς ύπνος επίσης έχει αρνητικές συνέπειες» δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής δρ Τσαρλς Μπάε, νευρολόγος στην Cleveland Clinic.
Το να κοιμάται όμως κάποιος αρκετά και ήσυχος σε περίοδο οικονομικής κρίσης είναι εξαιρετικά δύσκολο. Δημοσκόπηση που δημοσιεύτηκε το 2009 στις ΗΠΑ, όταν η χώρα διήνυε ήδη τον δεύτερο χρόνο μιας πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης, κατέγραφε πως σχεδόν ο ένας στους τρεις πολίτες ανησυχούσε τόσο πολύ για το μέλλον, ώστε αδυνατούσε να κοιμηθεί καλά το βράδυ.
Τα αποτελέσματα αυτής της δημοσκόπησης, την οποία είχε πραγματοποιήσει το Εθνικό Ιδρυμα Υπνου (NSF) των ΗΠΑ σε 1.000 εθελοντές ηλικίας άνω των 18 ετών, αποκάλυπταν πως από τα μέσα του 2008 το 27% των ερωτηθέντων έκανε ταραγμένο ύπνο, με το 16% να το αποδίδει στα οικονομικά προβλήματα, το 15% στην αγωνία για το τι θα γίνει με την οικονομία της χώρας και το 10% στην ανησυχία ότι θα απολυθεί.
Ανάλογα ευρήματα είχε και περυσινή δημοσκόπηση η οποία διεξήχθη στη Βρετανία. Οπως έδειξε, ο μέσος Βρετανός είχε χάσει τουλάχιστον μία ώρα από τον ύπνο του εξαιτίας της εκεί οικονομικής κρίσης, με αποτέλεσμα μετά βίας να κοιμάται 6 ώρες κάθε βράδυ.
Στη δημοσκόπηση αυτή συμμετείχαν 6.000 εθελοντές, 38% εκ των οποίων δήλωσαν πως η ανησυχία τους για την οικονομική κατάσταση είναι αυτή που τους κρατά ξύπνιους το βράδυ ενώ 25% είπαν πως ευθύνεται το εργασιακό στρες.
«Η έλλειψη ύπνου αποτελεί ένα πρόβλημα που συνεχώς μεγαλώνει στη Βρετανία και μολονότι σιγά σιγά βγαίνουμε από την οικονομική κρίση, ο κόσμος εξακολουθεί να ανησυχεί για οικονομικά και εργασιακά θέματα» είχε δηλώσει ο δρ Στίβι Ουίλιαμς από το Κέντρο Υπνου του Εδιμβούργου – το παλαιότερο και εγκυρότερο στην Ευρώπη, σύμφωνα με τους ειδικούς.
30% πάνω η αϋπνία
Τα αντίστοιχα στοιχεία στη χώρα μας είναι εξίσου ανησυχητικά. «Οι ασθενείς που προσφεύγουν στα Εργαστήρια Ύπνου με αϋπνία έχουν αυξηθεί πάρα πολύ την τελευταία διετία και ειδικά από τις αρχές του χρόνου» λέει η πνευμονολόγος δρ Αναστασία Αμφιλοχίου, διευθύντρια της Μονάδας Μελέτης Ύπνου στο Σισμανόγλειο Νοσοκομείο της Αθήνας και αντιπρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Διαταραχών Ύπνου (ΕΛΕΔΥ).
«Η αύξηση που έχει παρατηρηθεί είναι περίπου 30%. Όπως προκύπτει δε από τις έρευνες των προηγούμενων ετών σε ΗΠΑ και Βρετανία, έτσι και στους ασθενείς μας ο κύριος λόγος ανησυχίας και αϋπνίας είναι η αγωνία για το μέλλον και τα οικονομικά τους. Έχουν επίσης αυξηθεί πολύ οι άνεργοι και οι ανασφάλιστοι ασθενείς».
Στις ηλικίες 55 ετών και άνω, οι περισσότεροι ασθενείς είναι άνθρωποι που έχουν χάσει τη δουλειά τους. Σύμφωνα με την δρα Αμφιλοχίου, οι περισσότεροι από αυτούς παρουσιάζουν διαταραχή του ύπνου γιατί είναι σίγουροι ότι δεν θα ξαναβρούν ποτέ δουλειά και γιατί εξαιτίας της ανέχειας αναγκάζονται να στερήσουν πράγματα από τα παιδιά τους, όπως το φροντιστήριο ή το ιδιωτικό σχολείο.
Επακόλουθο αυτού είναι να κοιμούνται άσχημα και/ή αργά, να ξυπνούν στη διάρκεια της νύχτας ή να ξυπνούν πολύ νωρίς το πρωί, με αποτέλεσμα να είναι δυσλειτουργικοί την επόμενη μέρα.
«Οι περισσότεροι από αυτούς τους ασθενείς έχουν παραιτηθεί. Πολλοί δε πάσχουν ήδη από κατάθλιψη όταν έρχονται σ’ εμάς» προσθέτει η δρ Αμφιλοχίου.
«Το εντυπωσιακό είναι πως ξέρουν ότι έχουν κατάθλιψη και ουσιαστικά έρχονται σε εμάς για να τους δώσουμε ένα χάπι να κοιμηθούν, διότι δεν αντέχουν άλλο. Είμαστε όμως πολύ φειδωλοί με τη φαρμακευτική αγωγή, διότι δεν θα τους λύσει κανένα πρόβλημα».
Ακόμα και 16χρονοι
Οι ασθενείς ηλικίας κάτω των 50 ετών έχουν ελπίδες ότι θα βρουν δουλειά, από την αγωνία τους όμως κοιμούνται λιγότερο. Πολλοί εξάλλου από αυτούς έχουν μετατοπίσει το ωράριο ύπνου – «κοιμούνται πολύ αργά και ξυπνούν πολύ αργά, και αυτό τους κόβει τη μέρα στη μέση, τους αποκαρδιώνει και τους μειώνει τη διάθεση να κάνουν κάτι» εξηγεί η δρ Αμφιλοχίου.
Απ’ όσους απευθύνονται στα Εργαστήρια Υπνου των ελληνικών νοσοκομείων πολλοί είναι νέοι ηλικίας 16-20 ετών και 21-30 ετών, γεγονός που εκπλήσσει τους ειδικούς. «Τα περιστατικά αυτά αφορούν και τα δύο φύλα, παρότι περιμέναμε να είναι πιο πολλά κορίτσια αφού κατά κανόνα η αϋπνία προσβάλλει διπλάσιες γυναίκες απ’ ό,τι άντρες» λέει η δρ Αμφιλοχίου. «Στις συγκεκριμένες ηλικιακές ομάδες όμως αυτό δεν συμβαίνει. Τα ποσοστά είναι μισά μισά. Η αιτία της αϋπνίας στις ηλικίες 16-20 ετών είναι τα προβλήματα στο σπίτι γενικά, μεταξύ των οποίων και τα οικονομικά, ενώ στις ηλικίες 21-30 ετών η αγωνία για το μέλλον και η ανεργία».
Σε όλες τις ηλικίες έχουν επίσης αυξηθεί οι εφιάλτες, ιδίως οι αγχωτικοί, ο πιο χαρακτηριστικός από τους οποίους είναι να βλέπει κανείς πως κάποιος τον κυνηγάει.
http://medicalnews.gr/