καθώς παραβιάζονται οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα περί αδικαιολογήτου πλουτισμού.
Η υπόθεση που έφτασε μέχρι τον Άρειο Πάγο αφορούσε αρραβώνα ,ο οποίος πραγματοποιήθηκε το 2000 με ρητές αμοιβαίες υποσχέσεις γάμου, μετά την αποπεράτωση της ημιτελούς οικίας της μνηστής.
Για την αποπεράτωση του σπιτιού ο υποψήφιος γαμπρός έδωσε στη μνηστή του το ποσό των 32.400 ευρώ, αφού προηγουμένως πήρε δάνειο από την Τράπεζα.
Όμως η μνηστή διέλυσε τον αρραβώνα και κατόπιν αυτού ο πρώην μνηστήρας προσέφυγε στη Δικαιοσύνη, ζητώντας να του επιστραφούν τα χρήματα που έδωσε μαζί με τους νόμιμους τόκους.
Οι δικαστές, τόσο στο Εφετείο , όσο και στον Άρειο Πάγο απέρριψαν τους ισχυρισμούς της γυναίκας, η οποία μεταξύ άλλων υποστήριζε ότι δεν είχε συναφθεί μεταξύ τους μνηστεία, αλλά συμφωνία ελεύθερης συμβίωσης, το ποσό που είχε καταβάλει ο πρώην αρραβωνιαστικός της για την αποπεράτωση της κατοικίας ήταν μικρότερο και το κυριότερο δεν το έδωσε υπό την αίρεση του μελλοντικού τους γάμου, αλλά για λόγους αβροφροσύνης, εντυπωσιασμού και επίδειξης.
Οι αρεοπαγίτες υπογραμμίζουν, μάλιστα, ότι δεν ήταν αναγκαίο στην αγωγή να αναφέρεται πώς δαπανήθηκε το επίμαχο ποσό, αφού ο πλουτισμός της πρώην αρραβωνιαστικιάς «επήλθε με την αποφυγή μείωσης της περιουσίας της» κατά το ποσό της δωρεάς των 32.400 ευρώ, με σκοπό την αποπεράτωση της κατοικίας της.
Και δεν ενδιαφέρει το δικαστήριο ποιος από τους δύο προέβη στις δαπάνες αγοράς των υλικών και ποιος πλήρωνε τους εργατοτεχνίτες για την αποπεράτωση της ημιτελούς κατοικίας.
Στη δικαστική απόφαση επισημαίνεται, ακόμη, ότι η υπαναχώρηση από τη σύμβαση μνηστείας με μονομερή ρητή ή σιωπηρή δήλωση τους ενός από τα δύο μέρη, η οποία μπορεί να γίνει και χωρίς να υπάρχει κάποιος σπουδαίος λόγος, «δημιουργεί αμοιβαία υποχρέωση απόδοσης των ληφθέντων λόγω δωρεών ή ως συμβόλων μνηστείας», σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, καθώς «λογίζεται ότι δόθηκαν υπό την προϋπόθεση του μέλλοντος γάμου».