«Κοίτασμα πετρελαίου»
Η υπηρεσία Τύπου του Ρώσου πρωθυπουργού δεν δίνει περισσότερες λεπτομέρειες για την κατάδυσή του στη λεγόμενη και «ρωσική Ατλαντίδα», στον κόλπο του Ταμάν, που διαμορφώνεται στα Στενά του Κερτς, τα οποία ενώνουν την Αζοφική με τη Μαύρη Θάλασσα. Μιλώντας τη γλώσσα που καταλαβαίνει καλύτερα ο Β. Πούτιν, ο επικεφαλής των ανασκαφών καθηγητής Βλαντίμιρ Κουζνετσόφ συνέκρινε τα εν πολλοίς άγνωστα ακόμη μνημεία της περιοχής «με ένα πλούσιο κοίτασμα πετρελαίου, αν και οι αρχαιολογικοί θησαυροί δεν προσμετρώνται με χρήματα· η "κεφαλαιοποίηση" της Φαναγορίας είναι απλώς αστρονομική». Η ξενάγηση του κ. Πούτιν στο χώρο των ανασκαφών ξεκίνησε από τον ταφικό λόφο, που ονομάζεται σήμερα Μπογιούρ-γκαρά και εκτιμάται ότι διαμορφώθηκε τον 4ο αιώνα π.Χ. Η αρχαιολογική σκαπάνη έχει έως τώρα ανασκάψει στρώμα βάθους 7 μέτρων, από το οποίο και προέκυψαν σαφή συμπεράσματα τόσο για τη δομή του οικοδομήματος όσο κυρίως για το ταλέντο των τυμβωρύχων, οι οποίοι έχουν συλήσει σχεδόν εξ ολοκλήρου τους τάφους της περιοχής μέσω ενός περίπλοκου συστήματος «δρόμων», που από μόνοι τους αποτελούν θαύματα της μηχανικής, σύμφωνα με τους Ρώσους αρχαιολόγους.
Το ύψος του λόφου είναι περί τα 10-11 μέτρα και η διάμετρός του 100, ωστόσο οι επιστήμονες δυσκολεύονται να πουν ποιος ακριβώς σημαντικός παράγοντας της Φαναγορίας έχει ταφεί εκεί. Ως επί το πλείστον οι τυμβωρύχοι, που καταλήστεψαν τα μνημεία της περιοχής, ήταν Γενουάτες του Μεσαίωνα, οι οποίοι έφθαναν στο Ταμάν μέσω της Κριμαίας. «Ας τα φορτώσουμε όλα στους Γενουάτες κι ας κλείσουμε την υπόθεση» σχολίασε ο Β. Πούτιν, ο οποίος ήταν σε εξαιρετική διάθεση και δήλωνε παντού ότι επισκέπτεται την περιοχή με την ιδιότητα του προέδρου του Εποπτικού Συμβουλίου της Ρωσικής Γεωγραφικής Εταιρείας, που χρηματοδοτεί τις ανασκαφές κι έχει γνωρίσει μέρες μεγάλης δόξας χάρη στην «προστασία» του Ρώσου πρωθυπουργού.
Ο Β. Πούτιν επισκέφθηκε και μία από τις μεγαλύτερες αρχαιολογικές ανακαλύψεις της ευρύτερης περιοχής, την ακρόπολη στο κεντρικό σημείο της πόλης, όπου βρίσκεται το παλάτι του άρχοντα του Βασιλείου του Βοσπόρου, του Μιθριδάτη του 6ου. Το μνημείο ανακαλύφθηκε πριν από δύο χρόνια από την αρχαιολογική ομάδα του Βλ. Κουζνετσόφ, επικεφαλής της αρχαιολογικής αποστολής της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών στην περιοχή, που κρύβει στο έδαφός της τα απομεινάρια ενός από τα σημαντικότερα ελληνιστικά κέντρα του 1ου αιώνα π.Χ., το οποίο και μετεξελίχθηκε σε Βασίλειο του Πόντου. Ο Ρώσος πρωθυπουργός εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι η περιοχή θα γίνει πόλος έλξης περισσότερων τουριστών και ενδιαφερομένων για την αρχαία ιστορία από ολόκληρο τον κόσμο και έχει εντάξει το Ταμάν σε πρόγραμμα ανάπλασης των ρωσικών παραλίων του Νότου.
Ποια είναι, όμως, η περίφημη αρχαία ελληνική πόλη Φαναγορία, την οποία επισκέφθηκε ο πρωθυπουργός της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν, για να υπηρετήσει τις προεκλογικές του φιλοδοξίες; Σίγουρα ήταν το κέντρο της ελληνικής αποικίας, στη Μαύρη και την Αζοφική Θάλασσα, ένα πέρασμα για το διαμετακομιστικό εμπόριο, που επιβίωσε επί 1.600 χρόνια.
Λυδοί και Πέρσες
Ολα ξεκίνησαν από έναν πόλεμο, στον οποίο έχουν εμπλακεί Λυδοί και Πέρσες με τους Ελληνες κατοίκους των ιωνικών πόλεων. Οι γηγενείς, με ξύλινες ασπίδες και γενικώς ελαφρύ οπλισμό, ενώ οι έποικοι έχουν φέρει μαζί τους από τις ελληνικές μητρόπολεις το «φιλοπόλεμο» ορείχαλκο. Η νίκη, σύμφωνα με την τεχνική του πολέμου, θα έγερνε υπέρ των Ελλήνων. Ομως είναι λίγοι μπροστά στους πολυπληθείς «βαρβάρους». Οι αιώνες είναι σκληροί, ο κάθε λαός δεν κοιτάει τα εδάφη του, αλλά διαρκώς λοξοκοιτάει προς το γείτονα κι ακόμη παραπέρα, με ορίζοντα κατάκτησης. Επί δύο αιώνες, τον 7ο και τον 6ο π.Χ., οι ημέρες του πολέμου είναι περισσότερες από τις ημέρες της ειρήνης.
Σ' αυτό το περιβάλλον ανασφάλειας, οι πολίτες της ελληνικής παραθάλασσιας πόλης Τέω (Μινυαίοι από τον Ορχομενό), μίας από τις δώδεκα της ιωνικής κοινοπολιτείας, εγκαταλείπουν τα αποικιακά εδάφη και κατευθύνονται προς την Ταυρική Χερσόνησο, τη σημερινή Κριμαία. Αυτό που προέχει είναι η επιβίωση, αυτό είναι κατανοητό σ' όλους τους κατοίκους, άπαξ και αποφάσισαν ν' αφήσουν πίσω τους τις ελληνικές πόλεις-κράτη. Η πρώτη γραπτή πηγή είναι του Εκαταίου του Μιλήσιου, ο οποίος αναφέρεται στη νεοπαγή πόλη Φαναγορία, που ιδρύθηκε, τον 6ο π.Χ. αιώνα, στη σημερινή χερσόνησο του Ταμάν. Βρισκόταν στις βόρειες ακτές της Μαύρης Θάλασσας, ανάμεσα στη Μαύρη και την Αζοφική Θάλασσα. Εθεωρείτο η μητρόπολη του ασιατικού Βοσπόρου και ήταν διαμετακομιστικό κέντρο εμπορίου, σε διπλό ρόλο, εξαγωγικό και εισαγωγικό. Ιδρυτής της εθεωρείτο ο Φαναγόρης ή Φαναγόρας από την Τέω, ο οποίος ονοματοδότησε τη Φαναγορία. Οι αρχαίες πηγές την αναφέρουν με διαφορετικά ονόματα: Φαναγορεία, Φαναγόρειον, Φαναγορούπολις, Φαναγόρη, Φαναγούρα, Φαιναγόρα. Μέχρι τον 5ο π.Χ. αιώνα λειτούργησε ως μία δημοκρατική πόλη, με βουλή, δήμο και σύνορα. Είχε ακμάσει και είχε γίνει η σημαντικότερη πόλη της περιοχής, όμως η ένωση με τις άλλες πόλεις της περιοχής (Ερμώνασσα, Παντικάπαιο κ.ά.), δημιούργησε το δόγμα «η ισχύς εν τη ενώσει». Ετσι, συγκροτήθηκε το βασίλειο του Βοσπόρου, που κράτησε από το 480 έως το 2ο αι. π.Χ. Αυτά τα περίπου τριακόσια χρόνια η Φαναγορία επιτυγχάνει τη μέγιστη οικονομική ακμή της, που οφείλεται στα άφθονα σιτηρά της, γιατί τα εδάφη είναι εξαιρετικά γόνιμα για τη δημιουργία σιτοβολώνων. Τα εξήγαγε μέχρι τη Μεσόγειο Θάλασσα και αυτή τα αντάλλασσε με ρουχισμό, κρασί, ελαιόλαδο και κοσμήματα.
Η Φαναγορία επιβίωσε συνολικά 1.600 χρόνια, αφού πέρασε στη συνέχεια από την εξουσία του Μιθριδάτη Στ' του Ευπάτορα, των Ρωμαίων, των Ούννων, των βυζαντινών, των Βουλγάρων. Για την ιστορία να αναφέρουμε ότι σ' αυτή την πόλη εξορίστηκε ο βυζαντινός αυτοκράτορας Ιουστινιανός Β'. Κατά τον 7ο αιώνα, η πόλη ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα της Μεγάλης Βουλγαρίας.
Τον 19ο αιώνα Ο αρχαίος οικισμός βρίσκεται σε μια περιοχή 65 εκταρίων, έχει ορθογώνιο σχήμα και εκτείνεται σε δύο πλατώματα -άνω και κάτω-, τα οποία έχουν κλίση προς τον κόλπο. Το ένα τρίτο έχει βυθιστεί κάτω από τη θάλασσα. Σ' αυτό, το οποίο εκτείνεται σε 20 εκτάρια, καλύπτεται από ερείπια κτιρίων. Οι ανασκαφές άρχισαν το 19ο αιώνα. Την εποχή εκείνη οι αρχαιολόγοι αναζητούσαν πολυτελή ευρήματα, για να μεταφέρουν στο Ερμιτάζ της Αγίας Πετρούπολης.
Συστηματικά, η Φαναγορία άρχισε να ανασκάπτεται το 1936 από το διάσημο αρχαιολόγο V. D. Blavatskij. Οι επόμενοι διευθυντές τής ανασκαφής ήταν οι Μ.Μ. Kobylina, V.S. Dolgorukij και σήμερα ο Βλαντίμιρ Κουζνετσόφ. Και μια «λεπτομέρεια»: στο πέρασμα των αιώνων, τα λίθινα ερείπια της Φαναγορίας χρησιμοποιήθηκαν από τους ντόπιους για να χτίσουν σπίτια, εκκλησίες και οχυρά
erroso.blogspot.com
Ο Β. Πούτιν επισκέφθηκε και μία από τις μεγαλύτερες αρχαιολογικές ανακαλύψεις της ευρύτερης περιοχής, την ακρόπολη στο κεντρικό σημείο της πόλης, όπου βρίσκεται το παλάτι του άρχοντα του Βασιλείου του Βοσπόρου, του Μιθριδάτη του 6ου. Το μνημείο ανακαλύφθηκε πριν από δύο χρόνια από την αρχαιολογική ομάδα του Βλ. Κουζνετσόφ, επικεφαλής της αρχαιολογικής αποστολής της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών στην περιοχή, που κρύβει στο έδαφός της τα απομεινάρια ενός από τα σημαντικότερα ελληνιστικά κέντρα του 1ου αιώνα π.Χ., το οποίο και μετεξελίχθηκε σε Βασίλειο του Πόντου. Ο Ρώσος πρωθυπουργός εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι η περιοχή θα γίνει πόλος έλξης περισσότερων τουριστών και ενδιαφερομένων για την αρχαία ιστορία από ολόκληρο τον κόσμο και έχει εντάξει το Ταμάν σε πρόγραμμα ανάπλασης των ρωσικών παραλίων του Νότου.
Ποια είναι, όμως, η περίφημη αρχαία ελληνική πόλη Φαναγορία, την οποία επισκέφθηκε ο πρωθυπουργός της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν, για να υπηρετήσει τις προεκλογικές του φιλοδοξίες; Σίγουρα ήταν το κέντρο της ελληνικής αποικίας, στη Μαύρη και την Αζοφική Θάλασσα, ένα πέρασμα για το διαμετακομιστικό εμπόριο, που επιβίωσε επί 1.600 χρόνια.
Λυδοί και Πέρσες
Ολα ξεκίνησαν από έναν πόλεμο, στον οποίο έχουν εμπλακεί Λυδοί και Πέρσες με τους Ελληνες κατοίκους των ιωνικών πόλεων. Οι γηγενείς, με ξύλινες ασπίδες και γενικώς ελαφρύ οπλισμό, ενώ οι έποικοι έχουν φέρει μαζί τους από τις ελληνικές μητρόπολεις το «φιλοπόλεμο» ορείχαλκο. Η νίκη, σύμφωνα με την τεχνική του πολέμου, θα έγερνε υπέρ των Ελλήνων. Ομως είναι λίγοι μπροστά στους πολυπληθείς «βαρβάρους». Οι αιώνες είναι σκληροί, ο κάθε λαός δεν κοιτάει τα εδάφη του, αλλά διαρκώς λοξοκοιτάει προς το γείτονα κι ακόμη παραπέρα, με ορίζοντα κατάκτησης. Επί δύο αιώνες, τον 7ο και τον 6ο π.Χ., οι ημέρες του πολέμου είναι περισσότερες από τις ημέρες της ειρήνης.
Σ' αυτό το περιβάλλον ανασφάλειας, οι πολίτες της ελληνικής παραθάλασσιας πόλης Τέω (Μινυαίοι από τον Ορχομενό), μίας από τις δώδεκα της ιωνικής κοινοπολιτείας, εγκαταλείπουν τα αποικιακά εδάφη και κατευθύνονται προς την Ταυρική Χερσόνησο, τη σημερινή Κριμαία. Αυτό που προέχει είναι η επιβίωση, αυτό είναι κατανοητό σ' όλους τους κατοίκους, άπαξ και αποφάσισαν ν' αφήσουν πίσω τους τις ελληνικές πόλεις-κράτη. Η πρώτη γραπτή πηγή είναι του Εκαταίου του Μιλήσιου, ο οποίος αναφέρεται στη νεοπαγή πόλη Φαναγορία, που ιδρύθηκε, τον 6ο π.Χ. αιώνα, στη σημερινή χερσόνησο του Ταμάν. Βρισκόταν στις βόρειες ακτές της Μαύρης Θάλασσας, ανάμεσα στη Μαύρη και την Αζοφική Θάλασσα. Εθεωρείτο η μητρόπολη του ασιατικού Βοσπόρου και ήταν διαμετακομιστικό κέντρο εμπορίου, σε διπλό ρόλο, εξαγωγικό και εισαγωγικό. Ιδρυτής της εθεωρείτο ο Φαναγόρης ή Φαναγόρας από την Τέω, ο οποίος ονοματοδότησε τη Φαναγορία. Οι αρχαίες πηγές την αναφέρουν με διαφορετικά ονόματα: Φαναγορεία, Φαναγόρειον, Φαναγορούπολις, Φαναγόρη, Φαναγούρα, Φαιναγόρα. Μέχρι τον 5ο π.Χ. αιώνα λειτούργησε ως μία δημοκρατική πόλη, με βουλή, δήμο και σύνορα. Είχε ακμάσει και είχε γίνει η σημαντικότερη πόλη της περιοχής, όμως η ένωση με τις άλλες πόλεις της περιοχής (Ερμώνασσα, Παντικάπαιο κ.ά.), δημιούργησε το δόγμα «η ισχύς εν τη ενώσει». Ετσι, συγκροτήθηκε το βασίλειο του Βοσπόρου, που κράτησε από το 480 έως το 2ο αι. π.Χ. Αυτά τα περίπου τριακόσια χρόνια η Φαναγορία επιτυγχάνει τη μέγιστη οικονομική ακμή της, που οφείλεται στα άφθονα σιτηρά της, γιατί τα εδάφη είναι εξαιρετικά γόνιμα για τη δημιουργία σιτοβολώνων. Τα εξήγαγε μέχρι τη Μεσόγειο Θάλασσα και αυτή τα αντάλλασσε με ρουχισμό, κρασί, ελαιόλαδο και κοσμήματα.
Η Φαναγορία επιβίωσε συνολικά 1.600 χρόνια, αφού πέρασε στη συνέχεια από την εξουσία του Μιθριδάτη Στ' του Ευπάτορα, των Ρωμαίων, των Ούννων, των βυζαντινών, των Βουλγάρων. Για την ιστορία να αναφέρουμε ότι σ' αυτή την πόλη εξορίστηκε ο βυζαντινός αυτοκράτορας Ιουστινιανός Β'. Κατά τον 7ο αιώνα, η πόλη ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα της Μεγάλης Βουλγαρίας.
Τον 19ο αιώνα Ο αρχαίος οικισμός βρίσκεται σε μια περιοχή 65 εκταρίων, έχει ορθογώνιο σχήμα και εκτείνεται σε δύο πλατώματα -άνω και κάτω-, τα οποία έχουν κλίση προς τον κόλπο. Το ένα τρίτο έχει βυθιστεί κάτω από τη θάλασσα. Σ' αυτό, το οποίο εκτείνεται σε 20 εκτάρια, καλύπτεται από ερείπια κτιρίων. Οι ανασκαφές άρχισαν το 19ο αιώνα. Την εποχή εκείνη οι αρχαιολόγοι αναζητούσαν πολυτελή ευρήματα, για να μεταφέρουν στο Ερμιτάζ της Αγίας Πετρούπολης.
Συστηματικά, η Φαναγορία άρχισε να ανασκάπτεται το 1936 από το διάσημο αρχαιολόγο V. D. Blavatskij. Οι επόμενοι διευθυντές τής ανασκαφής ήταν οι Μ.Μ. Kobylina, V.S. Dolgorukij και σήμερα ο Βλαντίμιρ Κουζνετσόφ. Και μια «λεπτομέρεια»: στο πέρασμα των αιώνων, τα λίθινα ερείπια της Φαναγορίας χρησιμοποιήθηκαν από τους ντόπιους για να χτίσουν σπίτια, εκκλησίες και οχυρά
erroso.blogspot.com